ενάντια σε κάθε εξουσία
 

 

μια από τις σύγχρονες επιστημονικές αλητείες στη βιολογία...

Από το βιβλίο Federicco Di Trocchio, «Αλλοπαρμένες Μεγαλοφυΐες», εκδόσεις Τραυλός

 

"Διώχνουμε τον τρελό!"

Ο Χίλμαν δεν μπορεί να θεωρηθεί ημιαρμόδιος αιρετικός, ούτε - πολύ περισσότερο - crank. Είναι μελετητής με περγαμηνές: απόφοιτος της ιατρικής, ειδικεύτηκε στη φυσιολογία, τη νευροφυσική, τη βιοφυσική και τη βιοχημεία· από το 1958 έως το 1962 διετέλεσε ερευνητής στο Τμήμα Βιοχημείας του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου· στη συνέχεια δίδαξε εφαρμοσμένη νευροβιολογία στο Κολέγιο Mπάτερσι, μέχρι που κλήθηκε, το 1968, να αναλάβει την έδρα φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ. Το 1970, διορίστηκε επίσης διευθυντής της Εργαστηριακής Μονάδας Εφαρμοσμένης Νευροβιολογίας. Είναι ακόμη ειδικός σε τεχνικές αναζωογόνησης (ίδρυσε και διηύθυνε από το 1971 έως το 1985 το περιοδικό Resuscitation) και μικροσκοπίας (επιμελήθηκε την αγγλική έκδοση ενός γνωστού εγχειριδίου μικροσκοπίας και έγραψε πολυάριθμα άρθρα για διάφορες πλευρές των τεχνικών της), έφτασε μάλιστα να εκλεγεί αντιπρόεδρος του Queckett Microscopical Club. Το 1991 ο εκδοτικός οίκος Accademic Press του Λονδίνου δημοσίευσε έναν σημαντικό άτλαντα του Χίλμαν για την κυτταρική δομή του νευρικού συστήματος και, παρά τα αναθέματα που εξαπέλυσαν εναντίον του οι συνάδελφοί του, η Schizophrenia Association της Μεγάλης Βρετανίας τον χρησιμοποίησε ως σύμβουλο από το 1990 έως το 1993. Έτσι λοιπόν, η απάντηση στο παράδοξο της σύγχρονης ιατρικής έρχεται από μια προσωπικότητα αναμφισβήτητου κύρους. Ωστόσο, κανείς δεν τον ευχαρίστησε - έστω και για το ότι έθεσε, απλώς, το πρόβλημα. Αντιθέτως, έκαναν τα πάντα για να του κλείσουν το στόμα και να οδηγήσουν σε πρόωρο τέλος την καριέρα του.

Τα φώτα της επικαιρότητας έπεσαν στον Χίλμαν το 1987, όταν οι αγγλικές εφημερίδες, με επικεφαλής τους Times και τον Guardian, ανέφεραν ότι το εργαστήριό του ήταν έτοιμο να κλείσει - και, βέβαια, όχι επειδή ήταν αντιπαραγωγικό ή για εξοικονόμηση χρημάτων, όπως υποστήριζε ο Άντονι Κέλι (Antony Kelly), πρύτανης του Πανεπιστημίου του Σάρεϊ. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1987, η σύγκλητος αυτού του πανεπιστημίου δημοσίευσε μια μελέτη οικονομικής εξυγίανσης, προκειμένου να αντιμετοπίσει ένα προβλεπόμενο έλλειμμα 500.000 στερλινών για το ακαδημαϊκό έτος 1987-88. Μέσα στις πενήντα περίπου σελίδες της, η μελέτη προέβλεπε, εκτός από διάφορες περικοπές των δαπανών, το κλείσιμο ορισμένων τομέων έρευνας στα πεδία της ηλεκτρονικής, της βιοχημείας και της αναλυτικής χημείας. Στο πακέτο περικοπών περιλαμβανόταν και η Εργαστηριακή Μονάδα Εφαρμοσμένης Νευροβιολογίας.

Σε μια από τις συνεδριάσεις της συγκλήτου, ο Χίλμαν πήρε τον λόγο, φυσικά για να αντιταχθεί στην πρόταση που τον αφορούσε: επισήμανε ότι τα τελευταία δύο ακαδημαϊκά έτη το συνολικό κόστος του εργαστηρίου του έφτανε τις 13-14.000 στερλίνες τον χρόνο, ενώ τα τρία τμήματα Βιολογίας της Σχολής Επιστημών είχαν κοστίσει στο πανεπιστήμιο από 21 έως 52.000 στερλίνες - και όχι βέβαια συνολικά, αλλά το καθένα. Ωπωσδήποτε το δικό του εργαστήριο ήταν πιο οικονομικό.

Ο Πιρς Ράιτ (Pearce Wright), επιστημονικός επιμελητής των Times, υπαινίχθηκε ότι το κλείσιμο του εργαστηρίου του Χίλμαν οφειλόταν πιο πολύ στην επιθυμία να τιμωρήσουν και να θέσουν στο περιθώριο τον αιρετικό του διευθυντή, παρά σε οικονομικούς λόγους, ενώ την ίδια υποψία εξέφρασε ανοιχτά η Μέλανι Φίλιπς (Melanie Phillips) του Guardian. Το άρθρο της με τον εύγλωττο τίτλο Pushing the odd man out (Διώχνουμε τον τρελό!) ξεσήκωσε τις διαμαρτυρίες των πρυτάνεων άλλων πανεπιστημίων. Ο καθηγητής Τζον Άσγουορτ (Jοhn Ashwort), αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Σάλφορντ, δήλωσε: «Πρωταρχικό μου καθήκον είναι να προστατεύω τους καθηγητές μου από άτομα σαν κι εμένα. Η δουλειά τους δεν πρέπει να παρεμποδίζεται από οποιαδήποτε απαγόρευση απορρέει από κοινώς αποδεκτές ιδέες. Όλοι έχουν το δικαίωμα να παρεκκλίνουν από την ορθοδοξία». «Ακαδημαϊκή ελευθερία», πρόσθεσε ο σερ Μαρκ
Ρίτσμοντ (Sir Mark Rishmond), αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, «σημαίνει να έχεις το δικαίωμα να ισχυρίζεσαι πράγματα μη δημοφιλή χωρίς να βάλλεσαι γι’ αυτό. Πάνω στο θεμέλιο αυτό στηρίζεται η ηθική του ίδιου του πανεπιστημιακού θεσμού».

Προφανώς, το Πανεπιστήμιο του Σάρεϊ είχε διαφορετική αντίληψη περί πανεπιστημιακής ηθικής και δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα. Μετά την έγκριση της μελέτης από τη σύγκλητο, το εργαστήριο έκλεισε επισήμως και ο Χίλμαν, πέρα από κάθε νόμο και πανεπιστημιακό κανονισμό, συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα. Πρώτη φορά στην ιστορία των αγγλικών πανεπιστημίων, ένας μόνιμος υφηγητής έβγαινε στη σύνταξη πριν την ώρα του. Για καλή του τύχη, ο Χίλμαν κατόρθωσε να εξασφαλίσει - την τελευταία στιγμή - μια μικρή χρηματοδότηση από τη φαρμακευτική εταιρία του Ντέιβιντ Χόρομπιν, γεγονός που του επέτρεψε να διατηρήσει (τουλάχιστον τυπικά) το εργαστήριό του και να συνεχίσει την έρευνα, παρά την απόλυτη έλλειψη στηριγμάτων και κονδυλίων τόσο από το πανεπιστήμιο όσο και από την κυβέρνηση. Σήμερα ζει και εργάζεται μέσα σε ένα καμαράκι δύο επί τέσσερα. Πα νομικούς λόγους δεν πέτυχαν τη φυσική του απομάκρυνση από το πανεπιστήμιο. Μάλιστα, η υποστήριξη του Χόρομπιν ανάγκασε τους διαχειριστές του πανεπιστημίου όχι μόνο να διατηρήσουν ανοιχτό το εργαστήριο, αλλά και να του πληρώνουν, εκτός από τη σύνταξη, μισθό που αντιστοιχεί σε εργασία δύο ημερών την εβδομάδα.

 

Η καριέρα ενός αιρετικού

Η ιστορία της διαμάχης του με το πανεπιστήμιο, είναι μόνο ένα μέρος από τον πολυμέτωπο και οργανωμένο αγώνα του Χίλμαν - τόσο στην Αγγλία όσο και στο εξωτερικό - κατά των βιολόγων συναδέλφων του (ανάμεσά τους περιλαμβάνονται τουλάχιστον τρεις νομπελίστες), οι οποίοι συνδέονται με τις σήμερα γενικά αποδεκτές ιδέες για τη δομή του κυττάρου και για τη σημασία των αποτελεσμάτων που φέρνουν οι σύγχρονες μέθοδοι έρευνας, με προεξάρχουσα τη μέθοδο της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας. Αλλά πώς γεννήθηκε η αίρεση του Χίλμαν, και ποιος βαθμός ευλογοφάνειας μπορεί να της αποδοθεί;

Σε ένα βιβλίο που τύπωσε με δικά του έξοδα, θέλοντας να προειδοποιήσει τους νέους για το πόσο επικίνδυνο είναι να αποδέχονται παθητικά και αβασάνιστα τις σύγχρονες ιδέες, ο Χίλμαν αφηγείται πως όλα άρχισαν εξαιτίας μιας επιγραφής που φιγουράριζε σε ένα μαύρο μπουκάλι στο εργαστήριό του. Το μπουκάλι περιείχε κρυστάλλους ATP (τριφωσφορική αδενοσίνη) και η ετικέτα συμβούλευε «να διατηρείται σε δροσερό και σκοτεινό μέρος». Το ΑΤΡ, μόριο-κλειδί του ανθρώπινου και ζωικού μεταβολισμού, συμμετέχει σε όλες τις διαδικασίες αποθήκευσης και παραγωγής ενέργειας και, προπαντός, στη μυϊκή σύσπαση. «Γιατί πρέπει να διατηρείται στο σκοτάδι;» αναρωτήθηκε ο Χίλμαν. Ουσιαστικά, για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, κατέστρεψε την καριέρα του. Πρώτα πρώτα - όπως είναι φυσικό - έγραψε στη Sigma Corporation, την αμερικανική εταιρία παραγωγής του προϊόντος, όμως η απάντηση που πήρε δεν ήταν και τόσο επιστημονική. Εξήγησαν ότι παλιά, όταν τα μπουκάλια ήταν διαφανή, πολλοί Ευρωπαίοι πελάτες διαμαρτύρονταν ότι το ATP που τους είχαν στείλει δεν ήταν διαυγές, και είχαν αντιληφθεί πως αυτό οφειλόταν στο φως που απορροφούσε η ουσία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Όμως, αυτό που συνέβαινε στην ουσία ήταν ότι ένα μέρος του ATP μετατρεπόταν σε ΑΜΡ (αδενοσινομονοφωσφορικό οξύ). Αυτό ήταν όλο. έτσι, είχαν υιοθετήσει σκούρα μπουκάλια και έδιναν τη συμβουλή να διατηρείται η ουσία στο σκοτάδι.

Για τον Χίλμαν, το πράγμα δεν ήταν τόσο απλό. Αν είχαν δίκιο οι τεχνικοί της Sigma, θα σήμαινε ότι το ATP είναι ευαίσθητο στο φως· όμως, κανείς ως τότε δεν είχε αναφέρει μια παρόμοια διαπίστωση. «Είναι άραγε αλήθεια ή ψέματα;» αναρωτήθηκε ο Χίλμαν. Για να το εξακριβώσει, δεν είχε παρά να στρωθεί στη δουλειά. Σε λίγο καιρό ολοκλήρωσε 290 πειράματα, με τα οποία απέδειξε πως όχι μόνο τα διαλύματα του ATP ήταν ευαίσθητα στο φως, αλλά και ότι τα ίδια ακέραια κύτταρα αύξαναν την παραγωγή του ATP αν τα εξέθετες στο φως, ανεξαρτήτως του ιστού στον οποίο ανήκαν. Μελετώντας το γεγονός, ο Χίλμαν οδηγήθηκε σχεδόν αυτομάτως στη σκέψη ότι τα αποτελέσματα των πειραματικών ερευνών που διεξάγονται σε όλα τα εργαστήρια του κόσμου είναι νοθευμένα - τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ATP - αφού εκτελούνται σε φωτισμένους χώρους, και κανείς δεν αναρωτήθηκε αν αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την έκβαση
των ίδιων των πειραμάτων ή τις μετρήσεις των βιολογικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια των ερευνών. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, ο Χίλμαν είχε κιόλας μπει στο μονοπάτι της αίρεσης.

