Το κείμενο αυτό αποτελεί τμήμα του ανέκδοτου ημερολογίου του αναρχικού αγωνιστή Γιάννη Ταμτάκου και αναφέρεται στην εξέγερση του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Το συγκεκριμένο απόσπασμα δημοσιεύτηκε το 1995 στην εφημερίδα "Άλφα", ενώ οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Ζιούτου και δημοσιεύτηκαν από τον "Ιό της Κυριακής" το 1995 επίσης.  

Ιστορία

Αρχείο PDF
(0.487 MB)


 

 9 Μάη 1936
Θεσσαλονίκη

Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στην Θεσσαλονίκη ξέσπασαν αυθόρμητα, με αφορμή την απεργία του καπνεργοστασίου «Κομέρσιας». Οι εργάτες είχαν υποβάλει τα αιτήματά τους στον εργοδότη και όταν αυτός τα απέρριψε, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέσα σε αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση των άλλων εργοστασίων. Σε λίγες μέρες κηρύσσεται παν – καπνεργατική απεργία κι από τις δύο συνομοσπονδίες και σωματεία, των συντηρητικών από τη μια και της Ενωτικής – που επηρέαζε το ΚΚΕ – από την άλλη.


Ο ταγματάρχης Μαρινάκης μιλά στους συγκεντρωμένους λίγο πριν από την κηδεία των θυμάτων (10 Μάη).
Έχει προηγηθεί η συναδέλφωση απεργών και στρατεύματος.

Ήταν ακόμα η εποχή που η πολιτική του σταλινισμού ήταν υπέρ της γενίκευσης των απεργιών. Όταν η απεργία άρχισε να επεκτείνεται μέσα στους άλλους κλάδους, παίρνοντας γενικότερο χαρακτήρα, οι σταλινικοί που είχαν την πλειοψηφία, δίνουν εντολή να μετατραπούν οι διοικήσεις των σωματίων σε απεργιακές επιτροπές, οι δε γραμματείς τους να αποτελέσουν την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Και αυτό δίχως να προηγηθούν συνελεύσεις των σωματείων για να εκλέξουν οι ίδιοι οι εργάτες απεργιακές επιτροπές. Δεν έγινε καμία γενική συγκέντρωση, αλλά σε διάφορες συγκεντρώσεις σε σημεία της πόλης, ομιλητές από πρόχειρα βήματα μιλούσαν στο λαό. Σε μια τέτοια συγκέντρωση κοντά στην διασταύρωση Εγνατίας και Βενιζέλου, οι χωροφύλακες του Ε’ Αστυνομικού Τμήματος – που βρισκόταν στην Εγνατία απέναντι από τα λουτρά «Παράδεισος» στην πλατεία Αριστοτέλους – πυροβόλησαν χωρίς λόγο πάνω στους συγκεντρωμένους εργάτες και σκότωσαν 7 – 8. Κατόπιν πυροβολούν και σε άλλα σημεία, προσπαθώντας να διαλύσουν τους συγκεντρωμένους, σκοτώνοντας και άλλους, ανάμεσα σ’ αυτούς και γυναίκες. Οι σκοτωμένοι ήταν τελικά πάνω από 12 και οι τραυματίες πάνω από 300.


Κοντά στην Εγνατία δολογονήθηκε ο Τάσος Τούσης.
Οι σύντροφοί του
τον τοποθετούν σε μία πόρτα.

Αυτή η σφαγή προκαλεί την αγανάκτηση και εξέγερση των εργατών. Το τι έγινε είναι απερίγραπτο. Να κτυπούν οι καμπάνες πολλών εκκλησιών του Αγ. Δημητρίου καλώντας τον κόσμο σε εξέγερση, να γεμίζουν οι δρόμοι από αγανακτισμένες μάζες από τις διάφορες συνοικίες, άνδρες και γυναικόπαιδα με άγριες διαθέσεις να λυντσάρουν χωροφύλακες με πέτρες, να φωνάζουν «κάτω οι δολοφόνοι», άλλοι πάλι να θέλουν να βάλουν φωτιά στα τμήματα στα οποία οι δολοφόνοι αναγκάσθηκαν να  κλειστούν μέσα και κάτω από το κτίριο του Διοικητηρίου στο υπόγειο, άλλοι εργάτες ζητούσαν όπλα κι αυτοί να καταγγέλλονται σαν προβοκάτορες από τους σταλινικούς. Οι σταλινικοί που ήταν πριν υπέρ της γενίκευσης των απεργιών τώρα προσπαθούν να συγκρατήσουν τις εξεγερμένες μάζες για να μην κάμουν έκτροπα (εδώ πρέπει να σημειώσω όταν ο γραφών μιλούσε στην οδό Εγνατίας και Βενιζέλου γωνία, ανεβασμένος σ’ ένα περίπτερο σε ογκώδη συγκέντρωση, ο σταλινικός κούτβης Σολομών Κοέν, στέλεχος του ΚΚΕ, διέδιδε στους συγκεντρωμένους πως εγώ που μιλάω πάνω στο περίπτερο, ήμουν χαφιές, Τότες μια ομάδα από νέους τσαγκαράδες που με γνώριζαν καλά του είπαν να ντρέπεται λιγάκι για την συκοφάντηση που έκαμε γιατί αν τον έπιαναν, του είπαν, οι εργάτες που δεν τον ξέρουν στην αγανάκτησή τους θα τον ξέσκιζαν – ας σημειωθεί πως η ομάδα αυτή των νέων ήταν σταλινικοί της κομματικής νεολαίας, κι ακόμη του είπαν πως εγώ δεν είμαι δικός τους αλλά ένας τίμιος εργάτης. Τα παιδιά ήρθαν και μου το είπαν για να προσέχω – αυτός έφυγε, όπως όμως αποκαλύφθηκε αργότερα με τη δικτατορία του Μεταξά, είχε παραδώσει στην ασφάλεια τους περισσότερους σταλινικούς ισραηλίτες και έλληνες στη Θεσσαλονίκη, όπως φαίνεται από χρόνια δούλευε για λογαριασμό της ασφάλειας μέσα στο ΚΚΕ, γιατί κάποτε όταν ακόμη ήταν ο Στίνας στο ΚΚΕ και υπεύθυνος της περιφερειακής Μακεδονίας Θράκης αυτός ο κούτβης Σολομών Κοέν του είχε προτείνει του Στίνα να κάμει μια φράξια μέσα στην ασφάλεια που γνώριζε όπως έλεγε ορισμένους «καλούς» για λογαριασμό του Κόμματος, για να μαθαίνουν τις κινήσεις της ασφάλειας, αλλά όπως απεδείχθη η ασφάλεια είχε γερή φράξια μέσα στο ΚΚΕ με αυτόν τον Σολομών Κοέν, τον Λιθοξόπουλο, τον Μελίκογλου κλπ.


