Από την έκδοση του Ξενοδοχείου των Ξένων, τεύχος 5-Βιοτεχνολογία
http://www.disobey.net/hotel
hotel@disobey.net
 

γενετική μηχανική

 

 

Βιοτεχνολογίες
και το δικαίωμα στην επιστροφή

 

…Σπόροι πρησμένοι

που σπαν και πετάγονται συνέχεια νέες φύτρες

συνέχεια γεννώντας και σαπίζοντας οργιάζει

αυτή η τυφλή βλάστηση. Καμία χρήση του κόσμου

δεν είναι καλή. Να βουλιάξει!

 Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ.[1]

 

Πέρασε καιρός από τότε που ο άνθρωπος διάλεγε προσεκτικά τους σπόρους από τα καλύτερα φυτά, με σκοπό να τα καλλιεργήσει και να εξασφαλίσει την τροφή που προτιμούσε. Επί δέκα χιλιάδες χρόνια βελτίωνε τη γεωργική παραγωγή, χρησιμοποιώντας την εμπειρία του, παρατηρώντας και ανταλλάσσοντας γνώσεις. Παράλληλα, καλλιεργούσε φυτά κατάλληλα για την εκτροφή των κοπαδιών και διάλεγε τα καλύτερα ζώα για να τα ζευγαρώσει μεταξύ τους, προκειμένου να δώσουν ανθεκτικότερoυς και δυνατότερους απογόνους. Η παρέμβαση του ανθρώπου στη γενετική βελτίωση φυτών και ζώων είναι τόσο παλιά όσο και η ιστορία της γεωργίας.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα, με τη διατύπωση των νόμων της κληρονομικότητας του Mendel, την ανακάλυψη της δράσης των γονιδίων και την εργαλειακή χρήση τους, οι επιστήμες (οικονομικές και βιολογικές) ανάγουν όλα τα ζητήματα της αγροτικής παραγωγής σε προβλήματα ποσότητας και εισάγουν όρους αποδοτικότητας. Με την “πράσινη επανάσταση” στη δεκαετία του ’60, δηλαδή την εισαγωγή βελτιωμένων σπόρων και υβριδίων,[2] την αύξηση των εισροών στον αγρό (φάρμακα, λιπάσματα, ορμόνες) και τη χρήση νέων υποδομών και εξοπλισμών (θερμοκήπια, αρδευτικά συστήματα, βαρέα οχήματα), επιτυγχάνεται η αλματώδης αύξηση των αποδόσεων ανά μονάδα επιφάνειας.

Οι επιστήμες διεισδύουν όχι μόνο στον τρόπο παραγωγής, αλλά και στην ευρύτερη σχέση του ανθρώπου-παραγωγού με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον.

Ποτάμια και λίμνες, όταν δεν στερεύουν από την υπερβολική άντληση του νερού για την άρδευση των χωραφιών, λειτουργούν ως δίκτυα και λεκάνες απορροής βιομηχανικών και αγροτικών λυμάτων αφανίζοντας κάθε υδρόβιο οργανισμό και νεκρώνονται.[3] Το έδαφος επιβαρύνεται με δηλητήρια και χάνει την οργανικότητά του. Αλλού φυτρώνουν βουνά-χωματερές από τα πλεονάσματα των αγροτικών προϊόντων προς απόσυρση. Τα θερμοκήπια εκπέμπουν καυσαέρια: κάρβουνο, πυρήνα και μαζούτ· ο αέρας της υπαίθρου μυρίζει ήδη την αποσύνθεσή της.

Η συσσώρευση της παραγωγής δημιούργησε την ανάγκη για χωροταξικές αλλαγές. Αποθηκευτικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια για τη μεταποίηση και τυποποίηση των προϊόντων, χώροι για την έκθεση και τη διάθεση αγροτικών εφοδίων, μηχανημάτων και εξοπλισμού. Το τοπίο χάνει γρήγορα τα παραδοσιακά του στοιχεία, ακόμη και όταν όλα αυτά επενδύονται εξωτερικά με πρωτογενή υλικά (πέτρα, πηλό και ξύλο), διατηρώντας απλώς μια ξεθωριασμένη ανάμνηση.

Η ύπαιθρος διασυνδέεται με τα αστικά κέντρα, μέσω οδικών και επικοινωνιακών δικτύων, που διευκολύνουν την κυκλοφορία προϊόντων και υπηρεσιών· και όχι μόνο. Οι επιλογές του παραγωγού για την καλλιέργειά του, χειραγωγούνται από επιδοτήσεις, κίνητρα, ποσοστώσεις, την πολιτική τιμών και νομικούς φραγμούς. Οι αποφάσεις για την αγροτική πολιτική λαμβάνονται στην πόλη, τόσο κοντά και τόσο μακριά από την παραγωγή.[4] Το χωριό αστικοποιείται, η ύπαιθρος διαλύεται και μαζί καταργείται κάθε ανεξαρτησία των ανθρώπων της από το περιβάλλον της πόλης.

Η συλλογική εργασία των χωρικών σε εποχιακές γεωργικές πρακτικές (κλάδεμα, όργωμα, σπορά, σκάλισμα, συγκομιδή) έχει αντικατασταθεί από την εκμετάλλευση εποχιακών και μόνιμων εργατών, ειδικά με την είσοδο μεταναστών από άλλες χώρες. Άλλες πρακτικές αυτοματοποιούνται (άρδευση, λίπανση, ραντίσματα) και με τις διαδοχικές φυτεύσεις το έδαφος δεν παίρνει ούτε ανάσα (αγρανάπαυση). Η αγροτική παραγωγή εντατικοποιείται και ο κυκλικός χρόνος των εργασιών που ακολουθούσαν τις εποχές του χρόνου μετασχηματίζεται στο γραμμικό χρόνο της βιομηχανικής ανάπτυξης.