Την εποχή εκείνη ο Χίλμαν έκανε τα πειράματα μαζί με δύο συνεργάτες που δούλευαν, μες στο σκοτάδι, σε ένα τραπέζι μακριά από το δικό του. Μια μέρα που εργάζονταν σε διάφορα παρασκευάσματα νευρικών κυττάρων, ένας από τους δύο είπε χαμηλόφωνα στον άλλον ένα ανέκδοτο και στο τέλος ξέσπασαν κι οι δυο σε βροντερά γέλια. Όταν ήρθε η ώρα να συγκρίνουν τις γραφικές παραστάσεις που αφορούσαν την παραγωγή ATP των τριών παρασκευασμάτων, φάνηκε πως εκείνες των δύο συνεργατών διέφεραν από του Χίλμαν και παρουσίαζαν μια κορύφωση που αντιστοιχούσε στη στιγμή κατά την οποία οι δυο τους είχαν ξεσπάσει σε γέλια. τι μπορούσε να συμβαίνει; Μήπως η παραγωγή ATP από τα κύτταρα δεν επηρεαζόταν μόνο από το φως αλλά και από τον θόρυβο; Την άλλη μέρα ο Χίλμαν έβαλε το δικό του παρασκεύασμα κυττάρων «ν' ακούσει» μια κασέτα που περιείχε ηχογραφημένη συναυλία με γκάιντες, οπότε διαπίστωσε οριστικά πως και ο ήχος αύξανε την παραγωγή του ΑΤΡ.

Στο σημείο αυτό, ήταν φυσικό να αναρωτηθεί μήπως το θορυβώδες περιβάλλον των εργαστηρίων - όπου συχνά χρησιμοποιούνται μηχανές φυγοκέντρισης ή άλλες συσκευές - μπορούσε να επηρεάσει τα πειράματα. Αυτό ίσχυε κυρίως για τα κύτταρα που υποβάλλονται σε φυγοκέντριση, τα οποία υφίστανται πολύ διαφορετικές πιέσεις. Πράγματι, πριν φυγοκεντρηθούν, τα κύτταρα κατά κανόνα ομογενοποιούνται. Αυτή η διαδικασία παράγει θερμότητα, και η αύξηση της θερμοκρασίας επηρεάζει, με τη σειρά της, την παραγωγή του ΑΤΡ. Τελικά, όπως ήταν αναμενόμενο, αποδείχθηκε πως και τα ηλεκτρικά ρεύματα μεταβάλλουν τη βιοχημεία του κυττάρου.

Στην πράξη, ο Χίλμαν είχε ανακαλύψει ότι το εργαστηριακό περιβάλλον χρησιμοποιεί πηγές ενέργειας και όργανα που επηρεάζουν την πορεία των πειραμάτων και τα οποία, συνήθως, δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη. Δίχως άλλο, αυτές οι παράμετροι έπρεπε να εξεταστούν και να μετρηθούν, ώστε να μπορέσει κανείς να τις αφαιρέσει από τα τελικά αποτελέσματα, προκειμένου να έχει μια αξιόπιστη και ακριβή εικόνα των υπό μελέτη βιολογικών φαινομένων. Μόλο που η ιδέα καθαυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί αιρετική, δύσκολα θα γινόταν αποδεκτή. Αν ο Χίλμαν είχε δίκιο, τότε έπρεπε να παραδεχτούν πως οι τεχνικές που τότε (ακόμα και σήμερα) χρησιμοποιούνταν σε όλα τα εργαστήρια του κόσμου επιφέρουν σοβαρές αλλοιώσεις στις υπό μελέτη βιοχημικές παραμέτρους και ότι, συνεπώς, όλες οι γνώσεις γύρω από την κυτταρική βιοχημεία πρέπει να αναθεωρηθούν και να διορθωθούν, αφού ληφθούν πρώτα υπόψη οι παράγοντες διαταραχής.

Ο Χίλμαν προσπάθησε να εκθέσει την άποψη αυτή σε ένα άρθρο που έστειλε στο Journal of Molecular Biology, όμως εισέπραξε μια εντελώς αναιτιολόγητη άρνηση. Απεναντίας, ο διευθυντής του Biochemical Journal υπήρξε πιο έντιμος αφoύ στην απορριπτική του επιστολή εξήγησε στον Χίλμαν ότι, «να υποθέσει κανείς ότι οι φυσικοί παράγοντες μπορούν να έχουν βιοχημικά αποτελέσματα, είναι επαναστατικό». Το άρθρο δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας και κανείς από τους πολλούς αρμόδιους μελετητές στους οποίους διαμαρτυρήθηκε ο Χίλμαν δεν στενοχωρήθηκε για το γεγονός.

Όλοι ήλπιζαν πως ο Χίλμαν θα σταματούσε, θα άλλαζε πεδίο έρευνας και θα έπαυε να ελέγχει πειραματικά την αξιοπιστία των μεθόδων της κυτταρικής βιολογίας. Ο νομπελίστας σερ Χανς Κρεμπς τού έδωσε να το καταλάβει με αρκετή σαφήνεια: αν και δεν ήταν σε θέση να επικρίνει τα πορίσματά του, του επανέλαβε πολλές φορές ότι, παρότι πτυχιούχος της βιοχημείας, παρέμενε πάντα ένας φυσιολόγος και ήταν καλύτερα να ασχοληθεί με τη φυσιολογία.

Ο Χίλμαν, αντιθέτως, όχι μόνο συνέχισε αλλά και έθεσε πιο μακροπρόθεσμους στόχους. Ξεκινώντας από τα τέλη της δεκαετίας του '70, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά των σύγχρονων τεχνικών ιστοχημείας, υποκυτταρικής κατάτμησης και ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, για να εξακριβώσει αν και αυτές επηρεάζονταν από στοιχεία διατάραξης και διαστρέβλωσης στη "φυσική" δομή και τη βιοχημεία του βιολογικού υλικού.

 

Η ιστορία του μικροσκοπίου μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγματικότητας

Η σύγχρονη βιολογία αναπτύχθηκε κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα; όταν στη μελέτη των έμψυχων όντων άρχισε να εφαρμόζεται η πειραματική μέθοδος του Γαλιλαίου. Για τη γέννηση όμως της βιολογίας, χρειάστηκε να ξεπεραστούν δυσκολίες μεγαλύτερες από αυτές που αντιμετώπισε η φυσική. Για να γίνει κατανοητό σύμφωνα με ποιους νόμους πέφτει στη γη ένα σώμα και να θεμελιωθούν η μηχανική και η δυναμική, έφτανε να γίνουν παρατηρήσεις και πειράματα σε αντικείμενα του περιβάλλοντος - όπου ήταν εύκολη η άμεση πρόσβαση - ενώ για να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο παράγει το ήπαρ γλυκογόνο ή πώς συντελείται η πέψη, πρέπει κάποιος να γνωρίζει όχι μόνο την ανατομία του ήπατος και του στομάχου, αλλά και την κυτταρική δομή και τη βιοχημική ιδιαιτερότητα αυτών των οργάνων. Την εποχή εκείνη, κανείς δεν ήξερε πώς και από τι είναι φτιαγμένος ένας μυς και τι τον διαφοροποιεί από τα μαλλιά ή από το ήπαρ. Για να το εξιχνιάσουν, έπρεπε να ξεχωρίσουν τα διάφορα συστατικά ενός ιστού και να τα μεγεθύνουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Το μικροσκόπιο και οι χρωστικές μέθοδοι έδωσαν αυτή τη δυνατότητα, έτσι ώστε ο επιστήμονας διείσδυσε στον έως τότε ανεξερεύνητο κόσμο της εσώτερης και μικροσκοπικής σύνθεσης των έμβιων όντων. Με άλλα λόγια, η βιολογία δεν θα μπορούσε να γεννηθεί χωρίς την ανάπτυξη της μικροσκοπίας.

Ωστόσο, η πορεία του μικροσκοπίου και των τεχνικών που συνδέονται με αυτό δεν υπήρξε θριαμβευτική· ίσα ίσα, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι επί δύο ολόκληρους αιώνες το μικροσκόπιο πρόσφερε μάλλον ψευδαισθήσεις παρά πραγματικές εικόνες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η πιο χρήσιμη μορφή του οργάνου παρέμενε το απλό μικροσκόπιο, δηλαδή ένας μεμονωμένος φακός (κατά κανόνα σφαιρικός) προσαρμοσμένος πάνω σε σκελετό. Αυτός ήταν ο τύπος μικροσκοπίου που χρησιμοποίησε ο Μαρτσέλο Μαλπίγκι (Marcellο Malpighi) για να ερευνήσει τον πνευμονικό ιστό, ο Ρόμπερτ Χουκ (Rοbert Hοοke) για να εντοπίσει την κυτταρική δομή του φελλού, και ο Άντον φον Λέεβενχουκ (Αntοn vοn Leeuwenhoek) για να μελετήσει πολυάριθμα έντομα και βακτηρίδια, εκτός από τα σπερματοζωάρια και
τα ερυθρά αιμοσφαίρια των ψαριών. Αυτό το όργανο διέθετε πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο και περιορισμένη διακριτική ικανότητα, που δεν επέτρεπε να φτάσουν οι παρατηρήσεις σε επίπεδο κυττάρου. Στην ουσία, το απλό μικροσκόπιο δεν ήταν παρά ένας μεγεθυντικός φακός, και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονταν με αυτό ήταν μεν αξιόπιστα αλλά όχι ιδιαιτέρως σημαντικά, αφού η εφικτή μεγέθυνση και η διακριτική ικανότητα ήταν πολύ περιορισμένες.

Καλύτερες μεγεθύνσεις επιτεύχθηκαν με το σύνθετο μικροσκόπιο, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1624. Τα πρώτα όργανα αυτού του τύπου αποτελούνταν από δύο μόνο φακούς και ήταν στην ουσία τηλεσκόπια, τα ίδια που χρησιμοποιούσαν οι αστρονόμοι για να περιεργαστούν τη Σελήνη και τους αστέρες, στα οποία η δυνατότητα παρατήρησης και μεγέθυνσης πολύ κοντινών αντικειμένων εξασφαλιζόταν αν μετακινούσε κανείς αναλόγως τον προσοφθάλμιο φακό σε σχέση με τον αντικειμενικό. Ο Γαλιλαίος ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε το σύνθετο μικροσκόπιο (που το αποκαλούσε "γυαλάκι"), αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ο εφευρέτης του. Συχνά, μας διαφεύγει ότι μέχρι το 1840, το σύνθετο μικροσκόπιο ήταν ένα όργανο όχι μόνο ελάχιστα χρήσιμο, αλλά και απατηλό - στις περισσότερες περιπτώσεις τα μικροσκόπια ήταν χειροποίητα, πολλές φορές συναρμολογημένα από τον ίδιο τον επιστήμονα, συστήματα από όχι απόλυτα ευθυγραμμισμένους φακούς με τρόπο όχι τελείως ακριβή, και τα οποία παρουσίαζαν ατέλειες κυρίως λόγω της κακής επεξεργασίας των ίδιων των φακών ή της ανομοιογένειας του χρησιμοποιούμενου υλικού.

Ωστόσο, τα μεγαλύτερα προβλήματα δημιουργούσε μια σειρά από παραμορφώσεις των ειδώλων, οι οποίες δεν οφείλονταν σε ελαττώματα κατασκευής, αλλά σε ενδογενή προβλήματα, φυσικά και γεωμετρικά, του οπτικού συστήματος - εννοούμε, συγκεκριμένα, τη χρωματική εκτροπή και τη σφαιρική εκτροπή. Η χρωματική εκτροπή συνίσταται στο ότι τα σύνθετα μικροσκόπια χρησιμοποιούν το κοινό φως, που είναι πολυχρωματικό, αποτελείται δηλαδή από διάφορα χρώματα που αντιστοιχούν σε διάφορα μήκη κύματος. Όμως, ο δείκτης διάθλασης των φακών - και, συνεπώς, η εστιακή απόσταση του χρησιμοποιούμενου οπτικού συστήματος - μεταβάλλεται με τη συχνότητα, κι αυτό εντέλει παράγει τόσα είδωλα του παρατηρούμενου αντικειμένου, όσα είναι και τα χρώματα που συνθέτουν το φως.
Όσο για τη σφαιρική εκτροπή, είναι ένα σφάλμα γεωμετρικού τύπου που εξαρτάται από τη μορφή την οποία έχουν οι επιφάνειες διάθλασης ή ανάκλασης και από τη θέση όπου βρίσκονται τα αντικείμενα σε σχέση με αυτές. Στην ουσία, αν το γωνιακό άνοιγμα του φακού σε σχέση με τον άξονα του συστήματος δεν είναι αρκούντως μικρό, οι ακτίνες δεν συγκλίνουν πια σε ένα και μοναδικό σημείο, με αποτέλεσμα να παράγουν ένα συγκεχυμένο είδωλο.

