ενάντια σε κάθε εξουσία
  Αντρέα ντε Κάρλο
Δύο από δύο

Μέρος δεύτερο, Κεφάλαιο Δώδεκα

...Έλεγε πως ήταν μεν σημαντικό να είναι κανείς αυτάρκης, αλλά δεν ήταν δυνατό να τραβάμε μπροστά έχοντας στο νου μας μόνο την επιβίωση. Έλεγε: «Πρέπει να κάνουμε και πράγματα που μας αρέσουν και μας διασκεδάζουν, πράγματα που να έχουν κάποιες επιπτώσεις στον έξω κόσμο. Δεν μπορούμε να ζούμε εδώ σαν πρόσφυγες, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ζωής που να προκαλεί οργή, όχι οίκτο. Πρέπει να αποβλέπουμε στη δημιουργία ενός συνόλου πιο πλούσιου και σύνθετου από μια οικογένεια, να συγκεντρώσουμε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο ένα μωσαϊκό ανθρώπων που να θέλουν να ζήσουν μαζί, να αφοσιωθούν σε διάφορες δραστηριότητες κι ας μην είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη γη».

Η φωνή του τώρα μου θύμιζε εκείνη πριν από έντεκα χρόνια, όταν μιλούσε για το πώς ήταν και πώς θα μπορούσε να γίνει ο κόσμος: είχε τον ίδιο τρόπο να σπρώχνει τις λέξεις μέχρι τα όριά τους, την ίδια ικανότητα να μεταδίδει εικόνες. Εγώ, η Μαρτίνα και η Κιάρα κοιτάζαμε τα δύο σπίτια μας από μακριά κι είχαμε κιόλας την αίσθηση πως τα βλέπαμε να ζωντανεύουν από πολύπλοκες και συναρπαστικές σχέσεις.

Ο Γκουίντο έλεγε: «Πρέπει να υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που να θέλουν να ζήσουν έξω από όλες αυτές τις υποχρεωτικές επιλογές και το ονειρεύονται αλλά δεν ξέρουν πώς να το πετύχουν, και μπορεί η απογοήτευσή τους να τους οδηγεί σε μια θρησκευτική σέχτα ή στην απεγνωσμένη προσπάθεια να πλουτίσουν ή παραιτούνται και αυτοκτονούν. Τρελαίνομαι σαν σκέφτομαι τους ευαίσθητους και προικισμένους ανθρώπους που μισούν το χρήμα και τις βιομηχανίες και τις μηχανές και την εξουσία και, επειδή είναι μόνοι τους, νομίζουν πως είναι άρρωστοι, πιέζονται να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα και τελικά συντρίβονται. Πρέπει να σκεφτούμε έναν τρόπο να τους βρούμε, να βάλουμε αγγελίες στις εφημερίδες όλου του κόσμου, να το συζητήσουμε με όλους τους δυνατούς τρόπους, να εδραιώσουμε επαφές. Πρέπει ν’ αρχίσουμε να επισκευάζουμε το δεύτερο σπίτι και μετά να χτίσουμε κι άλλα με τα ίδια υλικά, να χτίσουμε κοινόχρηστους χώρους, ένα θέατρο κι ένα ατελιέ ζωγραφικής, ένα τυπογραφείο ίσως, ένα στούντιο ηχογραφήσεων. Μπορούμε να παράγουμε βιβλία και δίσκους και πίνακες και ό,τι άλλο θέλουμε και να τα στείλουμε σε όλο τον κόσμο, να βοηθήσουμε να γεννηθεί και σ’ άλλους η επιθυμία να δημιουργήσουν μέρη σαν το δικό μας. Μπορούμε να καταργήσουμε εντελώς το χρήμα και να κάνουμε ανταλλαγές σε είδος, να υπολογίζουμε μόνο αυτούς που παράγουν πράγματα, να κόψουμε κάθε επαφή με τα οικονομικά κέντρα και τη γραφειοκρατία και τους διευθυντές.».

«Μα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αφήσουν να κάνουμε κάτι τέτοιο. Φαντάζεσαι τι θα συνέβαινε μόνο με τις άδειες και τους ελέγχους της εφορείας και τις άδειες εργασίας και όλα τα σχετικά;» τον ρώτησε η Κιάρα, η πιο ρεαλίστρια ανάμεσά μας, φοβισμένη σαν να ‘βλεπε κιόλας τα αυτοκίνητα της αστυνομίας να ανεβαίνουν το χωματόδρομο.