Με τα καινούρια “επιτεύγματα” της βιοτεχνολογίας και την “ελευθέρωση” των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών,[5] οι επιστήμες, αφού έχουν απαλλοτριώσει κάθε έννοια γύρω από τη ζωή, καταφέρνουν να διεισδύσουν στην ίδια την αναπαραγωγή της: στο γενετικό υλικό.

Η βιοτεχνολογία ως επιστήμη, εξουσία της διαχωρισμένης γνώσης και γνώση της διαχωρισμένης εξουσίας, παρουσιάζεται επιπλέον σαν η τροφοδοτική μηχανή της οικονομίας του μέλλοντος, σαν κομμάτι της και εργαλείο της ανασύστασής της. Συγκεντρώνει πάνω της όλο το ενδιαφέρον για επενδύσεις, συμφωνίες, νομολογίες και αγρονομικές ανακατατάξεις.

Πέρα από τις απατηλές υποσχέσεις της βιοτεχνολογίας στη γεωργία (δηλαδή των εταιρειών που παράγουν γενετικά τροποποιημένο υλικό) για μεγαλύτερες ποσότητες προϊόντων σε χαμηλότερες τιμές, τις καταγγελίες των οικολογικών οργανώσεων για την ασφάλεια σε περιβάλλον και τρόφιμα, τις ανησυχίες των παραγωγών για το μέλλον τους, το μορατόριουμ[6] της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διάφορες συνωμοσιολογικές θεωρίες και δαιμονολογίες θρησκευτικών οργανώσεων, το αρχικό ερώτημα παραμένει:

Αφού δεν εμπιστευόμαστε την εμπορευματική κοινωνία γιατί να μην αρνηθούμε τις βιοτεχνολογίες – εμπορεύματά της;

Η ανάπτυξη των βιοτεχνολογιών λειτούργησε στην αρχή με τρόπο αποκρυφιστικό, αφήνοντας ωστόσο να διαρρέουν στους επιστημονικούς κύκλους ανακοινώσεις για το εφικτό που δεν έχει κατορθωθεί ακόμη. Μαζί με τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα και τις διαπιστώσεις για τις δυνατότητες των νέων προϊόντων,[7] διατυπώνονται νομικές διατάξεις για την ιδιοκτησία του γενετικού υλικού, που εκχωρούν στη βιοτεχνολογία την ευθύνη για τη διαχείριση του βιολογικού πλούτου.[8] Τελικά η ελεύθερη (αλλά και καλά προστατευόμενη) οικονομία οικειοποιείται ως εμπορεύσιμο προϊόν ό,τι έχει διαμορφωθεί στο περιβάλλον μέσα από φυσιολογικές διαδικασίες αιώνων. Είναι η στιγμή που η επιστήμη κατορθώνει όχι απλώς να διεισδύσει στη γενετική πληροφορία, αλλά και να την κατέχει.

Στη γενετική τροποποίηση, αφού αποκωδικοποιηθούν και απομονωθούν τα γονίδια από διάφορους οργανισμούς (μικροοργανισμούς, έντομα, φυτά, ζώα), τα “επιθυμητά” χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, εισάγονται με τη βοήθεια εργαλείων (gene-guns) στο γενετικό υλικό άλλων.[9] Οι εξειδικευμένες πληροφορίες από πραγματικά βιολογικά όντα ανασυνδυάζονται με τεχνητό πια τρόπο και ξαναβρίσκονται στον πυρήνα νέων προϊόντων που φαίνονται το ίδιο πραγματικά. Ωστόσο, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα ήταν απίθανο να δημιουργηθούν. Τα νέα αυτά προϊόντα είναι δυνατόν να διασταυρώνονται τόσο μεταξύ τους, όσο και με τα συμβατικά ομοειδή τους και να δημιουργούν τρίτους συνδυασμούς με άγνωστα χαρακτηριστικά. Η βιοτεχνολογία δεν αποτελεί απλώς ένα σκαλοπάτι στην πρόοδο: είναι η αποθέωση της επιστήμης και της δυνατότητάς της να πραγματώνει το εξωπραγματικό.[10]

Στη γεωργία επικρατούν δύο αντιλήψεις για την προστασία από ασθένειες και παράσιτα. Η πρώτη, της μηδενικής ανοχής, υποστηρίζει τους εντατικούς ψεκασμούς μέχρι τον αφανισμό κάθε “απρόσκλητου επισκέπτη”. H δεύτερη, της ολοκληρωμένης γεωργίας, προτείνει εφαρμογές με φυτοφάρμακα μόνο αφού ξεπεραστούν δεδομένα όρια προσβολών. Αν και η τελευταία είναι περισσότερο οικονομική για τους αγρότες και λιγότερο καταστροφική για το περιβάλλον, ωστόσο κυριαρχεί η πρώτη. «Χωράφι καθαρό από παράσιτα, νοικοκυρεμένο χωράφι», λένε οι αγρότες και σιγοντάρουν οι εταιρείες αγροχημικών. Η καλλιέργεια με τροποποιημένες ποικιλίες εκφράζει την πρώτη αντίληψη, και λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφυτεύονται in vitrο[11] (ανθεκτικότητα σε ψεκασμούς, έντομα, αρρώστιες) τα συνήθη προβλήματα αντιμετωπίζονται με τρόπο θεαματικό.[12] Καμία παραδοσιακή ποικιλία που διαμορφώθηκε από τη φύση την ίδια και κανένα υβρίδιο της κλασικής γενετικής μηχανικής δεν μπορεί να τις ανταγωνιστεί σε αυτό. Η βιοτεχνολογία έρχεται με τη βεβαιότητα του νικητή και δεν μας λέει τίποτε άλλο από το ότι «αυτό που αποδίδει είναι καλό, αυτό που είναι καλό αναπόφευκτα θα εφαρμοστεί». Θέση που υιοθετείται από την υπερεθνική οικονομία, και τα βιοτεχνολογικά προϊόντα ως ποσότητα γίνονται αποδεκτά σαν το κατεξοχήν φυσιολογικό.