Μέχρι να διορθωθούν όλα αυτά τα σφάλματα, οι βιολόγοι που χρησιμοποίησαν το σύνθετο μικροσκόπιο για να μελετήσουν την κυτταρική δομή των διαφόρων ιστών δεν πέτυχαν κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα και περιέγραψαν αντικείμενα τελείως απατηλά, γεγονός που οφειλόταν στον διαφορετικό συνδυασμό των ελαττωμάτων του μικροσκοπίου. Έτσι, λόγου χάρη, ο Ιταλός επιστήμονας Φελίτσε Φοντάνα (Felice Fοntana) υποστήριξε πως οι ιστοί αποτελούνται από ένα πυκνό πλέγμα στρεβλών σωληνίσκων, στους οποίους έσπευσε να αποδώσει σημαντικές βιολογικές λειτουργίες, και με τις αλλοιώσεις των οποίων συνέδεσε την εμφάνιση παθολογικών ενοχλήσεων και ασθενειών. Όμως, αυτοί οι σωληνίσκοι δεν υπήρχαν, ήταν απλώς μία οφθαλμαπάτη - κάτι που ανακάλυψε ένας νεαρός Άγγλος γιατρός, ο Αλεξάντερ Μόνρο ο νεότερος (Alexander Monro jr.), που αρχικώς είχε πέσει θύμα της ίδιας απάτης. Παρά τις προειδοποιήσεις του [και τις κατοπινές του Ιταλού μελετητή Πάολο Σάβι (Paοlο Savi)], άλλοι επιστήμονες, όπως ο Βιενέζος ανατόμος Γιόζεφ Μπέρες (Jοseρh Βerres) και ο Ιταλός Πάολο Μασκάνι (Paοlο Mascagni), συνέχισαν να παρατηρούν, να περιγράφουν και να
θεωρούν θεμελιώδη δομή των ζωντανών ιστών αυτό το απατηλό πλέγμα των σωληνίσκων. Σήμερα ξέρουμε πως οι ιστοί δεν αποτελούνται ούτε από σωληνίσκους ούτε από σφαιρίδια και, εκ των υστέρων, πρέπει να δικαιώσουμε τον Ξαβιέ Μπισά (Χavier Bichat), τον ιδρυτή της ιστολογίας, ο οποίος το 1801 είχε πει ότι το μικροσκόπιο είναι «ένα όργανο από το οποίο η φυσιολογία και η ανατομία δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκομίσουν μεγάλη ωφέλεια, για τον απλούστατο λόγο ότι, όταν κοιτάζουμε μέσα στο
σκοτάδι, ο καθένας μας βλέπει αυτό που πιστεύει και αυτό που θέλει».

Το μικροσκόπιο άρχισε να γίνεται πραγματικά χρήσιμο και αξιόπιστο μόνο από το 1849 και άγγιξε τον μέγιστο βαθμό αξιοπιστίας γύρω στο 1880, μετά τις επιμελείς έρευνες οπτικής του Ερνστ Άμπε (Ernst Abbe), τις οποίες αξιοποίησε η εταιρία επιστημονικών οργάνων που δημιούργησε ο Καρλ Τσάις (Carl Zeiss). Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα μικροσκόπια είχαν προσεγγίσει μια αξιόλογη μεγεθυντική ικανότητα (περίπου 2.000 διαμέτρους) και μια υψηλή ανάλυση (περίπου 0,002 mm) που, σε συνδυασμό με την κατάλληλη παρασκευή των υλικών, επέτρεψαν τη θεαματική ανάπτυξη της βακτηριολογίας και τη μελέτη της υποκυτταρικής δομής. Πρώτη φορά οι βιολόγοι διείσδυσαν πραγματικά στο εσωτερικό του κυττάρου και ανακάλυψαν την ύπαρξη βακτηρίων και παθογόνων ιών· έτσι πραγματοποιήθηκε η πρώτη αληθινά μεγάλη επανάσταση στην ιατρική.

Όμως, στη διαδικασία τελειοποίησης του οργάνου, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σημαντικά την τεχνική παρατήρησης. Οι πρώτοι χρήστες παρατηρούσαν απευθείας έντομα, βακτηρίδια, υγρά ή τμήματα ζωικού ιστού με μια τεχνική που δεν επέφερε καμιά ουσιαστική τροποποίηση στο παρατηρούμενο αντικείμενο. Ο Λέεβενχουκ, για παράδειγμα, κατόρθωσε να αφαιρέσει τον εγκέφαλο από το κεφάλι μιας μύγας, να τον τοποθετήσει πάνω σε μια καρφίτσα και να τον τοποθετήσει κάτω από το απλό του μικροσκόπιο. Όσο αυξάνονταν η μεγεθυντική και η διακριτική ικανότητα, γινόταν όλο και πιο έντονη η ανάγκη να παρασκευαστεί με κατάλληλο τρόπο το βιολογικό υλικό για την παρατήρηση. Μέχρις ενός σημείου χρησιμοποιούσαν την τεχνική "a fresco" - βύθιζαν δηλαδή μικρό μέρος του ιστού σε ένα υγρό κατάλληλο να τον διατηρήσει ζωντανό, και ύστερα τον τοποθετούσαν στον αντικειμενοφόρο, ένα μικρό γυάλινο πλακίδιο που το σκέπαζε η καλυπτρίδα, ένα ακόμα μικρότερο γυάλινο πλακίδιο, πάχους λίγων δεκάτων του χιλιοστού.

Όσο όμως αυξάνονταν οι μεγεθύνσεις, αυτός ο τύπος παρατήρησης άγγιζε τα όριά του, από τη στιγμή που οι δείκτες διάθλασης των διαφορετικών μοριακών δομών ελάχιστα διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι που φαινόταν δύσκολο να εντοπιστούν το περίγραμμα και η θέση τους, ενώ οι υπομοριακές δομές είναι συχνά σε κίνηση. Κρίθηκε λοιπόν απαραίτητο να επεξεργαστούν μια διαφορετική τεχνική: προκειμένου να επιτύχουν μόνιμα παρασκευάσματα και να αναδείξουν καθαρά τα διάφορα συστατικά των κυττάρων, έπρεπε πρώτα απ' όλα να επιτύχουν σταθεροποίηση του αντικειμένου βυθίζοντάς το σε μίγματα υγρών (οινόπνευμα, φορμαλίνη, διαλύματα αλάτων βαρέων
μετάλλων, οξέα, βάσεις) κατάλληλα να το "σκοτώσουν" χωρίς όμως να αλλοιώσουν τόσο την εξωτερική μορφή όσο και τη δομή του. Ύστερα, το παρατηρούμενο αντικείμενο έπρεπε να τεμαχιστεί σε πολύ ψιλά φετάκια, κάτι που μπορούσε να γίνει αν το εγκλώβιζαν σε μικρό όγκο παραφίνης, για να το κόψουν μετά με ένα ειδικό μαχαίρι, τον μικροτόμο. Άλλη σημαντική διαδικασία είναι η χρώση, που επιτρέπει να τονιστούν με διάφορα χρώματα οι ποικίλες κυτταρικές δομές, ώστε να αναδειχτούν με μεγαλύτερη ενάργεια. Πάρα πολλές χρωστικές ουσίες δοκιμάστηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα -μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες είναι η αιματοξυλίνη, που χρωματίζει μπλε τους πυρήνες των κυττάρων, ενώ με την ηωσίνη το κυτταρόπλασμα προσλαμβάνει κόκκινο χρώμα.

Χαρακτηριστικό στοιχείο των μεθόδων αυτών είναι ότι, αν και σκοτώνουν το κύτταρο και αλληλεπιδρούν με αυτό σε φυσικό και χημικό επίπεδο, δεν επηρεάζουν (τουλάχιστον έτσι νομίζουμε) ούτε τις δομές ούτε την ουσιαστική του σύσταση. Όμως, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι επιστημονικές βάσεις αυτών των διαδικασιών δεν διευκρινίστηκαν ποτέ εντελώς, άρα δεν είμαστε σε θέση να καθορίσουμε επακριβώς ποιες και πόσες τροποποιήσεις εισάγονται τεχνητά στους βιολογικούς ιστούς. Ένα από τα εγκυρότερα και πιο διαδεδομένα σήμερα εγχειρίδια ιστολογίας προειδοποιεί ότι, «ο μηχανισμός μέσω του οποίου συνδέονται οι χρωστικές ουσίες με τα συστατικά των ιστών παραμένει σε γενικές γραμμές άγνωστος». Αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε ποια μορφή αλληλεπίδρασης εδραιώνεται ανάμεσα στη χρωστική ουσία και το βιολογικό υλικό που υποβάλλεται σε. χρώση, ούτε για ποιο λόγο και με ποιον μηχανισμό οι χρωστικές
ουσίες "δένονται" με διαφορετικό τρόπο με τα ποικίλα συστατικά των ιστών.

Καινούριες περιπλοκές παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά κατά τη δεκαετία του '40, όταν διαδόθηκε η χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου, που το πρώτο δείγμα του κατασκευάστηκε το 1932. Το οπτικό μικροσκόπιο έχει το μειονέκτημα ότι δεν επιτρέπει να δούμε τίποτα μικρότερο από τα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Χρησιμοποιώντας ακτινοβολίες με μικρότερο μήκος κύματος (λόγου χάρη, τις υπεριώδεις) και ειδικούς, διαφανείς σε αυτές, φακούς, μπορούμε να δούμε αντικείμενα ακόμα πιο μικρά. Όμως, η μεγάλη επανάσταση ήρθε με την εισαγωγή της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, που βασίζεται στη δυνατότητα να εστιάσουμε και να κατευθύνουμε, με μαγνητικά πεδία, πολύ διεισδυτικές δέσμες ηλεκτρονίων σε αντικείμενα που μπορούν να είναι και εκατό φορές μικρότερα από εκείνα που ερευνά η οπτική μικροσκοπία. Ουσιαστικά, οι σημερινές γνώσεις για τη δομή και τη σύσταση του κυττάρου βασίζονται στα δεδομένα που προσφέρει η ηλεκτρονική μικροσκοπία.

Ωστόσο, οι τεχνικές παρασκευής του βιολογικού υλικού που πρόκειται να υποβληθεί σε ηλεκτρονική μικροσκόπηση είναι πολύ πιο σύνθετες από τις προηγούμενες, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το υλικό πρέπει να είναι τελείως αφυδατωμένο και διατηρημένο σε κενό αέρος. Επιπλέον, οι διατομές πρέπει να είναι τόσο λεπτές, ώστε η προετοιμασία του υλικού απαιτεί βαθιά επαγγελματική γνώση. Η τομή διανοίγεται με τον υπερμικροτόμο, που επιτρέπει τη διάνοιξη πολύ λεπτών διατομών, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, αν θέλουμε να είμαστε σίγουροι πως οι διατομές αυτές είναι απαλλαγμένες σφαλμάτων λόγω συμπίεσης ή άλλων διαστρεβλώσεων. Κατά συνέπεια, το παλαιό και δυσεπίλυτο πρόβλημα, δηλαδή να διατηρηθεί ο ιστός σε κατάσταση παρόμοια με αυτή που είχε εν ζωή, παραμένει εκπληκτικά περίπλοκο. Τα περισσότερα σταθεροποιητικά υλικά που κρίνονται ικανοποιητικά στην οπτική μικροσκοπία, παράγουν μια καθίζηση των πρωτεϊνών - πολύ χονδροειδή σε σχέση με την ισχύ ανάλυσης του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου - αλλά δεν στάθηκε δυνατόν να τελειοποιηθούν νέα και πιο αποτελεσματικά σταθεροποιητικά υλικά, αφού το πιο χρησιμοποιημένο είναι ένα ρυθμιστικό διάλυμα τετροξειδίου του οσμίου, που χρησιμοποιείτο ήδη στην οπτική μικροσκοπία. Η αφυδάτωση επιτυγχάνεται με -προοδευτικώς αυξανόμενης συγκέντρωσης - διαλύματα αιθανόλης ή ακετόνης, και στη συνέχεια τα παρασκευάσματα περικλείονται σε ακρυλικά πλαστικά ή εποξειδικές ρητίνες.