«Τότε θα κάνουμε αντίσταση», είπε ο Γκουίντο. «Μπορούμε να φτιάξουμε παγίδες και να στήσουμε οδοφράγματα γύρω από την κοιλάδα μας και να προωθήσουμε στον ΟΗΕ μια αίτηση αποσκίρτησης από το ιταλικό κράτος και να ενθαρρύνουμε όλα τις άλλες κοινότητες να κάνουν το ίδιο, να ιδρύσουμε μια αναρχική ομοσπονδία διασκορπισμένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο και να αποκηρύξουμε όλα τα κράτη και τις κυβερνήσεις και τους στρατούς και τις τράπεζες. Ακόμη και να σκοτωθούμε αν δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, να δημιουργήσουμε ένα προηγούμενο που θα τραντάξει τον κόσμο και θα καταστρέψει τις φρικιαστικές ισορροπίες που υπάρχουν».

Σταθήκαμε να κοιτάξουμε την κοιλάδα μας. Τα λόγια του Γκουίντο είχαν γεμίσει εμένα, τη Μαρτίνα και την Κιάρα με εικόνες τόσο έντονες που δεν μπορούσαμε πια να αρθρώσουμε λέξη.


 



Μέρος δεύτερο, Κεφάλαιο Δεκαεπτά

...Στα τέλη του Σεπτέμβρη τα δίδυμα ήταν πια σε ηλικία ν’ αρχίσουν το σχολείο. Εγώ και η Μαρτίνα συζητούσαμε από βδομάδες αν θα τα στέλναμε ή όχι. Μας φαινόταν άσχημο να τα στείλουμε να γίνουν φυσιολογικά όπως έλεγε ο Γκουίντο, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλαμε να νιώθουμε αργότερα ένοχοι που δεν θα ‘χαμε θέσει στη διάθεσή τους αρκετές πληροφορίες για τον κόσμο. Το συζητήσαμε επίσης με τον Πάολο και τη Λίβια. Η προσέγγισή τους ήταν πολύ πιο ρεαλιστική από εκείνη του Γκουίντο, μας έπεισαν πως αυτό που είχε σημασία ήταν να μην τα’ αφήσουμε να μεγαλώσουν πολύ διαφορετικά από τους συνομήλικούς τους.

Αλλά η μικρή Κιάρα και ο μικρός Γκουίντο ήταν παιδιά της φύσης, συνηθισμένα να είναι κύριοι τους εαυτού τους και του χώρου τους. Δεν είχαν καμιά διάθεση να αφήσουν να τα κλείσουν σε μια τάξη, καρφωμένα σ’ ένα θρανίο όλο το πρωινό. Κάθε μέρα στις εφτάμισι, εγώ και η Μαρτίνα με τη σειρά, έπρεπε να κάνουμε μια άγρια μάχη για να τα σύρουμε στο αυτοκίνητο και μια δεύτερη για να τα κατεβάσουμε. Όταν επιστρέφαμε μόνοι στο σπίτι νιώθαμε προδότες.

Με τον καιρό άρχισαν να φέρνουν λιγότερη αντίσταση, η δασκάλα μας είπε πως άρχισαν να «εκπολιτίζονται»: προσέξαμε τα πρώτα σημάδια της μεταμόρφωσης στον τρόπο που μιλούσαν και κινούνταν, στις ζωγραφιές και τα παιχνίδια που έκαναν, και για μια ακόμα φορά μας ήρθαν στο μυαλό όσα έλεγε ο Γκουίντο για τα παιδιά και τους ενηλίκους. Και αποφασίσαμε πως δεν είχε νόημα να κάνουμε μια ισορροπημένη και ώριμη επιλογή όσον αφορά τη ζωή τους, επειδή δεν ήμασταν ούτε ισορροπημένοι ούτε ώριμοι με τις δικές μας. Δεν μπορούσαμε να αφήσουμε τα παιδιά μας να προσαρμοστούν σε κανόνες που δεν τους αποδεχόμασταν για μας τους ίδιους.

Έτσι πήγα να μιλήσω με τη διευθύντρια του σχολείου κι εκείνη με έβαλε να υπογράψω μια δήλωση στην οποία αναλάμβανα όλες τις αστικές και ποινικές ευθύνες που δεν άφηνα τα παιδιά να παρακολουθήσουν την πρωτοβάθμια δημοτική εκπαίδευση και αναλάμβανα την υποχρέωση να τους παρέχω κατ’ οίκον διδασκαλία υποκείμενη σε απολυτήριες εξετάσεις. Μέσα σε λίγες μέρες, η μικρή Κιάρα και ο μικρός Γκουίντο έγιναν άγριοι σαν πρώτα, με μια ιδέα οργής παραπάνω που προέρχονταν απ’ το ότι γλίτωσαν την αιχμαλωσία. Εγώ και η Μαρτίνα συνειδητοποιήσαμε πως οι ρεαλιστικές συμβουλές δεν είναι πάντα οι σωστές.