Όταν μία τοξική ουσία εφαρμόζεται in vivo[13] ενάντια σε ένα παράσιτο, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού του καταφέρνει να επιβιώνει, καθώς και ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των απογόνων του επίσης. Το παράσιτο αυτό μετά από λίγα χρόνια θα αναπτύξει ανθεκτικές φυλές και θα προσβάλει ξανά την καλλιέργεια.[14] Συνάμα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα γονίδιο που δίνει στο τροποποιημένο φυτό ανθεκτικότητα σε ένα παρασιτοκτόνο να μεταφερθεί και σε κάποιο ανταγωνιστικό του άγριο ζιζάνιο, της ίδιας οικογένειας. Αυτό σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες γενετικές τροποποιήσεις στις παραγωγικές ποικιλίες (δεύτερης γενιάς, τρίτης γενιάς κ.ο.κ.) για να είναι αποτελεσματικές. Μέσα σε αυτή την πάλη των παραγωγικών φυτών με τους εχθρούς τους, και λόγω της χρήσης δραστικότερων φαρμάκων, εξολοθρεύονται συνεχώς όλο και περισσότεροι οργανισμοί, σε χλωρίδα και πανίδα· η βιοποικιλότητα καταστρέφεται στη ρίζα της.

Μία καλλιέργεια με διαγονιδιακές ποικιλίες μπορεί να επιμολύνει τις γειτονικές της, μέσω της διασποράς της γύρης.[15] Τα υπερ-προϊόντα αυτά ανταγωνίζονται τα συμβατικά ή παραδοσιακά είδη και ως πιο ανθεκτικά έχουν την τάση να κυριαρχήσουν, ακόμη και εκεί που η γεωργία γίνεται με άλλο τρόπο. Αν οι προηγούμενες τεχνολογίες εισήγαγαν παραγωγικές διαδικασίες που οι συνέπειές τους δύσκολα διορθώνονταν, η βιοτεχνολογία εισάγει για κάθε είδος φυτού ένα εξ ολοκλήρου τεχνητό προϊόν, που στην προοπτική των χρόνων θα τείνει να μείνει μοναδικό και η συσσώρευσή του θα φέρει την ανεπανόρθωτη νόθευση της φύσης.[16]

Οι εταιρείες σποροπαραγωγής, για να διασφαλίσουν ότι το νέο προϊόν δεν θα αναπαραχθεί από τους παραγωγούς-πελάτες τους (η παμπάλαια συνήθεια, δηλαδή, των παραγωγών να διατηρούν μέρος του σπόρου για την επόμενη σπορά), εκτός από τη νομική προστασία που τους παρέχει η πατέντα, έχουν εφεύρει μία νέα τεχνολογία: το γονίδιο στείρωσης (gene terminator). Οι σπόροι που παράγονται, μπορούν να καταναλωθούν ως τροφή, αλλά δεν θα βλαστήσουν όταν σπαρθούν. Καθώς το γονίδιο αυτό δεν είναι καθόλου απίθανο να μεταφερθεί και σε άλλα είδη φυτών, η τεχνολογία αυτή αποσύρθηκε προς το παρόν, μετά από πολλές πιέσεις. Το γονίδιο στείρωσης δεν ήταν απλώς το αποκορύφωμα του επιστημονικού κυνισμού, αλλά η επιβεβαίωση ότι μόνη επιδίωξη των βιοτεχνολογιών είναι η κεφαλαιοποίηση του γενετικού υλικού και φυσικά η διασφάλιση αυτού του κεφαλαίου.

Η ελευθέρωση των διαγονιδιακών ποικιλιών είναι η συνέχιση της πίεσης της υπερεθνικής οικονομίας στις παραγωγικές τάξεις του πρωτογενούς τομέα με άλλα μέσα. Η ιδιοσυγκρασία του αγρότη, λόγω των παραδοσιακών δεσμών με τη γη και την ιδιοκτησία του, δεν επιτρέπει εύκολα σε κάποιον ξένο να μπει στα “χωράφια” του. Ο παράγοντας αυτός ανέκαθεν καθυστερούσε τις στρατηγικές της αγοράς για αναδιάρθρωση καλλιεργειών, εντατικοποίηση και υψηλές αποδόσεις. Η πάγια έως σήμερα πολιτική των κυβερνητικών παρεμβάσεων, μέσω των ενισχύσεων και των τιμών των προϊόντων, θεωρείται ιδιαίτερα χρονοβόρα και αναχρονιστική για τους ρυθμούς της οικονομίας. Επιπλέον, ο κατακερματισμένος αγροτικός κλήρος σε διάφορες περιοχές (κυρίως στις μεσογειακές χώρες) θεωρείται αγρονομικά ασύμφορος, καθώς δεν επιτρέπει τη συστηματική διαχείριση και αυτοματοποίηση της παραγωγής. Μπροστά στα εμπόδια αυτά, η βιοτεχνολογία είναι εδώ, σαν πρόκληση και καταλύτης στη “στενομυαλιά” και “δυσκαμψία” της αγροτιάς, δίνοντας τη δυνατότητα στην υπερεθνική οικονομία να παίξει το παιχνίδι με τους δικούς της κανόνες. Οι εταιρείες σποροπαραγωγής σχεδιάζουν και παράγουν προϊόντα που ικανοποιούν τους δικούς τους επιχειρηματικούς στόχους.[17] Ο αγρότης δεσμεύεται με όρους που ουσιαστικά του αφαιρούν τη δυνατότητα να αποφασίζει για το προϊόν που καλλιεργεί στη γη του.[18] Στο σημείο αυτό, από παραγωγός προϊόντων γίνεται χρήστης τεχνολογίας και τίποτα δεν είναι πια δικό του.