Σε αδρές γραμμές, απ' αυτή τη μάλλον σύνθετη σειρά χειρισμών, αναδύεται η εξής εικόνα του κυττάρου: θεωρούν ότι το κύτταρο αποτελείται από ένα σφαιρικό σώμα μεταβλητών διαστάσεων, το οποίο εμπεριέχει μια ημίρρευστη ουσία που ονομάζεται πρωτόπλασμα. Θα μπορούσαμε να την αντιληφθούμε σαν ένα μπαλονάκι γεμάτο νερό -με τη διαφορά ότι το κύτταρο περιέχει άλλη μια δομή, πιο σφαιρική, τον πυρήνα, που είναι κι αυτός γεμάτος υγρό. Η πλασματική μεμβράνη, το τοίχωμα αυτού του "μικρού μπαλονιού", παραείναι μικρή για να την δει κανείς στο οπτικό μικροσκόπιο και, αν παρατηρηθεί με το ηλεκτρονικό, φαίνεται σαν ένα στρώμα πάχους 7,5 nm, όπου διακρίνονται τρία επάλληλα φυλλαράκια τα οποία σχηματίζουν κάτι σαν μικροσκοπικό σάντουιτς -δύο εξωτερικά φυλλαράκια (που φαίνονται θαμπά στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο) και ένα εσωτερικό, πιο διαφανές στρώμα, πάχους 3,5 nm. Σύμφωνα με τη
θεωρία που πρότειναν ο Χ. Ντάβσον (Η. Davsοη). και ο Τζ. Φ. Ντανιέλι (J. R Danielli) το 1936, θεωρείται πως αυτό το μικροσκοπικό σάντουιτς απαρτίζεται από δύο στρώματα πρωτεϊνών με ένα ενδιάμεσο διμοριακό στρώμα φωσφολιπιδίων. Εφόσον αυτή η δομή όχι μόνον είναι τυπική σε όλα τα κύτταρα, αλλά βρίσκεται και στα τοιχώματα των συστατικών του ίδιου του κυττάρου, θεωρείται χαρακτηριστικό γνώρισμα των τοιχωμάτων των βιολογικών αντικειμένων και, για να υπογραμμίσει την παγκοσμιότητά της, ο Τζ. Ντ. Ρόμπερτσον (J. D. Rοbertsοη) της απέδωσε τον ευρέως χρησιμοποιούμενο σήμερα όρο "ενιαία μεμβράνη". Ωστόσο, η μεμβράνη του πυρήνα έχει πιο σύνθετη δομή: απ' ό,τι προκύπτει, δεν αποτελείται μόνο από δύο παράλληλες μεμβράνες, αλλά σε πολλά σημεία παρουσιάζει μικρά κυκλικά ανοίγματα, που ονομάστηκαν "πυρηνικοί πόροι". μέσω των πόρων αυτών ίσως γίνονται ανταλλαγές ουσιών μεταξύ πυρηνοπλάσματος και κυτταροπλάσματος.

Με την οπτική μικροσκοπία δεν μπορούσαμε να δούμε αν υπήρχαν ιδιαίτερες δομές στο εσωτερικό του κυτταροπλάσματος. Το τοπίο άλλαξε άρδην με την εμφάνιση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου. Φάνηκε τότε ότι στο κυτταρόπλασμα πλέουν διάφορα αντικείμενα που φέρουν τη γενική ονομασία "κυτταροπλασματικά οργανίδια", από τα οποία εμφανέστερο είναι το λεγόμενο "ενδοπλασματικό δίκτυο". Η παρατήρηση σταθεροποιημένων κυττάρων στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, φανερώνει στο εσωτερικό του κυτταροπλάσματος ένα σύνολο κοιλοτήτων που δίνει σε αυτή την πλευρά του κυττάρου μια σπογκώδη όψη. Οι κοιλότητες επικοινωνούν μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα πλάσμα μικρών αγωγών, το οποίο ο Κ. P. Πόρτερ (Κ. R. Pοrter) ονόμασε ενδοπλασματικό δίκτυο. Γύρω και πάνω στα τοιχώματα αυτού του δικτύου αγωγών (καθώς και στο κυτταρόπλασμα) παρατηρούνται μικρά σφαιρικά μόρια, που τα περιέγραψε για πρώτη φορά ο Τζ. Παλέιντ (G. Palade) το 1953, τα ονόμασε ριβοσώματα και σήμερα θεωρούνται υπεύθυνα για τη σύνθεση νέων πρωτεϊνών. Τα ριβοσώματα, είτε ελεύθερα είτε δεσμευμένα, συνδέονται πολύ συχνά σε ομάδες συγκροτώντας σύνολα στα οποία δόθηκε το όνομα πολυσώματα ή πολυριβοσώματα.

Μια άλλη σημαντική δομή που εντοπίστηκε στο κυτταρόπλασμα, είναι το όργανο Gοlgi. Αυτό το κυτταρικό οργανίδιο οφείλει το όνομά του στον Ιταλό κυτταρολόγο Καμίλο Γκόλτζι (Camillο Gοlgi), που το 1906 πήρε το βραβείο Νόμπελ ιατρικής. Ο Γκόλτζι ανακάλυψε στα νευρικά κύτταρα κάποιες ζώνες που μετέτρεπαν τον νιτρικό άργυρο σε μεταλλικά ιζήματα. Χρησιμοποιώντας μια χρωστική τεχνική δικής του επινόησης ("τεχνική του εμποτισμού"), εντόπισε στο κυτταρόπλασμα ένα δίχτυ που το ονόμασε "εσωτερική δικτυακή συσκευή", και το οποίο βαφτίστηκε ξανά αργότερα, παίρνοντας το δικό του όνομα (Gοlgi). Πρέπει να σημειωθεί πως η δικτυακή μορφή είναι μόνο
μία απ' όσες μπορούν να αποκαλυφθούν με την τεχνική του εμποτισμού. Σε ορισμένα κύτταρα, λόγου χάρη, το όργανο Gοlgi προσλαμβάνει τη μορφή μικρών, απομονωμένων φολίδων. Εφόσον η παρατήρηση του οργάνου αυτού μπορούσε να γίνει μόνο σε σταθεροποιημένα κύτταρα, η ύπαρξή του αμφισβητήθηκε, μέχρις ότου η μελέτη των υπερδομών -που έγινε εφικτή με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο- απέδειξε ότι πρόκειται για ένα οργανίδιο με δική του ατομικότητα, τόσο μορφολογική όσο και φυσιολογική. Ο σπουδαίος κυτταρολόγος της Οξφόρδης, Τζον Ρ. Μπέικερ (Jοhn R. Βaker), που έχει συγγράψει μια θεμελιώδη ιστορία της κυτταρικής θεωρίας, υποστήριξε το 1942 ότι επρόκειτο για ένα εικονικό αποτέλεσμα, οφειλόμενο στο υλικό που χρησημοποίησε ο Γκόλτζι για τον εμποτισμό: πραγματικά, ένας πολύ μεγεθυμένος κόκκος αργύρου παρουσίαζε παράξενη ομοιότητα με το όργανο Gοlgi. Όμως, όταν το όργανο έγινε ορατό στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, ο Μπέικερ αναθεώρησε τη θέση του και το 1955 δήλωσε δημοσίως ότι είχε σφάλει και πως το όργανο υπήρχε πραγματικά.

Στο εσωτερικό του κυττάρου εντοπίστηκαν δύο ακόμα σημαντικές δομές, τα μιτοχόνδρια και τα λυσοσώματα. Τα μιτοχόνδρια παρουσιάζονται είτε σαν μπαστουνάκια με στρογγυλεμένες άκρες (κάτι σαν μικροσκοπικά λουκάνικα) είτε με σφαιρική μορφή. Αν και έχουν μικρές διαστάσεις, είναι τόσα πολλά, ώστε αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος της κυτταρικής ουσίας. Ανακαλύφθηκαν το 1890 από τον Γερμανό ανατόμο Ρίχαρντ Άλτμαν (Richard Altmann), που τα περιέγραψε ως μικρά κοκκία ή νημάτια, και τα ερμήνευσε ως στοιχειώδεις οργανισμούς που ανευρίσκονται, υπό μορφή αποικιών, σε όλα τα κύτταρα. Η ύπαρξή τους και η παρουσία τους στα κύτταρα επιβεβαιώθηκαν κι από άλλους ερευνητές, όμως οι γνώσεις μας γι’ αυτά ελάχιστα προόδευσαν μέχρι το 1934, όταν ανακαλύφθηκε μια μέθοδος για την εξαγωγή και την απομόνωσή τους μέσω φυγοκέντρισης. Τα μιτοχόνδρια κινούνται παθητικά στο εσωτερικό του κυττάρου, μεταφερόμενα από τα κυτταροπλασματικά ρεύματα, είναι όμως επίσης ικανά να κινηθούν ενεργητικά, με δικές τους κινήσεις. Αν τα παρατηρήσει κανείς στο οπτικό μικροσκόπιο, φαίνονται να μη διαθέτουν εσωτερική οργάνωση, αλλά το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο αποκάλυψε μια ιδιαιτέρως σύνθετη και χαρακτηριστική δομή. Πραγματικά, προκύπτει ότι αποτελούνται από δύο μεμβράνες, μία εξωτερική και μία εσωτερική· η τελευταία αναδιπλώνεται πολλές φορές, για να αποτελέσει τις λεγόμενες "ακρολοφίες", που βυθίζονται σε μια ρευστή ή ημίρρευστη ουσία, την "μητρική", μέσα στην οποία πλέουν μικρά σφαιρικά αντικείμενα που λέγονται "κοκκία της μητρικής ουσίας".

Σύμφωνα με την κοινή άποψη, η ύπαρξη των μιτοχονδρίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από τη στιγμή που παρατηρούνται σε ζωντανά κύτταρα. Ωστόσο, ακόμα δεν έχουν πεισθεί όλοι πως οι πλευρές που αποκάλυψε το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο στα οργανίδια αυτά, μεταφράζουν πιστά την πραγματική τους οργάνωση.

Τελευταία στη σειρά των κυτταρικών οργανιδίων έρχονται τα λυσοσώματα, τα οποία εντόπισε και περιέγραψε για πρώτη φορά το 1955 ο Κριστιάν ντε Ντιβ (Christian De Duve). Παρουσιάζονται συνήθως ως πυκνά σώματα, που περιβάλλονται από μεμβράνη και περιέχουν ένζυμα ικανά να αποικοδομούν τις πρωτεΐνες και ορισμένους υδατάνθρακες. Θεωρείται πως είναι παράγωγα του οργάνου Gοlgi, ότι χρησιμεύουν για να καταστρέφουν τα ελαττωματικά κύτταρα και πως διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διακυτταρική πέψη ξένων υλικών, που προσλαμβάνονται από το κύτταρο με τη διαδικασία τη φαγοκύτωσης. Άρα, ίσως είναι, στην ουσία, ο τελευταίος σημαντικός κρίκος του αμυντικού μηχανισμού που ενεργοποιείται από τα λευκά αιμοσφαίρια, ο οποίος επιτρέπει την πέψη των βακτηριδίων και, κατ' επέκταση, προστατεύει τον οργανισμό από την εισβολή παθογόνων μικροοργανισμών.

Ουσιαστικά, αυτή είναι η γενική εικόνα των γνώσεων που αποκομίζουμε από το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, σχετικά με το κύτταρο. Μια εικόνα κάπως θαμπή στις λεπτομέρειες, αλλά στο σύνολό της αξιόπιστη, την οποία συμμερίζονται, εκτός από τους μικροσκοπιστές, βιολόγοι, βιοχημικοί, γιατροί και φαρμακολόγοι, που σε αυτές ακριβώς τις γνώσεις βασίζουν τους διάφορους τύπους προληπτικών και θεραπευτικών επεμβάσεων που εφαρμόζονται σήμερα. Όλα λοιπόν έδειχναν να πηγαίνουν καλά, μέχρι τη στιγμή που ο Χίλμαν παρατήρησε εκείνο το μπουκάλι με το ATP και άρχισε ν' αναρωτιέται, με λεπτολογία και συστηματικότητα, ως ποιο σημείο, σε αυστηρώς επιστημονικό επίπεδο, μπορούσαν να θεωρηθούν αξιόπιστες και ρεαλιστικές οι περιγραφές της εποχής για τη σύσταση και τη δομή του κυττάρου. Στα τέλη της δεκαετίας του '70, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σ' εκείνη την εικόνα, ελάχιστη αλήθεια υπήρχε.

Όλα να ξαναγίνουν από την αρχή!

Κατ' αρχήν, υποστηρίζει ο Χίλμαν, η κυτταρική μεμβράνη δεν μπορεί ν' αποτελείται από τρία διαφορετικά στρώματα, όπως ένα σάντουιτς, λόγω του απλού γεγονότος ότι σε όλες τις παρατηρήσεις με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, ο ίδιος τύπος κυττάρου παρουσιάζει μεμβράνες του ίδιου πάχους, μόλο που τα. παρασκευάσματα είναι διαφορετικά. Ο συλλογισμός του Χίλμαν είναι απλούστατος: στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κύτταρο θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα πορτοκάλι. Αν λοιπόν κόψουμε ένα πορτοκάλι, ξεκινώντας από το εξωτερικό, με τομή εφαπτόμενη στην επιφάνειά του, κι ύστερα συνεχίσουμε να το κόβουμε προχωρώντας προς το κέντρο, βλέπουμε ότι το πάχος της φλούδας είναι μεγαλύτερο στην πρώτη τομή και μειώνεται όσο πλησιάζουμε στο κέντρο, όπου παρουσιάζει το ελάχιστο πάχος. Συνεπώς, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τα παρασκευάσματα των κυττάρων, που τα λαμβάνουμε κόβοντας με τον μικροτόμο μικροσκοπικές μερίδες ιστού. Κατά φυσική ακολουθία, τα κύτταρα των παρασκευασμάτων αυτών θα είναι διατεταγμένα στην τύχη και, συνεπώς, η τομή της μεμβράνης θα γίνει σύμφωνα με τα πιο ποικίλα σημεία παρατήρησης, οπότε, ανάλογα με την περίπτωση, το πάχος της ίδιας μεμβράνης θα έπρεπε να προκύπτει μεγαλύτερο ή μικρότερο. Αντιθέτως, το πάχος των μεμβρανών που παρατηρούνται στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο είναι πάντα το ίδιο, κάτι που αντιβαίνει στους νόμους της φυσικής και της γεωμετρίας. Κανείς όμως δεν αναρωτήθηκε ποτέ γι’ αυτό. Κακώς, υποστηρίζει ο Χίλμαν, γιατί εδώ έχουμε μια σαφή ένδειξη του γεγονότος ότι η ενιαία μεμβράνη είναι μια αυταπάτη, ένα εικονικό αποτέλεσμα που μπορεί να αποδοθεί στη χρησιμοποιούμενη τεχνική παρασκευής.

