ενάντια σε κάθε εξουσία
 

Ομολογία ενός καθηγητή

Θυμόμαστε όλοι τον εαυτό μας την εποχή που τελειώναμε το Λύκειο. Τη ρομαντική εποχή που θα φεύγαμε προς την «ελευθερία».

Κάνω δεκαπέντε χρόνια μάθημα σε ανθρώπους της τελευταίας τάξης του Λυκείου: στα μάτια τους, χρόνια τώρα, διαβάζω αυτό τον πόθο της ελευθερίας.

Νομίζουν, όπως νομίσαμε κάποτε όλοι, ότι τελειώνοντας γλιτώνουν. Γλιτώνουν πράγματι από τους καθηγητές, τις προσευχές, τις ανοησίες των μαθημάτων, από το στοίβαγμα στις τάξεις, από την πειθαρχία. Αλλά δε γλιτώνουν. Όχι μόνο γιατί όλη τους την υπόλοιπη ζωή θα διηγούνται γι’ αυτόν τον καθηγητή, που τους έκανε εκείνο ή το άλλο. Αλλά γιατί βέβαια όταν θα μιλάνε, θα μιλάει μαζί κι ο καθηγητής τους, θα μιλάει μαζί η λογική, η τάξη που εσωτερίκευσαν μέσα στην πολύχρονη εκπαιδευτική διαδικασία. Θα μιλάνε οι φόβοι και τα άγχη που απόκτησαν.

Δώδεκα ολόκληρα χρόνια «φοίτησαν» συστηματικά στην οικογένειά τους και στο σχολείο. Μια ζωή διαταγές, μια ζωή άγχη, έμαθαν να κρύβουν τον αληθινό τους εαυτό, έμαθαν να υποτάσσουν σχετικά εύκολα την αντίδρασή τους.

Έμαθαν να είναι σκληροί και ανταγωνιστικοί, να αποδέχονται τις διακρίσεις, να διαβάζουν προσεχτικά πράγματα που αλλιώτικα, δε θα άγγιζαν ποτέ, έμαθαν να μη δίνουν σημασία στο τι πραγματικά τους ενδιαφέρει, έμαθαν να θάβουν βαθιά μέσα τους την τρομερή ερώτηση: «αυτό, τώρα, σε τι μου χρειάζεται;». Κάθε φορά που μπαίνω στην τάξη βλέπω τα ίδια μελαγχολικά πρόσωπα. Είναι μια αδιόρατη μελαγχολία γραμμένη στα μάτια, ακόμα κι όταν κάνουν αστεία, γελάνε ή φωνάζουν.

Είναι η μελαγχολία του ανθρώπου που ενώ καταλαβαίνει πως έχει ακόμα κάποιες ζωντανές δυνάμεις μέσα του, νιώθει ταυτόχρονα, έστω και ασυνείδητα, πως τον έχουν δέσει για τα καλά. Η μελαγχολία του ανθρώπου που έχει μείνει συναισθηματικά ανάπηρος και με σκέψη που πια δε γίνεται να ελέγξει.

Κάποιοι φυσικά αντιδρούν. (Δεν είναι οι περισσότεροι.) Κάποιοι μεθοδικά με πόνο σχεδόν, λένε «όχι» ανατρέχοντας προς τα πίσω, βήμα προς βήμα σ’ όλη τους τη σχολική και οικογενειακή «παιδεία». Και μετά γίνονται «γονείς» ή «καθηγητές»...

Αρχίζουν λοιπόν να διδάσκουν με τη σειρά τους προσπαθώντας ίσως να αποφύγουν αυτά που τους πόνεσαν πιο πολύ σαν μαθητές. Αλλά δεν παύουν να είναι «γονείς», δεν παύουν να είναι «καθηγητές», να ξέρουν, να διορθώνουν, να συμβουλεύουν ακόμα και να απαγορεύουν. Κι οι μαθητές δεν παύουν να είναι μαθητές.

Κάθε φορά που μπαίνω στην τάξη δεν ξέρω τι να πω. Ότι κι αν πω είναι ψέμα. Ότι κι αν κάνω είναι θέατρο. Όσο «καλός» κι αν είμαι, τόσο περισσότερο φοβάμαι ότι κάνω κακό. Είμαι ο καθηγητής κι αυτοί εκεί είναι οι μαθητές. Όσο πιο «κοντά» τους βρεθώ, τόσο πιο μακριά τους νιώθω, γιατί λίγο τους αφήνω να πάρουν αέρα, λίγο τους αφήνω να αναπνεύσουν ελεύθερα, λίγο τους αφήνω μόνους τους, ελέγχω τη ζωή τους και τη σκέψη τους. Αυτοί είναι οι μαθητές, εγώ είμαι ο καθηγητής, κι αν δεν με απορρίψουν δε θα ζήσουν.

Τους παρατηρώ χρόνια τώρα και πάντα σκέφτομαι πως σε λίγο θα ‘χουν στο κεφάλι τους αφεντικά κάθε λογής και πολλά περιθώρια δεν έχουν. Βλέπω τα τρυφερά τους κορμιά, ακούω τα δροσερά τους λόγια, κοιτάω τα ξύπνια μάτια τους και καθώς τους «διδάσκω» σκέφτομαι: πόσο, πόσο θ’ αντέξουν ακόμα; Αυτοί οι μαθητές χρειάζονται μια γνώση που να απελευθερώνει από την εξουσία του καθηγητή, του σχολείου, του κράτους. Αυτή μονάχα τη γνώση.»

Α. Μαραγκόπουλος