Για να μιλήσουμε με απλούς οικονομικούς όρους, με τη χρήση της βιοτεχνολογίας στη γεωργία δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι το αυξημένο κόστος στην αγορά εφοδίων (τροποποιημένοι σπόροι, τεχνογνωσία) θα καλύπτεται από την αύξηση της σοδειάς. Η αξία των τροποποιημένων προϊόντων ανά μονάδα βάρους θα μειωθεί, λόγω της μεγαλύτερης παγκόσμιας προσφοράς και της μικρότερης ζήτησης από τους καταναλωτές. Στις συμβατικές καλλιέργειες, η αντιμετώπιση των μεταλλαγμένων παρασίτων με τα συμβατικά φυτοφάρμακα δεν θα είναι το ίδιο αποτελεσματική, με συνέπεια οι στρεμματικές αποδόσεις να μειώνονται και το κόστος παραγωγής να αυξάνεται. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσοδος ανά μονάδα επιφάνειας συνεχώς θα συρρικνώνεται και, προκειμένου οι αγρότες να διατηρήσουν το εισόδημα τους, θα πρέπει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους. Αλλιώς θα την εγκαταλείψουν. Στο περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, όλο και περισσότεροι επιχειρηματίες εισρέουν σε καταχρεωμένες και “αναπτυσσόμενες” χώρες, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές από τους αγρότες τη γη και την εργασιακή τους δύναμη. Έτσι, το διαμελισμένο από τις πιέσεις αγροτικό κεφάλαιο ενοποιείται, προκειμένου να παραχθούν φθηνές πρώτες ύλες για τη βιομηχανία τροφίμων και την υφαντουργία.[19] Από την άλλη, η βιοτεχνολογία δίνει τη δυνατότητα να καλλιεργηθούν υποτροπικές καλλιέργειες σε χώρες του βορείου ημισφαιρίου και έτσι να χαθεί ένα βασικό εισόδημα για τις χώρες του φτωχού νότου.[20] Αυτό που με άλλα λόγια λέγεται αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής σημαίνει ότι πολύ γρήγορα οι αγρότες που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς, θα απαξιωθούν σε υπεργολάβους της ή θα μεταναστεύσουν. Οι αγρότες, χάνοντας κάθε έλεγχο πάνω στους ρυθμούς των εργασιών τους και εντελώς αποκομμένοι από το προϊόν των κόπων τους, περιπλανώνται στη γη όπου δουλεύουν ή στις μεγαλουπόλεις, παντού το ίδιο ξένοι.

Ο ψευδο-ουμανισμός που εκδηλώνεται στις θριαμβολογίες των υποστηρικτών της βιοτεχνολογίας για τη λύση του ζητήματος της σίτισης, έχει σκοπό να πείσει ότι το πρόβλημα της πείνας στον τρίτο κόσμο οφείλεται στη σπάνη και, καθώς η στέρηση σε αγαθά διαρκώς θα αυξάνεται λόγω του υπερπληθυσμού, μόνο με τη βιοτεχνολογία θα καλυφθούν οι ανάγκες της ανθρωπότητας σε τροφή.[21] Αν οι υπεραπλουστεύσεις αυτές δεν πείθουν, είναι γιατί η εξάρτηση από την υπερεθνική οικονομία δεν θα παύει να εμπεριέχει την εξαθλίωση· ακόμη και αν παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα, αυτή θα διανέμεται σύμφωνα με τους ίδιους νόμους. Από τη χρήση βιολογικών όπλων και τα πειράματα φαρμάκων, έως την παροχή τροφίμων με γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς σε μορφή “ανθρωπιστικής βοήθειας”, ο τρίτος κόσμος ήταν και είναι το πεδίο δοκιμών της υψηλής τεχνολογίας. Είναι ο “εξαναγκασμένος καταναλωτής” που θα πρέπει να διαλέξει μεταξύ της πείνας ή της διατροφής του με γενετικά τροποποιημένα.[22]

Οι διατροφικές κρίσεις και τα σκάνδαλα της τελευταίας δεκαετίας έχουν διαμορφώσει μια επιφυλακτική συμπεριφορά του καταναλωτή απέναντι σε κάθε καινοτομία στην τεχνολογία τροφίμων.[23] Ο καταναλωτής θέλει να γνωρίζει τα πάντα γύρω από την παραγωγική διαδικασία των προϊόντων και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και στην υγεία του. Από τη δεκαετία του ’70, ως απόρροια των κινητοποιήσεων οικολογικών και καταναλωτικών οργανώσεων, εμφανίζεται ο “ενημερωμένος καταναλωτής”, ο οποίος μοιάζει να εκσυγχρονίζεται σε σχέση με τον “καταναλωτή-μάζα” ο οποίος είτε αγοράζει ό,τι εμπόρευμα του πλασάρουν είτε δεν διαθέτει την αγοραστική δύναμη για κάτι καλύτερο.