Σύμφωνα με τον Χίλμαν, ο μόνος τρόπος για να εξηγήσουμε το ομοιόμορφο πάχος της μεμβράνης, είναι ν' ακολουθήσουμε πιστά τη γεωμετρία και την κοινή λογική. Η κυτταρική μεμβράνη είναι μια φυσική διαχωριστική γραμμή. ωστόσο, γραμμές μηδενικού πάχους παρατηρούνται μόνο στη γεωμετρική αφαίρεση, ενώ κάθε υπαρκτό διαχωριστικό στρώμα έχει πάχος και, συνεπώς, δύο επιφανειακές όψεις. Το ίδιο πρέπει να ισχύει για τη βιολογική μεμβράνη. Τα άλατα των βαρέων μετάλλων - που χρησιμοποιούνται στα παρασκευάσματα για το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο - καθιζάνουν στις δύο επιφάνειες αυτής της διαχωριστικής δομής, ακριβώς όπως συμβαίνει όταν βάφουμε τις δύο πλευρές (εξωτερική και εσωτερική) μιας πόρτας. Γι’ αυτό, ο Χίλμαν πιστεύει ότι είναι τελείως ανόητο να θεωρήσουμε πως η κυτταρική μεμβράνη αποτελείται από τρία διαφανή φυλλαράκια - θα ήταν σαν να υποστηρίζαμε πως οι πόρτες έχουν μια τριστρωματική δομή, σαν σάντουιτς, απλώς και μόνο επειδή περάστηκαν ένα χέρι βερνίκι.

Ο ίδιος συλλογισμός, συνεχίζει ο Χίλμαν, ισχύει για τις μεμβράνες όλων των άλλων κυτταρικών δομών και, ιδίως, γι’ αυτή που περιβάλλει τον πυρήνα. Μάλιστα, σε ό,τι αφορά την τελευταία, αποδεικνύονται απατηλοί και οι πόροι που - αν σταθούμε στις παρατηρήσεις στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο - διακόπτουν τη συνέχειά της. Αυτοί οι πόροι, υποστηρίζει ο Χίλμαν, ούτε στη φύση υπάρχουν ούτε εμφανίζονται όταν πραγματοποιείται η τομή με τον μικροτόμο -γεννιούνται ως απλές ρωγμές στο παρασκεύασμα που έχει ήδη υποστεί τομές, λόγω της συστολής που προκαλεί στη μεμβράνη η διαδικασία αφυδάτωσης στην οποία υποβάλλεται το παρασκεύασμα, προκειμένου να ερευνηθεί με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. «Σημειώστε», διευκρινίζει ο Χίλμαν, «ότι εγώ δεν υποστηρίζω πως η πυρηνική ή η κυτταρική μεμβράνη δεν υπάρχουν στο ζωντανό κύτταρο· αρνούμαι μόνο πως αυτές οι μεμβράνες αντιστοιχούν στο μοντέλο της ενιαίας μεμβράνης που επεξεργάστηκε ο Ρόμπερτσον, ενώ ούτε κατά διάνοια δεν θα έθετα υπό αμφισβήτηση την υπόθεση των Ντάβσον και Ντανιέλι για τη λειτουργία της μεμβράνης».

Ο συλλογισμός που διέπει την κυτταρική και την πυρηνική μεμβράνη ισχύει και για τις ακρολοφίες των μιτοχονδρίων που, κατά τον Χίλμαν, πρέπει να θεωρηθούν εικονικές, αφού το πάχος τους φαίνεται πάντα όμοιο, λες και - χάρη σε κάποια ευτυχή συγκυρία - η γραμμή τομής που ακολουθεί η λάμα του μικροτόμου είναι πάντα ορθογώνια προς αυτές. Σύμφωνα με τον Χίλμαν, μέσα στα μιτοχόνδρια δεν υπάρχουν καθόλου ακρολοφίες, αλλά ένα υγρό ανάλογο με το κυτταρόπλασμα που, όταν εκτίθεται στην ακτίνα ηλεκτρονίων την οποία εκπέμπει το μικροσκόπιο, καθιζάνει σε παράλληλες γραμμές.

Αντιθέτως, ο Χίλμαν θεωρεί τελείως ανύπαρκτο το ενδοπλασματικό δίκτυο. Στην προκειμένη περίπτωση, τα αίτια δεν είναι μόνο γεωμετρικά. οι σοβαρότερες ενστάσεις αφορούν την υδροδυναμική. Ακόμα και οι αρχάριοι φοιτητές γνωρίζουν ότι μέσα στο κύτταρο εκδηλώνεται μια σειρά ενδοκυτταρικών κινήσεων. Αμέτρητοι μελετητές και φοιτητές παρατήρησαν τους δύο τελευταίους αιώνες αυτές τις κινήσεις - στις οποίες εμπλέκονται υποκυτταρικά συστατικά, βακτήρια, σωματίδια που κινούνται ελεύθερα στο κυτταρόπλασμα - χρησιμοποιώντας απλό οπτικό μικροσκόπιο με μεγέθυνση γύρω στις διακόσιες φορές. Όμως, η διάμετρος αυτών των αντικειμένων είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τους χώρους που παραμένουν ανοιχτοί στα διάκενα του ενδοπλασματικού δικτύου, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με τις τρέχουσες θεωρίες, είναι τόσο εκτεταμένο, ώστε μπορούμε να φανταστούμε ολόκληρο το κύτταρο σαν ένα είδος σπόγκου. Αν είναι όμως έτσι, αναρωτιέται ο Χίλμαν, πώς καταφέρνουν τα βυθισμένα στο κυτταρόπλασμα σωματίδια να κινούνται ελεύθερα και να περνούν μέσα από τρύπες πολύ πιο μικρές σε σχέση με τη διάμετρό τους; Είναι σαν να λέμε πως ένα μπαλάκι του γκολφ
μπορεί να κινείται ελεύθερα μέσα στους πόρους ενός σφουγγαριού, σαν αυτά που χρησιμοποιούμε στο λουτρό. Κάποιοι απάντησαν ότι το δίκτυο διαλύεται, προκειμένου να περάσουν τα ενδοκυτταρικά μόρια και ανασυντίθεται ξανά, μετά το πέρασμά τους. Μπορούμε να σκεφτούμε, λόγου χάρη, πως ένα μιτοχόνδριο διαθέτει ένζυμα ικανά να ανοίγουν πέρασμα στη μεμβράνη που αποτελεί το τοίχωμα του δικτύου. Καλώς, απαντά ο Χίλμαν, αν όμως ενσταλάξουμε σινική μελάνη σε ένα κύτταρο, την βλέπουμε να κινείται ελεύθερα, με μια τυχαία κίνηση, που δεν δείχνει να εμποδίζεται καθόλου από το υποτιθέμενο ενδοπλασματικό δίκτυο. και, βέβαια, δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως η σινική μελάνη διαθέτει ένζυμα ικανά να διαπεράσουν τη μεμβράνη του ενδοπλασματικού δικτύου. Επιπλέον, επισημαίνει ο Χίλμαν, το ιξώδες του κυτταροπλάσματος έχει μετρηθεί σε πολλούς τύπους κυττάρων. κατά κανόνα, από τις μετρήσεις αυτές προκύπτει ότι φτάνει το πολύ να εξισωθεί με το ιξώδες του ελαιόλαδου ενώ, αν όντως περιείχε το ενδοπλασματικό δίκτυο, θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο.

Άρα, καταλήγει ο Χίλμαν, ενδοπλασματικό δίκτυο δεν υπάρχει. Ωστόσο, οι μικροσκοπιστές το ανακαλύπτουν σε όλους σχεδόν τους ιστούς που εξετάζουν . Από πού και πώς σχηματίζεται; Σύμφωνα με τον Χίλμαν, με τον εξής τρόπο: το κυτταρόπλασμα των ζωντανών κυττάρων αποτελείται από μια υδατώδη αιώρηση αλάτων, λιπιδίων, αμινοξέων κ.λπ. Όταν αφυδατώνουμε τους ιστούς, χρησιμοποιώντας αλκοόλες ή τεχνικές ψύξης, οι διαλυμένες στο κυτταρόπλασμα ουσίες καθιζάνουν και προσλαμβάνουν τη χαρακτηριστική μορφή που αποδίδεται ως ενδοπλασματικό δίκτυο. Όμως, είναι λάθος να υποθέτουμε πως αυτό το δίκτυο υφίσταται στην πραγματικότητα, ακριβώς όπως θα ήταν λάθος αν, παρατηρώντας στο μικροσκόπιο τις ωραίες κρυστάλλινες μορφές που φαίνονται μέσα στις νιφάδες του χιονιού, συμπεραίναμε ότι και το νερό --από την ψύξη του οποίου έχουν σχηματιστεί αυτές οι νιφάδες- έχει κρυστάλλινες μορφές. Με τον ίδιο τρόπο, αν παγώσουμε διαλύματα χλωριούχου καλίου, παρατηρούμε ιζήματα που κατανέμονται σε παράλληλες γραμμές, οι οποίες απέχουν ίσα διαστήματα η μία από την άλλη, όμως αυτό δεν σημαίνει πως η ίδια δομή υπάρχει στα διαλύματα όταν βρίσκονται στη φυσιολογική τους υδατώδη κατάσταση.

Για τους ίδιους λόγους, ο Χίλμαν αρνείται την ύπαρξη του οργάνου Gοlgi. Στην περίπτωση αυτή, συμβαδίζει με τη γνώμη του Μπέικερ: πρόκειται για ένα εικονικό κατασκεύασμα, οφειλόμενο στην καθίζηση που χαρακτηρίζει τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο εμποτισμού και παρασκευής. Αν, εξηγεί ο Χίλμαν, αναμίξουμε βαριά μέταλλα και κυτταρόπλασμα και αφυδατώσουμε κατόπιν το μίγμα, έχουμε ένα ίζημα. Το ίζημα αυτό μπορεί να φαίνεται ομοιόμορφο στο οπτικό μικροσκόπιο, αν όμως το παρατηρήσουμε με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο αντιλαμβανόμαστε πως η αντίδραση μεταξύ βαρέων μετάλλων και κυτταροπλάσματος δημιούργησε μια ανομοιογενή μάζα. Πρόκειται για διαδικασία ανάλογη με αυτή που παρατηρείται όταν προσθέτουμε λεμόνι στο γάλα. Το γάλα κόβει αμέσως, αλλά όχι με ομοιόμορφο τρόπο, δημιουργώντας πυκνώσεις που κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί ότι προϋπήρχαν στο γάλα, πριν έρθει σε επαφή με το λεμόνι.

Αν το όργανο Gοlgi δεν υπάρχει, καταλήγει ο Χίλμαν, τότε πρέπει να πιστέψουμε πως δεν υπάρχουν ούτε τα λυσοσώματα, που θεωρούνται παράγωγά του. Άλλωστε, υπογραμμίζει ο Χίλμαν, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι σπουδαιότερες θεωρήσεις που οδήγησαν στην υπόθεση για την ύπαρξη των λυσοσωμάτων, έχουν βιοχημικό υπόβαθρο. δηλαδή, τα όντως σημαντικά δεδομένα είναι αυτά που αποδεικνύουν ότι υπάρχει μια ενζυματική δραστηριότητα - την οποία ανέδειξαν τα βιοχημικά πειράματα του ντε Ντιβ και της σχολής του - που αποδόθηκε κατόπιν σε δομές οι οποίες παρατηρήθηκαν στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Δεν έχουμε καμιά απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή η ενζυματική δραστηριότητα οφείλεται στα λυσοσώματα. Να σημειωθεί ότι τα λυσοσώματα δεν παρατηρούνται σε όλα τα κύτταρα, οπότε, ισχυρίζεται ο Χίλμαν, πρέπει να αναρωτηθούμε κατ' αρχήν πώς ασκούν την ενζυματική δραστηριότητα τα κύτταρα που δεν είναι εφοδιασμένα με λυσοσώματα. Υποψιαζόμαστε, εξηγεί ο Χίλμαν, πως όταν ο ντε Ντιβ ανακάλυψε μια νέα ενζυματική δραστηριότητα, προσπάθησαν να εντοπίσουν στο εσωτερικό του κυττάρου μια δομή στην οποία θα μπορούσαν να την αποδώσουν - έτσι γεννήθηκαν τα λυσοσώματα. Ας μην ξεχνάμε, προσθέτει ο Χίλμαν, ότι στις αρχές αυτού του αιώνα κάθε κυτταροπλασματική δομή που δεν ήταν μιτοχόνδριο, ταυτιζόταν με το όργανο Gοlgi.

Με ανάλογο σκεπτικό, ο Χίλμαν αρνείται την ύπαρξη και των ριβοσωμάτων, που κατά κανόνα συνδέονται με το ενδοπλασματικό δίκτυο. Αν το τελευταίο δεν υπάρχει και είναι ένα απλό εικονικό κατασκεύασμα, πολύ πιθανόν να μην υπάρχουν ούτε τα ριβοσώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ο Χίλμαν δεν εξηγεί τι είναι και πώς γεννιούνται οι επιφανειακές δομές τις οποίες οι μικροσκοπιστές ονομάζουν ριβοσώματα. Εξίσου αόριστη είναι και η υπόθεση για τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η λειτουργία που αποδίδεται στα ριβοσώματα. Περιορίζεται απλώς να δηλώσει ότι «η σύνθεση των πρωτεϊνών πρέπει να συμβαίνει κάπου αλλού μέσα στο κύτταρο, πιθανότατα στο κυτταρόπλασμα».

Συνοψίζοντας, ο Χίλμαν υποστηρίζει πως οι τεχνικές μικροσκοπικής παρασκευής που βασίζονται σε "φέτες" κυττάρων τις οποίες χειριζόμαστε με χημικό και φυσικό τρόπο, όχι μόνο μας δίνουν μια στρεβλή (επίπεδη και δισδιάστατη) εικόνα μιας τρισδιάστατης πραγματικότητας αλλά, προσθέτοντας εικονικές αλλοιώσεις που δημιουργούνται πάνω στις ίδιες φέτες (και που είναι συνεπώς δισδιάστατες και δεν υπάρχουν στο κύτταρο), καταλήγουν να φυλακίσουν τον ερευνητή σε ένα είδος; βιολογικής "επιπεδοχώρας". Με λίγα λόγια, τα περισσότερα απ' αυτά που πιστεύουμε ότι βλέπουμε στο κύτταρο είναι ασήμαντα φυσικοχημικά εικονικά κατασκευάσματα, όλα αυστηρώς ευθυγραμμισμένα στο ίδιο επίπεδο, κατά μήκος του οποίου κόπηκε σε φέτες ο ιστός. Δομές ανύπαρκτες που μας οδηγούν να πιστέψουμε σε ένα γεωμετρικώς εσφαλμένο μοντέλο του κυττάρου, κάτι που συνεπάγεται επιπλέον παραλογισμούς σε επίπεδο φυσικής: επειδή βασίζεται σε αδρανείς και ακίνητες δομές, δεν καταφέρνουμε να εξηγήσουμε τις ζωτικές και υπαρκτές κινήσεις που είναι πασίγνωστο πως υπάρχουν στο εσωτερικό του κυττάρου. «Γι’ αυτό», λέει ο Χίλμαν, «υποστηρίζω πως μελετούμε τη νεκρική προσωπίδα του κυττάρου, και γι , αυτό τα τρισδιάστατα μοντέλα των κυττάρων σπανίζουν είτε στα εγχειρίδια είτε στα
μουσεία». Όμως, τότε, τι υπάρχει πραγματικά στο κύτταρο; Ποια θα μπορούσε να είναι η πιο αξιόπιστη εικόνα της δομής του; Η απάντηση του Χίλμαν είναι βαθύτατα προσβλητική για τους χιλιάδες βιολόγους και τους ειδικούς πίσω από τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια. επίσης είναι απειλητική σε οικονομικό επίπεδο για τους μεγάλους οίκους που κατασκευάζουν αυτά τα πολυδάπανα παιχνίδια, τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια.

Χωρίς ψευτο-ντροπές και με περίσσιο θάρρος, ο Χίλμαν υποστηρίζει πως η άποψή του για τη δομή του ζωντανού κυττάρου «δεν διαφέρει και πολύ απ' αυτή που ήταν γενικώς αποδεκτή το 1898» - σαν να λέμε ότι το μόνο που κατάφερε το ηλεκτρονικό
μικροσκόπιο δεν ήταν παρά να γεννήσει πλάνες, ακριβώς όπως είχε συμβεί και με το οπτικό μικροσκόπιο έως το 1830. Σύμφωνα με τον Χίλμαν, μέσα στο κύτταρο υπάρχουν μόνο όσα μπορούν να παρατηρηθούν (και όντως παρατηρήθηκαν) με το οπτικό μικροσκόπιο μετά την τελειοποίησή του, δηλαδή μετά το 1840. Γι’ αυτόν, το κύτταρο απαρτίζεται ουσιαστικά από μια ημίρρευστη μάζα κυτταροπλάσματος που περικλείεται σε μια μεμβράνη, η οποία όμως έχει ένα μόνο στρώμα. Στο εσωτερικό αυτής της κυτταροπλασματικής μάζας κινούνται, λαμβάνοντας όλες τις δυνατές θέσεις, μόνο μιτοχόνδρια και κοκκία, εκτός φυσικά από τον πυρήνα, που η μεμβράνη του έχει ίδια δομή με την κυτταρική. Σε σχέση με το μοντέλο που δέχονταν οι βιολόγοι το 1898, η μοναδική πραγματική καινοτομία είναι η εισαγωγή του πυρηνονήματος, μιας δομής που ανακάλυψαν οι Εστάμπλ (Εstable) και Σοτέλο (Sοtelο) το 1950. Το πυρηνόνημα, ορατό μόνο στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, παρουσιάζεται ως ένα είδος κορδονιού που μετά από άπειρες, συνεχείς διακλαδώσεις, περικυκλώνει το κεντρικό τμήμα του πυρήνα, δηλαδή τον πυρηνίσκο, ο οποίος ανακαλύφθηκε από τον Φελίτσε Φοντάνα το μακρινό 1781. Σύμφωνα λοιπόν με τον Χίλμαν, αυτό το μικροσκοπικό κορδόνι αποτελεί τη μόνη πραγματική συνεισφορά της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας στη γνώση της κυτταρικής δομής.

Αν τα συμπεράσματα του Χίλμαν είναι ορθά, τότε οι μελέτες γύρω από τη δομή και τη λειτουργία του ενδοπλασματικού δικτύου, το όργανο Gοlgi, τις ακρολοφίες των μιτοχονδρίων και τους πόρους της πυρηνικής μεμβράνης όχι μόνο υπήρξαν ανώφελες, αλλά και επιβράδυναν την αναζήτηση, αφαιρώντας πολύτιμες δυνάμεις από τη βιοχημική έρευνα, που εμποδίστηκε επιπλέον από την ανάγκη να συνδέονται συνεχώς τα πορίσματά της με αυτά της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας. Τις μεγαλύτερες ζημιές υπέστησαν, κατά τον Χίλμαν, ο τομέας των ασθενειών του νευρικού συστήματος, οι μελέτες για τη μυϊκή δυστροφία και οι μελέτες για τον καρκίνο.

Αν θέλουμε να δώσουμε νέα ώθηση στη βιοϊατρική έρευνα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να εγκαταλείψουμε τις υπάρχουσες θεωρίες για την εσωτερική δομή του κυττάρου, να υιοθετήσουμε εξαρχής όσες ήταν του συρμού το 1898, να αδρανοποιήσουμε όσα ερευνητικά ρεύματα βασίζονται στην ηλεκτρονική μικροσκοπία και να χρησιμοποιήσουμε όσους ερευνητές δρουν σήμερα σε αυτούς τους τομείς στο παραγωγικότερο πεδίο της βιοχημείας. «Μόνο έτσι», καταλήγει ο Χίλμαν, «θα μπορέσουμε να επιταχύνουμε την πρόοδο της ιατρικής έρευνας».

Εύκολα φανταζόμαστε με πόσο ενθουσιασμό έγινε δεκτή αυτή η πρόταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Βασιλικής Ακαδημίας Μικροσκοπίας, μόνο στην Αγγλία είχαν χρησιμοποιηθεί, ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του '70 και τις αρχές της δεκαετίας του '80, περίπου δύο χιλιάδες ηλεκτρονικά μικροσκόπια που απορροφούσαν μόνα τους το 4% των κονδυλίων τα οποία διέθετε για την έρευνα το Συμβούλιο Επιστημονικής Έρευνας (Science Research Cοuncil) και το 10% αυτών που χορήγησε το Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας (Medical Research Cοuncil). Πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο κόστος, στο οποίο πρέπει να προστεθούν οι μισθοί των ερευνητών και του τεχνικού προσωπικού, καθώς και το κόστος των αναλώσιμων υλικών, όπως αντιδραστήρια, χρωστικές ουσίες, πλακίδια μικροσκοπίων κ.λπ. Ωστόσο, το πρόβλημα του κόστους είναι μηδαμινό σε σχέση με το πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα της εικόνας και της ταυτότητας που, αν ο Χίλμαν είχε δίκιο, θα ενέπλεκε όχι μόνο τους ερευνητές που δρουν στο πεδίο της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, αλλά και όσους βιολόγους και γιατρούς βασίζουν τις έρευνές τους στα στοιχεία που προσφέρει η ηλεκτρονική μικροσκοπία. Στην πράξη, ο Χίλμαν υποστηρίζει ότι οι περισσότερες και πλέον πρόσφατες γνώσεις μας γύρω από τη βιολογία είναι για πέταμα, ότι τα περισσότερα βιβλία για την κυτταρική βιολογία μπορούμε άνετα (ή μάλλον πρέπει) να τα ρίξουμε στο καλάθι των αχρήστων, και ότι επί περίπου πενήντα χρόνια ένα από τα κεντρικά ρεύματα βιολογικής έρευνας παρεκτράπηκε και κατέληξε σε μια ανώφελη σπατάλη χρόνου, χρήματος και πνευματικών δυνάμεων .

Ποιος φοβάται τον δόκτορα Χίλμαν;

Όμως, είναι ποτέ δυνατόν να εκτροχιάστηκε η μηχανή της επιστήμης τόσο δραματικά, και μάλιστα σε έναν τομέα ζωτικού ενδιαφέροντος; Είναι δυνατόν να έχει δίκιο ο Χίλμαν;

Σαφής και οριστική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί ακόμη σήμερα, αφού οι μόνοι εξουσιοδοτημένοι και αρμόδιοι ν' αποφασίσουν είναι οι ίδιοι οι επιστήμονες που κατηγορούνται από τον Χίλμαν και οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, δεν σκοτίζονται καθόλου να διευκρινίσουν αν όντως έχουν πέσει θύματα μιας κραυγαλέας παρανόησης. Στα μάτια τους, όλη αυτή η ιστορία φαντάζει τόσο απίθανη, ώστε δυσκολεύονται ακόμα και να την εξετάσουν . Χωρίς καμιά προηγούμενη συμφωνία, αλλά προσαρμοζόμενη σε έναν άγραφο κώδικα συμπεριφοράς, η ακαδημαϊκή κοινότητα επέβαλε μια εύσχημη αλλά σθεναρή συνωμοσία σιωπής, που έσπασε μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις από δημόσιες επιθέσεις ή συζητήσεις, και ακόμη σπανιότερα από δημόσιες εκφράσεις αποδοκιμασίας. Σε επιστημονικό επίπεδο, ο Χίλμαν δεν υπέστη κατά μέτωπο επίθεση όπως έγινε στο παρελθόν με τον Παστέρ η τον Σέμελβάις. Απλώς, του έκοψαν όλες τις γέφυρες επικοινωνίας. Τον άκουσαν, αλλά δεν του απάντησαν. εμπόδισαν όσο το δυνατόν περισσότερο τη δημοσίευση των ιδεών του, του έκλεισαν σταδιακά όλες τις πόρτες και τον έθεσαν στο περιθώριο, κυρίως μετά το 1982, χρονιά που πέθανε ο Πίτερ Σάρτορι (Peter Sartοry), ο μόνος συνάδελφος που ενστερνίστηκε τις ιδέες του και αποφάσισε να πολεμήσει στο πλευρό του. Το γεγονός αυτό άλλαξε το status του και δικαιολόγησε, σε σχέση με τα πρότυπα της ακαδημαϊκής ηθικής, την υιοθέτηση των τελικών αποφάσεων: περικοπή των χρηματοδοτήσεων, κλείσιμο του εργαστηρίου και πρόωρη συνταξιοδότηση.