Με την πρώτη ματιά στο ράφι, το προϊόν με συστατικά γενετικής τροποποίησης φαίνεται σαν ένα κανονικό προϊόν. Το αμήχανο άγγιγμα στη συσκευασία του και η ανάγνωση της ένδειξης “τροποποιημένο” στα συστατικά το καθιστά αυτόματα ένα πράγμα γεμάτο μυστήρια.[24] Μπροστά σε αυτή την απορία, τελευταία προβάλλεται σε διάφορα “θεαματικά μπρα-ντε-φερ”[25] η διαμάχη ανάμεσα σε υποστηρικτές της βιοτεχνολογίας και τους επικριτές της (συνήθως αυτόκλητους εκπροσώπους της κοινωνίας – στελέχη μη κυβερνητικών οργανώσεων). Τις περισσότερες φορές η κριτική των τελευταίων, αν δεν περιορίζεται, τότε επικεντρώνεται σαν εμμονή, στη σήμανση για τα γενετικώς τροποποιημένα –το «αναφαίρετο δικαίωμα του καταναλωτή στην επιλογή»–[26] επαναλαμβάνοντας αφηρημένες έννοιες όπως ποιότητα και ασφάλεια. Μέσα σε αυτές τις αστείες αναμετρήσεις το μερικό, αν δεν αποκρύπτει, σίγουρα παραμορφώνει τις συνολικές διαστάσεις της πραγματικότητας.[27]

Η δυνατότητα επιλογής σύμφωνα με ιδιαίτερες ανάγκες, προτιμήσεις και πλεονεκτήματα, είναι η ίδια μια πλάνη που εκδηλώνεται στον ανταγωνισμό της πληθώρας των προϊόντων, σε ένα σύνολο ψευδαισθήσεων και αναπαραστάσεων που πωλούνται σε διαφορετικές τιμές. Όπου σήμερα τα γενετικώς τροποποιημένα διακινούνται ελεύθερα, τα προϊόντα της συμβατικής γεωργίας διαφημίζονται ως υπερέχοντα σε ποιότητα, συγκριτικά με τα πρώτα (το μη χείρον βέλτιστον). Υπεροχή που μέχρι χθες καθόλου δεν είχαν· αποκτούν έτσι μια πρόσθετη αξία και ζήτηση τις οποίες σίγουρα δεν αξίζουν. Με άλλα λόγια, το ίδιο μπρόκολο που σήμερα είναι σκουπίδι, αύριο θα πουλιέται ως ποιοτικό.

Η μορφή του πρωτογενούς προϊόντος, της τομάτας για παράδειγμα, αλλάζει ανάλογα με τη βιομηχανία που παρασκευάζει και τυποποιεί τον πολτό σε κονσέρβες, με τρόπο ελκυστικό και βολικό για τη χρήση στο νοικοκυριό. Άλλοτε ντυμένη με σήματα που παραπέμπουν σε ένα όμορφο περιβάλλον με γαλάζιο ουρανό, πράσινο γρασίδι και πολύχρωμα λουλούδια. Άλλοτε με σήματα αναγνώρισης της προέλευσης και της εντοπιότητας. Άλλοτε με σήματα εγγύησης ποιότητας. Άλλοτε λιτή σε “απέριττη” τιμή. Υπάρχουν εμπορεύματα για όλα τα ρεύματα και αντιστρόφως. Αν φοβάσαι τα fast food και τα junk food, θα προτιμήσεις βιολογικά και παραδοσιακά. Αν δεν θέλεις καλλυντικά που δοκιμάζονται σε ζώα θα ψωνίσεις στα Body Shop. Αν σε σοκάρει η παιδική εργασία στις φυτείες της Λατινικής Αμερικής θα πιεις καφέ Utz Kapeh.[28] Ο εναλλακτισμός, φορώντας τα πολύχρωμα σχήματα, πότε του “φιλανθρωπικού νεοφιλελευθερισμού”, πότε της “ευεξίας και αυτογνωσίας”, είναι το πιο πολύτιμο ανταλλακτικό της εμπορευματικής μηχανής.

Ο “ενημερωμένος καταναλωτής” αγοράζει εικόνες και υποσχέσεις, πληρώνοντας το λογαριασμό για τις επιπλέον υπηρεσίες που του παρέχονται.[29] Μέσα στην εμποροπανήγυρη της διαφοράς διαπιστώνει κανείς μόνο μια σειρά ποσοτήτων με σήματα τόσο προσιτά για να αγοραστούν, τόσο απόμακρα για να βιωθούν. Όλες αυτές οι φαντασιακές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην πόλη και τη φύση, το δίκαιο και το άδικο, το καθαρό και το βρώμικο, σαν χαριτωμένες σκιές αναπληρώνουν τη συνεχιζόμενη έκπτωση της ποιότητας, ενώ η “σύγκρουση” αναλώνεται στις προθήκες των καταστημάτων.[30]

Η μοντέρνα τέχνη δεν θα χάσει την ευκαιρία να διεκδικήσει λίγο από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η νέα τεχνολογία. Υβρίδια καλλωπιστικών φυτών και κατοικίδιων ζώων σε φθορίζουσες παραλλαγές, σαν χαρμόσυνες εικόνες προβάλλουν τις χρηστικές μορφές των μέσων που διαθέτει η βιοτεχνολογία. Ο Εντουάρντο Κακ παρουσιάζει το Σεπτέμβριο του 2002 στην έκθεση Ars Electronica στο Λιντς, το κουνέλι Άλμπα, με την προσθήκη γονιδίου από μέδουσα. Όταν το λευκό του δέρμα εκτεθεί σε ειδικό φωτισμό ακτινοβολεί ένα πράσινο φωσφορίζον χρώμα. Ο καλλιτέχνης υποστηρίζει ότι το διαγονιδιακό κουνέλι, λόγω της ξεχωριστής ομορφιάς του, θα ζήσει ως κατοικίδιο σε ένα ασφαλές περιβάλλον, περισσότερο “φυσιολογικά” από τα άλλα κουνέλια που διαβιούν στην άγρια και αφιλόξενη φύση. Το “έργο τέχνης” εκπέμπει την ψυχρή ιδεολογία της επιστήμης και αιωρείται στο κενό του ανορθολογισμού της. Το μόνο που βλέπει ο θεατής πίσω από την κουρτίνα είναι ότι εκτός από το κουνέλι, φωσφορίζει στο σκοτάδι και η ανάπτυξη της τεχνολογίας που απλώνεται παντού, χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξει.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι στις αρχές του 16ου αιώνα σχεδιάζει έναν υποβρύχιο μηχανισμό. Λίγο αργότερα αφήνει ένα σημείωμα για το μέλλον: «Γιατί δεν περιγράφω τη μέθοδό μου για να μείνει κανείς κάτω από το νερό;… Δεν θέλω να τη διαδώσω ούτε να τη δημοσιεύσω, εξαιτίας της διεστραμμένης φύσης των ανθρώπων, που θα τη χρησιμοποιήσουν για να διαπράττουν φόνους στο βυθό της θάλασσας».[31]

Οι θιασώτες της βιοτεχνολογίας δεν διστάζουν να πούνε: «ό,τι μπορούμε, πρέπει να το κάνουμε», χωρίς ωστόσο να υπάρχει η τεκμηριωμένη γνώση για τους άμεσους ή έμμεσους, ταχυφανείς ή οψιφανείς κινδύνους για το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Αν δεν επιδιώκουν μόνο το κέρδος, επιζητούν τη φήμη και την αναγνώρισή τους ως δημιουργοί - θεοί. Θυμίζουν ίσως τον λετριστή Ιζιντόρ Ιζού που στα μέσα του 20ού αιώνα διακήρυσσε: «Το κέντρο της γνώσης είναι ελεύθερο. Θέλω να είμαι θεός, επειδή πρόκειται για τη μοναδική θέση εργασίας που παραμένει ελεύθερη. Πιστεύω πως αν προσφέρω μια μέθοδο διαρκούς ανανέωσης, θα με δικαιώσουν ακόμα κι αυτοί που θα διαχωρίσουν τη θέση τους από μένα».[32] Όμως οι βιοτεχνολόγοι δεν είναι καθόλου ποιητές.

Η τεχνολογία επιταχύνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, αναπαράγοντας διαρκώς καινούρια εμπορεύματα που σύντομα θα ξεπεραστούν και αυτά από άλλα αναλώσιμα. Διανύουμε όλο και πιο γρήγορα μια απόσταση μακριά από την αξία χρήσης. Δεν ξέρουμε αν υπάρχει επιστροφή. Κινούμαστε μαζί με το όχημα, επιβάτες σε μία επικίνδυνη κούρσα στην οποία άλλος κρατάει το τιμόνι. Χάνουμε τον έλεγχο στην καθημερινή μας ζωή. Το ζητούμενο δεν είναι να φορέσουμε τη ζώνη ασφαλείας. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο της ιστορίας πρέπει να βιαστούμε. Απέναντι στις σχέσεις πραγμάτων, ως άνθρωποι έχουμε την ευθύνη να ξαναβρούμε και να πραγματώσουμε τις “οργανικές σχέσεις” μέσα στην κοινωνία και πάνω στη γη. Τη συλλογικότητα απέναντι στην ιδιώτευση. Την αντίσταση απέναντι στο θάνατο. Στην αντεστραμμένη εμπορευματική - θεαματική κοινωνία «να γυρίσουμε τον κόσμο ανάποδα, ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του», όπως θα έλεγε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Να μη βουλιάξει…

 


[1] Μετάφραση Γ. Χειμωνάς, Κέδρος 1988.

[2] Υβρίδιο είναι το προϊόν διασταύρωσης διαφορετικών ειδών ή γενοτύπων.

[3] Είναι γνωστό το παράδειγμα της λίμνης του Αγίου Βασιλείου, που το 2002 δεν είχε καθόλου νερό, λόγω της υπερβολικής άρδευσης στον παραλίμνιο κάμπο.

[4] Από τις τοπικές νομαρχίες στα Υπουργεία Γεωργίας, και από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), ενώ μπορεί αρχικά να ενθαρρύνεται η εγκατάσταση μιας καλλιέργειας, μετά από λίγα χρόνια ο σχεδιασμός αλλάζει, υποχρεώνοντας τους αγρότες να παρατήσουν μια καλλιέργεια στην οποία ήδη έχουν επενδύσει κεφάλαιο και γνώση. Για παράδειγμα, ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για τις καλλιέργειες καλαμποκιού και βαμβακιού για τη συγκομιδή (κομπίνες), την άρδευση (καρούλια) και την καλλιέργεια είναι εξειδικευμένος για αυτά τα είδη και είναι δύσκολο να αξιοποιηθεί αλλού.

[5] Ο όρος “ελευθέρωση” των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών (Γ.Τ.Ο.) χρησιμοποιείται στη σχετική οδηγία 2001/18 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εισαγωγή των Γ.Τ.Ο. στο περιβάλλον.

[6] Το Νοέμβριο του 2003 αναμένεται νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία που θα άρει το μορατόριουμ (δηλαδή τους περιορισμούς στη διακίνηση των Γ.Τ. ποικιλιών στην Ε.Ε.).

[7] Η πρώτη “ελευθέρωση” Γ.Τ.Ο. στο περιβάλλον έγινε το 1987 από ερευνητικό εργαστήριο στη Βόρεια Καρολίνα σε καλλιέργεια φραουλιάς, όπου εφαρμόστηκε με ψεκασμό Γ.Τ. βακτήριο για την αντοχή στο ψύχος.

[8] Το 1995 κατατίθεται στον νεοσύστατο Π.Ο.Ε. το κείμενο για τις Διάφορες Πλευρές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας που Σχετίζονται με το Εμπόριο (Trade-related aspects of Intellectual Property RightsTRIPs), η νομοθεσία για την ιδιοκτησία των πνευματικών δικαιωμάτων (πατέντες) για φυτικές ποικιλίες, φυλές ζώων, βακτήρια, ιούς, γονίδια κ.τ.λ. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ.: Σπόροι Αντίστασης, Ηράκλειο, Μάρτιος 2003.