«Δεν μπορώ να πω ότι αρνήθηκαν να με ακούσουν», ομολογεί ο ίδιος ο Χίλμαν. «Ο Σάρτορι κι εγώ κληθήκαμε, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο, να μιλήσουμε σε διάφορα πανεπιστήμια και ιδρύματα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Βόρεια Αμερική. Η αντίθεση εκδηλώθηκε κυρίως με την άρνησή τους να συζητήσουν διεξοδικά τα προβλήματα που ανακινήσαμε γύρω από την ηλεκτρονική μικροσκοπία, και στη συνέχεια παρεμποδίζοντας την πρόσβασή μας στα πιο διαδεδομένα και έγκυρα επιστημονικά περιοδικά».

Πράγματι, στις αρχές του 1974 ο Χίλμαν και ο Σάρτορι, θεωρώντας ότι είχαν πια συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία κατά των αντιλήψεων της εποχής για τη δομή του κυττάρου, έστειλαν ένα άρθρο τους στο περιοδικό Nature -που το απέρριψε όμως, και
μάλιστα δύο φορές. Το ίδιο συνέβη με το Science και, τέλος, με το Subcellular Biochemistry. Τα σχόλια των ειδικών, που συμβούλευσαν αυτά τα περιοδικά να αρνηθούν τη δημοσίευση απέβλεπαν (πέρα από κάποιες ακραίες εκτιμήσεις, όπως ενός κριτή του Scjence, ο οποίος είπε ότι πρόκειται για εικονοκλαστικές και ασεβείς ιδέες), στο να αφαιρέσουν βαρύτητα από τα επιχειρήματα του Χίλμαν και του συναδέλφου του, με το σκεπτικό πως, κατά κανόνα, ό,τι γράφεται στα εγχειρίδια σχετικά με το κύτταρο είναι απλώς ένα σύνολο απλοποιήσεων που δεν πρέπει να λαμβάνονται κατά γράμμα. Άλλωστε, σε κατ' ιδίαν συνομιλίες, πολλοί επιστήμονες ξεμπέρδεψαν μαζί του με μια απλή φράση: «Μη μου πείτε ότι πιστεύετε όσα γράφουν τα εγχειρίδια;»

Ε λοιπόν, ναι, ο Χίλμαν τα πιστεύει, επειδή ξέρει ότι κάθε βιολόγος ξεκινά την καριέρα του μελετώντας αυτά τα εγχειρίδια, και γι' αυτό ακριβώς έδωσε μάχη, μέσα από περιοδικά που απευθύνονται σε καθηγητές και σπουδαστές, όπως το The School Science Review, ώστε ν' αλλάξουν τα εγχειρίδια. Για τον ίδιο λόγο γύρισε και τρεις ταινίες, ώστε να δείξει στους φοιτητές πώς παρουσιάζεται ένα ζωντανό και λειτουργικό κύτταρο, τι .συμβαίνει όταν το ίδιο αυτό κύτταρο υφίσταται επανειλημμένες επεξεργασίες με χημικούς και φυσικούς παράγοντες και πώς αποκτήθηκαν οι γνώσεις σχετικά με τη δομή του κυττάρου. «Μου αντέταξαν», εξηγεί ο Χίλμαν, «ότι ένας σημερινός καθηγητής της βιολογίας διδάσκει τους φοιτητές πώς να σκέφτονται, όχι πώς να απομνημονεύουν γεγονότα, οπότε η αλήθεια των γεγονότων δεν είναι τόσο σημαντική όπως ίσως φαίνεται. Αντιθέτως, εγώ πιστεύω ότι ένας καθηγητής πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να μεταδίδει στους φοιτητές του την τελευταία και πιο αποδεκτή εκδοχή της αλήθειας, όσο εφήμερη κι αν είναι. Νέες αλήθειες μπορεί να γεννηθούν μόνο διαλεκτικά, μέσω μιας προοδευτικής διαδικασίας προσέγγισης». Το πιο σημαντικό, πάντως, είναι να παραμεριστούν τα σφάλματα. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τον Χίλμαν, η διδασκαλία της βιολογίας θα έπρεπε να ξεφορτωθεί τις ανερμάτιστες, ανώφελες και εσφαλμένες ιδέες που βασίζονται στα πορίσματα της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, να ξαναδιδάξει στους φοιτητές τη χρήση του οπτικού μικροσκοπίου και να υπογραμμίσει τη σπουδαιότητα των παρατηρήσεων σε ζώντες ιστούς και οργανισμούς. Τα στοιχεία της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας μπορεί να έχουν σημασία μόνο αν συμφωνούν απολύτως και εντάσσονται σε αυτές τις γνώσεις.

Εντούτοις, κάποιοι διαφοροποιήθηκαν σ' αυτή τη συνωμοσία σιωπής, γεγονός που επέτρεψε στους Χίλμαν και Σάρτορι να παρουσιάσουν εγγράφως τις ιδέες τους, πυροδοτώντας έτσι μια αντίδραση και μια δημόσια συζήτηση, έστω και περιορισμένης έκτασης. Προς τα τέλη του 1975, ο Χίλμαν παρουσίασε τις απόψεις του σε ένα σεμινάριο μικροσκοπιστών, στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Μεταξύ των ακροατών ήταν και ο Ρίτσαρντ Γκρέγκορι (Richard Gregοry), διευθυντής του εργαστηρίου ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, μια διακεκριμένη και γνωστή στον επιστημονικό κόσμο προσωπικότητα, επινοητής - ανάμεσα σε πολλά άλλα - ενός νέου μικροσκοπίου και ενός νέου τηλεσκοπίου. Ο Γρέγκορι βρήκε πολύ ενδιαφέρουσες τις απόψεις του Χίλμαν και τον ρώτησε πώς και δεν τις είχε ποτέ δημοσιεύσει. Ο Χίλμαν απάντησε ότι το είχε επιχειρήσει άπειρες φορές, όμως μετά τις επανειλημμένες αρνήσεις είχε τελικά εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. «Αντιλαμβάνομαι», είπε ο Γκρέγκορι, «ότι εσείς και ο συνεργάτης σας, ο Σάρτορι, βρίσκεστε σε μια φάση "θεολογικής", θα μπορούσαμε να πούμε, σύγκρουσης με την επίσημη κοινότητα. Σαν να έχει ανακαλύψει κάποιος στο Ισραήλ παπύρους ή επιγραφές που να αποδεικνύουν, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι ο Ιησούς Χριστός έζησε τρεις αιώνες πριν από την εποχή για την οποία μιλούν τα Ευαγγέλια. οι πιθανότητες να δημοσιευτεί μια τέτοια ανακάλυψη σε "καθολικό" περιοδικό θα ήταν ελάχιστες και θα μειώνονταν όλο και περισσότερο, όσο θα γινόταν εμφανέστερη η αξιοπιστία της ανακάλυψης. Όμως», πρόσθεσε ο Γκρέγκορι, «εγώ διευθύνω το Perception, ένα μη "καθολικό" περιοδικό, που ασχολείται με όλα τα προβλήματα της παρατήρησης, καθώς και με τις οφθαλμαπάτες και τα ερμηνευτικά λάθη. Αν μου στείλετε ένα άρθρο, θα κάνω το παν για να το δημοσιεύσω». Έτσι έγιναν τα πράγματα και το Perception δημοσίευσε το 1977 το άρθρο The unit membrane, the endoplasmatic reticulum and the nuclear pores are artefacts. Στη συνέχεια, βέβαια, ο Γκρέγκορι εξομολογήθηκε στον Χίλμαν (αν και δεν του αποκάλυψε ονόματα) ότι διάφοροι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν να το δημοσιεύσει και πως, μετά τη δημοσίευση, είχε δεχτεί έντονες διαμαρτυρίες.

Έτσι λοιπόν, ο Χίλμαν χρίσθηκε οριστικά αιρετικός και η ακαδημαϊκή κοινότητα κήρυξε εναντίον του έναν αργό, αδυσώπητο πόλεμο φθοράς, με τον οποίο τον έθεσε στο περιθώριο. Μέχρι τότε οι ιδέες του γίνονταν δεκτές στους κλειστούς κύκλους των σεμιναρίων και των συνεδρίων . Κανείς δεν τις συμμεριζόταν και κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να τις ανασκευάσει. Η άποψή του, όπως και πολλές άλλες, φαινόταν υπερβολική και πιθανώς βλαβερή για τη δημόσια εικόνα των επαγγελματιών συναδέλφων του, όμως είχε προφανώς κάποια βάση και μπορούσε να συζητηθεί. Το σημαντικό ήταν να μην επικυρωθεί επισήμως με τη δημοσίευσή της σε κάποιο έγκριτο πανεπιστημιακό περιοδικό ή, ακόμα χειρότερα, να μη γίνει ευρύτερα γνωστή, εξευτελίζοντας όλη την κοινότητα. Ακριβώς αυτά τα βήματα έπρεπε να αποφύγει ο Χίλμαν αν ήθελε να συνεχίσει να θεωρείται από κάθε άποψη μέλος της συντεχνίας των επιστημόνων. Ωστόσο, ο Χίλμαν έκανε το πρώτο βήμα με τη βοήθεια του Γκρέγκορι, και ύστερα, από λάθος του Νάιγκελ Χόουκς (Νigel Ηawkes), ενός δημοσιογράφου του Observer, έκανε το δεύτερο. Κι αυτό ήταν το τέλος του.

Στις 11 Δεκεμβρίου 1977 , ο Observer δημοσίευσε στην πρώτη σελίδα ένα άρθρο του Χόουκς που άρχιζε ως εξής: «Σύμφωνα με έναν βιολόγο του Πανεπιστημίου του Σάρεϊ, οι βιολόγοι και οι ερευνητές του βιοϊατρικού τομέα χάνουν τον καιρό τους χρησιμοποιώντας ακριβά ηλεκτρονικά μικροσκόπια για να παρατηρήσουν τη δομή των κυττάρων. Όμως, αυτό που μελετούν δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια ψευδαίσθηση, ένας αντικατοπτρισμός ή, με επιστημονικούς όρους, ένα εικονικό αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Η κατηγορία είναι μάλλον βαριά, αφού μόνο στη Μεγάλη Βρετανία χρησιμοποιούνται για τη βιοϊατρική έρευνα 600 ηλεκτρονικά μικροσκόπια, που το καθένα κοστίζει 80.000 στερλίνες, δηλαδή ένα συνολικό ποσόν τουλάχιστον 50 εκατομμυρίων στερλινών, τιμή πολύ υψηλή για να ικανοποιεί κανείς την επιθυμία του να κυνηγάει φαντάσματα». Η αντίδραση δεν άργησε να έρθει. Μία εβδομάδα μετά, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε μια επιστολή την οποία υπέγραφαν οι Α. Ρόμπαρντς (Α. Rοbards) και Π. Τζ. Έβενετ (ρ. J. Εvenett), πρόεδρος και γραμματέας αντιστοίχως της Βασιλικής Ακαδημίας Μικροσκοπίας, καθώς και οι πέντε προηγούμενοι πρόεδροι της ίδιας ακαδημίας,
οι οποίοι επιπλέον δήλωναν ότι μιλούν επισήμως «εξ ονόματος των 1.400 μικροσκοπιστών μελών της διακεκριμένης εταιρίας». Η επιστολή ανέφερε: «Οι απόψεις του δόκτορα Χίλμαν είναι πολύ γνωστές σε όλους όσοι τον έχουν ακούσει να μιλά και έχουν δει τις βιντεοταινίες του στη διάρκεια συναντήσεων και συνεδρίων, ορισμένα εκ των οποίων έλαβαν χώρα στην Ακαδημία Φυσιολογίας, τη Βιοχημική Ακαδημία και τη Βασιλική Ακαδημία Μικροσκοπίας. Στα συνέδρια αυτά, εξετάστηκαν τα επιχειρήματα βάσει των οποίων υποστηρίζει πως η κυτταρική μεμβράνη, το ενδοπλασματικό δίκτυο και οι πυρηνικοί πόροι είναι απλές ψευδαισθήσεις, και κατά κανόνα καταρρίφθηκαν από συντριπτικές αποδείξεις περί του αντιθέτου, τις οποίες εξασφάλισαν όχι μόνον έρευνες ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, αλλά και μελέτες βιοχημείας και βιοφυσικής του κυττάρου». Με λίγα λόγια, κανείς δεν θα έπρεπε να πάρει στα σοβαρά τον Χίλμαν, απλούστατα επειδή είχε άδικο και οι απόψεις του ήταν επιστημονικώς αβάσιμες. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα - άφηνε να εννοηθεί η επιστολή - που δεν τόλμησε ποτέ να τις δημοσιεύσει σε επιστημονικό περιοδικό: «Είναι φυσιολογικό να παρουσιάζουν οι επιστήμονες τις τεκμηριωμένες απόψεις τους στις σελίδες σημαντικών επιστημονικών περιοδικών. μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η δημοσίευση μπορεί και να επισπευσθεί. Ωστόσο, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, οι βιολόγοι δεν είχαν την ευκαιρία να διαβάσουν ένα άρθρο στο οποίο ο δόκτωρ Χίλμαν να εξηγεί λεπτομερώς και με στέρεα επιχειρήματα την άποψή του».