[9] Για παράδειγμα, η εισαγωγή ενός γονιδίου από το Βάκιλο Θουριγγίας ή Bt δίνει στο καλαμπόκι την ιδιότητα να παράγει μια τοξίνη θανατηφόρα για πολλά έντομα μεταξύ των οποίων και η πυραλίδα του καλαμποκιού. Βέβαια, μαζί θανατώνονται και άλλα είδη εντόμων που δεν αποτελούν στόχους.

[10] Στις γενετικά τροποποιημένες ή διαγονιδιακές ποικιλίες δόθηκε αρχικά η ονομασία “καινοφανή προϊόντα”. Η συμφωνία της GATT (General Agreement on Tariffs and Trade), προέβλεπε την ανεμπόδιστη διακίνηση της σόγιας. Η Ε.Ε. αναγνωρίζοντας τη συμφωνία μόνο για τη συμβατική σόγια και όχι για τη Γ.Τ. σόγια εμπόδισε αρχικά την εισαγωγή της τελευταίας στις χώρες της με αυτό το νομικό τέχνασμα. Το 1996, ωστόσο, εγκρίθηκε η εισαγωγή Γ.Τ. σόγιας. Ίσως με τον καιρό, και όταν η νέα τεχνολογία αναπτυχθεί στην Ε.Ε. (ήδη εκκρεμούν 19 αιτήσεις), οι “οικολογικές ευαισθησίες” του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου λυγίσουν από τις εμπορικές πιέσεις.

[11] Υπό εργαστηριακές συνθήκες.

[12] Οι βιοτεχνολόγοι ισχυρίζονται ότι στις Γ.Τ. καλλιέργειες ο αριθμός των εφαρμογών με φάρμακα θα είναι μικρότερος (γι’ αυτό συνηθίζουν να τις αποκαλούν και “οικολογικές!”), κάτι που θα μειώσει το κόστος παραγωγής. Δεν είναι σίγουρο ποια θα είναι η πολιτική τιμών από τις εταιρείες αγροχημικών (ουσιαστικά οι ίδιες που παράγουν και τους Γ.Τ. σπόρους), μετά την εξάπλωση των Γ.Τ. και την εξάρτηση των παραγωγών από αυτές. Επίσης, δεν μας λένε ότι το Γ.Τ. καλαμπόκι απελευθερώνει την τοξίνη από Βt συνεχώς στο περιβάλλον, από το φύτρωμά του, ανεξάρτητα αν υπάρχουν προσβολές από την πυραλίδα (βλ. σημ. 9).

[13] Υπό συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος.

[14] Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, λόγω της εντατικής χρήσης ζιζανιοκτόνων, το ζιζάνιο Lolium rigidum (λεπτή ήρα) εμφανίζει ανθεκτικότητα σε όλα τα ζιζανιοκτόνα, ακόμη και στο Round up.

[15] Για καλλιεργούμενα είδη που επικονιάζονται με έντομα (π.χ. μέλισσα), η ακτίνα επιμόλυνσης μπορεί να ξεπεράσει τα 3 χιλιόμετρα, ανάλογα με την ικανότητα πτήσης του εντόμου.

[16] Είναι γνωστό το παράδειγμα του Γ.Τ. σολομού (διπλάσιου σε βάρος από την άγρια φυλή). Πληθυσμοί του Γ.Τ. είδους στον Β. Ατλαντικό, όταν δραπετεύουν από τα ιχθυοτροφεία (σύνηθες φαινόμενο στις ιχθυοκαλλιέργειες), τρέφονται με την άγρια φυλή (το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό), απειλώντας με εξαφάνιση την τελευταία.

[17] Τον έλεγχο στην αγορά της βιοτεχνολογίας που αφορά τη γεωργία έχουν μέχρι σήμερα οι υπερεθνικές Monsanto, DuPont, Sygenta, Bayer, Dow, ενώ υπάρχει έντονη κινητικότητα όσον αφορά συμφωνίες συγχωνεύσεων, συνεργασίες και επενδύσεις από άλλες εταιρείες. Οι ποικιλίες που κατασκευάζουν είναι “κομμένες και ραμμένες” στα μέτρα των φυτοφαρμάκων που οι ίδιες διαθέτουν. Για παράδειγμα, η Γ.Τ. σόγια Round up ready της Monsanto είναι ανθεκτική στο ζιζανιοκτόνο Round up της ίδιας εταιρείας, το οποίο καταστρέφει όλα τα άλλα φυτά (ζιζάνια) εκτός από την Γ.Τ. σόγια.

[18] Μεταξύ άλλων, οι αγρότες δεσμεύονται από τους προμηθευτές τους: να πληρώνουν το κόστος για τη νέα τεχνολογία ανά μονάδα επιφάνειας της καλλιέργειας, να ακολουθούν τις καλλιεργητικές πρακτικές σύμφωνα με τις οδηγίες του προμηθευτή, να μην κρατήσουν σπόρο για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, να μη δώσουν το σπόρο σε τρίτους και να παρέχουν πρόσβαση στην εταιρεία για έλεγχο στο χωράφι τους.

[19] Η αναδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας, αλλού η μείωση του πληθυσμού που ασχολείται με τη γεωργία με ταυτόχρονη προώθηση της επιχειρηματικότητας (όπως στην Ελλάδα), αλλού η εγκατάσταση μονοκαλλιεργειών, ο αυτοματισμός και η προλεταριοποίηση των αγροτών, είναι ζητούμενα για κάθε σύγχρονη αγροτική οικονομία. Και παντού οι μικροί ιδιοκτήτες γης το εμπόδιο.

[20] Ήδη συζητιέται η Γ.Τ. της μπανάνας και του καφέ.