Ο Χίλμαν και ο Σάρτορι απάντησαν - υπογράφοντας ως μέλος και πρώην σύμβουλος της Βασιλικής Ακαδημίας Μικροσκοπίας ο πρώτος, και ως τέως πρόεδρος του Queckett Microscοpical Club ο δεύτερος - ότι δεν είχαν ποτέ υποστηρίξει πως η κυτταρική μεμβράνη ήταν ένα εικονικό κατασκεύασμα, αλλά ότι εικονικό κατασκεύασμα ήταν μόνο το μοντέλο της μεμβρανικής μονάδας, προσθέτοντας: «Οι επιφανείς συνάδελφοί μας υποστηρίζουν ότι τα επιχειρήματά μας "γενικώς καταρρίφθηκαν". Αν ποτέ συνέβη κάτι τέτοιο, εμείς προσωπικά δεν το γνωρίζουμε». Στο σκέλος που αφορούσε τη δημοσίευση των απόψεών τους, εξηγούσαν: «Εμείς ετοιμάσαμε ένα χειρόγραφο στο οποίο εκθέσαμε λεπτομερώς τους συλλογισμούς και τις πειραματικού χαρακτήρα εκτιμήσεις όπου βασίζεται η άποψή μας· δυστυχώς, μέχρι σήμερα διαπιστώσαμε μια ασυνήθιστη αντίδραση στη δημοσίευσή του, πράγμα που μπορεί μόνο να ελεεινολογηθεί».

Η επιστολή, που απευθυνόταν ως συνήθως στον διευθυντή της εφημερίδας, κατέληγε σε μια ανοιχτή πρόκληση: «Αν οι απόψεις μας για τις πέντε βασικές δομές που ανακαλύφθηκαν με τη χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου είναι όντως βάσιμες, τότε μεγάλος αριθμός μελετητών που πραγματοποιούν σε ολόκληρο τον κόσμο έρευνες για τις δομές αυτές σε σχέση, λόγου χάρη, με τον καρκίνο, τις νευρασθένειες και τη μυϊκή δυστροφία, δαπανά τεράστια ποσά και χρησιμοποιεί άριστα καταρτισμένους επαγγελματίες σε έρευνες που αποκλείεται να καταλήξουν σε χρήσιμα πορίσματα. ~ υποστηρικτές της ορθότητας των σύγχρονων απόψεων αρνήθηκαν μέχρι σήμερα να συζητήσουν απευθείας μαζί μας αυτά τα τόσο σημαντικά ζητήματα. Με την άδειά σας λοιπόν, ευγενικέ κύριε διευθυντά, εκμεταλλευόμενοι τη φιλοξενία που μας προσφέρατε στις στήλες της εφημερίδας σας, καλούμε τους διακεκριμένους υπογράφοντες την επιστολή, ή οποιονδήποτε άλλον συμμερίζεται τις ιδέες τους, να συζητήσουν μαζί μας αυτά τα ζητήματα όπου και όταν θέλουν, στα πλαίσια ενός αρμόδιου επιστημονικού φορέα».

Ήταν μια άμεση πρόκληση που, πολύ φυσικά, δεν έγινε ποτέ δεκτή, αν και σε μία τουλάχιστον περίπτωση εκδηλώθηκε δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ του Χίλμαν και ενός εκπροσώπου των αντιπάλων του. Στις 28 Μαΐου 1980, στα πλαίσια ενός συνεδρίου που διεξαγόταν στο Πανεπιστήμιο Μπράνελ, ο Άντονι Ρόμπαρντς, πρόεδρος του τμήματος ηλεκτρονικής μικροσκοπίας της Βασιλικής Ακαδημίας Μικροσκοπίας, που είχε ως ανάδοχο τον Κ. Ρόμπερτς του Ινστιτούτου Τζον Ινς, ήρθε αντιμέτωπος με τον Χίλμαν, ο οποίος είχε ως συνήθως τη συμπαράσταση του Σάρτορι. Δύσκολο να πούμε ποιος επικράτησε. Όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις, το καθένα από τα δύο μέρη απλώς παρουσιάζει ξανά τις πεποιθήσεις και τα επιχειρήματά του. Συγκρούσεις και κατά μέτωπο επιθέσεις αποφεύγονται όσο το δυνατόν περισσότερο, αφού - μια και οι δημόσιες αυτές συζητήσεις διεξάγονται παρουσία ειδικών μελετητών - αντί για τις απλοποιήσεις, που αναδεικνύουν περισσότερο τα σημεία σύγκρουσης, προτιμούνται πιο οργανωμένες εκδοχές που ωστόσο διαλύουν τα συρματοπλέγματα του μετώπου των πολεμικών επιχειρήσεων. Το fair p1ay και η χρήση ρητορικών
πυροτεχνημάτων συμβάλλουν ακόμα πιο πολύ στο να καταστήσουν την αντιπαράθεση λιγότερο σαφή και άμεση. Με δυο λόγια, η αναμέτρηση κατέληξε σε ισοπαλία, την οποία καθένα από τα δύο ερμήνευσε με τον τρόπο του: ο Χίλμαν υποστήριξε ότι είχε αναδειχτεί νικητής, όμως ο απολογισμός που δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά της Βασιλικής Ακαδημίας Μικροσκοπίας, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Θεωρώ πως οι περισσότεροι από μας θα συνεχίσουν να υπογράφουν τη συμβατική ερμηνεία της δομής του κυττάρου, έστω κι αν οφείλουμε να δεχόμαστε ευμενώς αμφισβητήσεις και περιστασιακές επικρίσεις, επωφελούμενοι της ευκαιρίας να επανεξετάσουμε τις απόψεις μας. Ο δόκτωρ Χίλμαν μας πρόσφερε μια από τις ευκαιρίες αυτές αλλά, κατά τη γvώμη μου, είναι πραγματικά κρίμα που τα επιχειρήματά του δεν αποδεικνύονται βασισμένα σε στέρεη και πληρέστερη γνώση των τεχνικών τις οποίες προτίθεται να επικρίνει».

Αν λάβουμε υπόψη μας ότι το συνέδριο του Πανεπιστημίου Μπράνελ σηματοδότησε τη μόνη άμεση αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πλευρών, πρέπει να παραδεχτούμε πως ο Χίλμαν δεν έχει τελείως άδικο όταν υποστηρίζει ότι οι απόψεις του τέθηκαν βιαστικά υπό απαγόρευση, χωρίς ποτέ να συζητηθούν ή να ανασκευαστούν πραγματικά, ούτε προφορικώς ούτε γραπτώς. Θεωρεί πως οι αντίπαλοί του απέφυγαν επιμελώς τη σύγκρουση, γιατί κανείς δεν ήταν ικανός να αντικρούσει τα επιχειρήματά του, γεγονός που, κατά τη γνώμη του, αποδεικνύεται από το ότι, σε διάφορες περιπτώσεις, εξαιρετικά καταρτισμένοι μελετητές απέφυγαν ακόμα και να συζητήσουν κατ' ιδίαν το ζήτημα.

Ορισμένοι, εξηγεί ο Χίλμαν, ισχυρίζονταν πως είχαν στο σπίτι τους ή στο εργαστήριό τους στοιχεία και μικροφωτογραφίες που θα μπορούσαν να με πείσουν για το λάθος μου, όμως αργότερα, όταν τους ζητούσα να δω το υλικό, ή αρνούνταν να απαντήσουν στο τηλέφωνο, ή στοιχεία και μικροφωτογραφίες είχαν "κατά τύχη" εξαφανιστεί ή βρίσκονταν σε κάποιο συρτάρι όπου η πρόσβαση ήταν "προσωρινά" αδύνατη. Η συνηθέστερη αντίδραση, όμως, ήταν να αποφεύγουν τη συζήτηση, κάτι που μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους - γυρίζοντας την υπόθεση στο αστείο, λόγου χάρη, ή υπαινισσόμενοι ότι ο Χίλμαν ήταν απλώς ένας ταραξίας που καιροσκοπούσε γύρω από δυσκολίες οι οποίες έχουν προ πολλού αντιμετωπιστεί ή επιλυθεί. Ή, πάλι, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα ζητήματα αυτά είναι πολύ σοβαρά και παρουσιάζουν ακόμη ανυπέρβλητες δυσκολίες, που είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν σε σύντομο χρόνο. Αυτό το στρατήγημα χρησιμοποίησε ο Κ. Ρ. Πόρτερ, ένας γνωστός ειδικός ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, για να αποφύγει την αντιπαράθεση με τον Χίλμαν κατά τη διάρκεια των εργασιών του διεθνούς συνεδρίου κυτταρικής βιολογίας του Βερολίνου, το 1980. Στη διάρκεια της ομιλίας του ο Πόρτερ παρουσίασε διαφάνειες που έδειχναν τις λεπτομέρειες του ενδοπλασματικού δικτύου, και όταν ο Χίλμαν τον ρώτησε πώς, κατά τη γνώμη του, οι ενδοκυτταρικές κινήσεις δεν εμποδίζονταν από τις μικροδιακλαδώσεις του δικτύου που εκείνος είχε τόσο ωραία παρουσιάσει, απάντησε: «Αυτό είναι πραγματικά μεγάλο πρόβλημα». «Πράγματι», του αντέταξε ο Χίλμαν όσο πιο ευγενικά μπορούσε. «Γι ' αυτό θα σας ήμουν ευγνώμων αν θέλατε να συζητήσετε μαζί μου πώς θα το λύσουμε». «Α, όχι», απάντησε ο Πόρτερ, «θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο, ας το αφήσουμε».

Περισσότερο κόσμιος υπήρξε ένας Άγγλος βιοχημικός, που είχε επιτεθεί στον Χίλμαν ασκώντας κριτική στο βιβλίο του· στην επιστολή διαμαρτυρίας που του έστειλε ο Χίλμαν, και στο αίτημά του για μια συνάντηση όπου θα δίνονταν οι απαραίτητες διευκρινίσεις, απάντησε με μια πρόσκληση σε γεύμα στο εργαστήριό του -αλλά, ξεκαθάρισε, υπό την προϋπόθεση να μη μιλήσουν για βιοχημεία επειδή, κατά την άποψή του, κάτι τέτοιο «would generate more heat than ljght», σαν να λέμε, « θα χαλούσαμε το γεύμα μας εξαπτόμενοι και χωρίς να βγάλουμε άκρη».

Φυσικά, ο Χίλμαν θεωρεί δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα - ενδεχομένως μετά τον θάνατό του - θα δικαιωθεί, και στηρίζει την πεποίθησή του όχι μόνο στην επιστημονική αυστηρότητα των επιχειρημάτων του, αλλά και σε κάποιες θεαματικές αναδιπλώσεις που σημειώθηκαν, αν και όχι δημοσίως, στο αντίπαλο στρατόπεδο. Γεγονός είναι ότι τα επιχειρήματα του Χίλμαν έχουν ένα κάποιο βάρος και βρίσκουν υποστηρικτές ακόμα και στο στρατόπεδο των αντιπάλων του εφόσον μάλιστα άπτονται πολύ σοβαρών ζητημάτων, που συνδέονται κυρίως με υπέρογκα έξοδα και σημαντικά προβλήματα της υγείας. Η λογική θα επέβαλλε την κλήση κάθε μεμονωμένου επιστήμονα να τοποθετηθεί πάνω στο θέμα, αλλά και την παρότρυνση σύσσωμης της κοινότητας των βιολόγων που εργάζονται στον τομέα της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, να αντιμετωπίσει ξεκάθαρα και σοβαρά το πρόβλημα. Αν ο Χίλμαν έχει άδικο, όπως μοιάζει να πιστεύει η πλειονότητα των μελετητών, τότε αφενός οι βιολόγοι δεν φταίνε καθόλου για τις αποτυχίες της ιατρικής, αφετέρου τα ηλεκτρονικά μικροσκόπια και τα άλλα όργανα βιοϊατρικής έρευνας μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα και τα σχετικά έξοδα δικαιολογημένα. Με δυο λόγια, όλα καλά. Αν όμως, όπως φαίνεται, υπάρχει έστω και μια - ελάχιστη έστω - πιθανότητα να έχει δίκιο
ο Χίλμαν, τότε η εντιμότητα (και όχι μόνον η πνευματική), ο σεβασμός για τις ταλαιπωρίες του άλλου και η τίμια και λογική χρήση του δημόσιου χρήματος απαιτούν από την επιστημονική κοινότητα μια συμπεριφορά πολύ πιο σαφή, ενεργό και σταθερή από αυτήν που τηρήθηκε μέχρι στιγμής. Το ζήτημα είναι τόσο σημαντικό, ώστε να δικαιολογεί μια σοβαρή, γενική και σταθερή, αλλά κυρίως αμερόληπτη στάση βιολόγων και γιατρών, ώσπου να οριστεί ξεκάθαρα αν και μέχρι ποιου βαθμού έχει άδικο ο Χίλμαν.