[21] Ο Πρόεδρος Μπους στο συνέδριο για τη βιοτεχνολογία στην Ουάσιγκτον το καλοκαίρι του 2003 δήλωσε ότι «για το συμφέρον μιας ηπείρου που απειλείται από λιμό, ζητώ από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να σταματήσουν να αντιτίθενται στη βιοτεχνολογία… Οφείλουμε να ενθαρρύνουμε την ανάπτυξη μιας ασφαλούς και αποτελεσματικής βιοτεχνολογίας για να νικήσουμε την πείνα στον κόσμο».

[22] Σε χώρες που αρνήθηκαν τρόφιμα με Γ.Τ.Ο. (π.χ. Ζάμπια) επιβλήθηκε ως κύρωση να μην αποσταλεί καμία βοήθεια.

[23] Ενδεικτικά σημειώνουμε τη νόσο των τρελών αγελάδων, τις διοξίνες σε πουλερικά και τα κρούσματα μελιταίου πυρετού. Εκτός από τα Γ.Τ. επισημαίνουμε και άλλες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας, όπως η κλωνοποίηση ζώων (είναι σίγουρο ότι οι πρώτες δυσκολίες και αποτυχίες θα ξεπεραστούν), η “αξιοποίηση” γενετικών ατυχημάτων (φυσικών μεταλλάξεων), όπως κοτόπουλα με ατροφικά κεφάλια, γουρούνια χωρίς πίσω πόδια (περισσότερη παραγωγή σε μπριζόλα και λίπος) και η αναπαραγωγή τους, που στην αντεστραμμένη γλώσσα της παραγωγής λέγεται βελτίωση φυλών.

[24] Είναι άγνωστη η αντίδραση των αντιβιοτικών σε αλληλεπίδραση με Γ.Τ.Ο. Επίσης, αυξάνεται η πιθανότητα εμφάνισης αλλεργιών, καθώς καταναλώνονται τρόφιμα με γονίδια από κάποιο είδος που δεν συμπεριλαμβανόταν πριν στο διαιτολόγιο κάποιων ανθρώπων, π.χ. βραζιλιάνικη καρύδα. Ανάλογα με την καλλιέργεια, μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα τοξικών ουσιών στα τρόφιμα αυτά (λόγω της ανθεκτικότητας των Γ.Τ. καλλιεργειών σε φυτοφάρμακα, γίνονται εντατικότεροι ψεκασμοί).

[25] Βλ. «Μεταλλαγμένα – υπέρ και κατά στο τραπέζι της "Ε"», Ελευθεροτυπία, 21/06/03.

[26] Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η σήμανση των τροφίμων με Γ.Τ. είναι υποχρεωτική, στις Η.Π.Α. υπάρχει σήμανση προαιρετικά σε τρόφιμα που πιστοποιείται ότι δεν περιέχουν Γ.Τ.Ο.

[27] Τα επιχειρήματα που παραθέτει η Greenpeace, πολλές φορές αναπτύσσονται περισσότερο ως διορθωτικές προτάσεις παρά με μια πολιτική κοινωνικά ανταγωνιστική προς τη βιοτεχνολογία (π.χ. καταγγέλλουν ότι οι καλλιέργειες με Γ.Τ.Ο. δεν δίνουν πάντα καλύτερες αποδόσεις από τις συμβατικές, βλ. «Σύγχρονος Αγρότης», εφημερίδα Έθνος, 7/11/03).

[28] Το Utz Kapeh (σημαίνει καλός καφές σε μία διάλεκτο των Μάγια) είναι ένα ειδικό σήμα πιστοποίησης που παίρνουν διάφορες γεωργικές επιχειρήσεις παραγωγής κόκκων καφέ, αφού δεσμευτούν ότι θα λειτουργούν σύστημα παραγωγής που θα διασφαλίζει αξιοπρεπή μισθοδοσία και ιατρική περίθαλψη στους εργάτες καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος. Πηγή: Τα Νέα, 5/07/03.

[29] Πάγιο αίτημα των οικολογικών και καταναλωτικών οργανώσεων είναι η εφαρμογή της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει”, δηλαδή τα “προϊόντα ποιότητας” (βιολογικά, παραδοσιακά) να πωλούνται σε προσιτές τιμές, μέσω ενός μηχανισμού επιδότησής τους με πόρους που θα καλύπτει ο ρυπαίνων (βιομηχανίες λιπασμάτων, φαρμάκων, εντατικές κτηνοτροφικές μονάδες κ.τ.λ.). Η πολιτική αυτή, αν και δοκιμάστηκε σε κάποιες περιπτώσεις σε χώρες της Ε.Ε., στη συνέχεια αποσύρθηκε. Σήμερα, ο καταναλωτής πληρώνει για τα προϊόντα αυτά τρεις φορές: αυξημένη τιμή “ποιοτικών προϊόντων”, φόροι για τις κοινοτικές επιδοτήσεις και φόροι για την αποκατάσταση των περιβαλλοντολογικών καταστροφών.

[30] Μετά τη χρεοκοπία του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, σαν αντίδοτο στα χαμένα όνειρα για την κοινωνική απελευθέρωση, πρώην στελέχη της αριστεράς και νυν στελέχη επιχειρήσεων προσπαθούν να βγουν από τα υπαρξιακά αδιέξοδά τους, καταναλώνοντας το πνεύμα της “νέας εποχής” (extreme sports, αγροτουρισμός, υγιεινές τροφές, εναλλακτικές θεραπείες, ασιατικές θρησκείες κ.ά.).

[31] Από το Ποδήλατο του Λεονάρντο του Paco Ignacio Taibo II, σελ.420, Άγρα 1999.

[32] Από το Περί μορφής του Α. Jorn, σελ. 93, Νησίδες 2002.