Η εικόνα με τον θρήνο της μάνας του είναι η πιο γνωστή εικόνα της εξέγερσης.

Αλλά οι μάζες είναι τώρα κυρίαρχες στους δρόμους και τότες δίνεται η εντολή να επέμβει ο στρατός. Ο στρατός όμως από την πρώτη στιγμή δείχνει φιλικές διαθέσεις και συμπάθεια στους εργάτες, οι οποίοι χειροκροτούν τους στρατιώτες και τους αγκαλιάζουν. Ο στρατός είναι στην ουσία με το μέρος των εργαζομένων. Συναδελφώνονται σχεδόν με το πλήθος και αυτό το βλέπουν οι ανώτεροί τους, Τότες κάνουν την εμφάνισή τους σε μια συνεδρίαση της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής (ΚΑΕ) οι βενιζελικοί βουλευτές της Θεσσαλονίκης, Ζάνας και Μαυροκορδάτος, δήθεν για μεσολάβηση. Στην αρχή ζητούσαν να λυθεί η απεργία στα νοσηλευτικά ιδρύματα (βλέπεις τους πήρε ο πόνος τους ανθρώπους του ιδιώνυμου, τα κοπέλια του Βενιζέλου), να παρασχεθεί σ’ αυτά τροφοδοσία κλπ. Αλλά κατόπιν άρχισαν να επεμβαίνουν  γενικότερα στο ζήτημα της απεργίας. Από τα μέλη της ΚΑΕ μόνο ο Π.Β., γραμματέας τότες των υφαντουργών αντέδρασε στις επεμβάσεις των Βενιζελικών βουλευτών. Όταν το ζήτημα ήρθε στις κλαδικές απεργιακές επιτροπές αντέδρασαν στους τσαγκαράδες οι σύντροφοι Γιάννης Ταμτάκος και Κώστας Κωσταντόπουλος, για τις παρεμβάσεις.


Κυριακή 10 Μάη. Ο λαός της Θεσσαλονίκης κηδεύει τα θύματα της εξέγερσης

Η γενική πανελλαδική απεργία που είχαν υποσχεθεί να κηρύξουν οι δύο συνομοσπονδίες, ύστερα από εσκεμμένες παρελκυστικές διαπραγματεύσεις πάνω από μια εβδομάδα, είχε στο τέλος μηδαμινά αποτελέσματα. Η κατάσταση στο μεταξύ με την πάροδο των ημερών είχε ξεθυμάνει και η αποτυχία της ήταν αναμενόμενη. Ο στρατηγός Ζέπος αφού είδε ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον στρατό της Θεσσαλονίκης (οι χωροφύλακες ήταν πανικόβλητοι και κλεισμένοι στα αστυνομικά τμήματα) άρχισε να δίνει υποσχέσεις πως όλα τα ζητήματα των εργατών θα ικανοποιηθούν. Τα θύματα και οι οικογένειές τους θα αποζημιωθούν, οι δε ένοχοι θα τιμωρηθούν και πολλά άλλα. Οι αρχηγοί των εργατών, ο αξιοθρήνητος βουλευτής τους ΚΚΕ Μιχ. Σινάκος, ο Απόστ. Κρόζος και ο Σταυρίδης, που ήταν συντηρητικός, κάμουν δεκτές τις υποσχέσεις του στρατηγού Ζέπου και καλούν τους εργάτες να δώσουν εμπιστοσύνη στο «λόγο τιμής» ενός ανώτατου αξιωματικού και να πάνε ήσυχα στα σπίτια τους. Έτσι κατέληξε και κατάρρευσε προδομένη μια μεγαλειώδης εξέγερση. Την άλλη μέρα αντίς να ικανοποιηθούν τα ζητήματα των εργατών και να αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων, η κυβέρνηση μετέφερε από τη Λάρισα νέο στρατό και ιππικό της εμπιστοσύνης της. Επίσης το λιμάνι της Θεσσαλονίκης γέμισε από πολεμικά πλοία, η πόλη τώρα στρατοκρατείται, αρχίζουν οι συλλήψεις και οι σταλινικοί με προκήρυξή τους καταγγέλλουν το Ζέπο που δεν κράτησε το λόγο της στρατιωτικής του «τιμής».

Λίγα λόγια για τον μπαρμπα–Γιάννη Ταμτάκο


Ο μπαρμπα - Γιάννης Ταμτάκος με τον Άγι Στίνα

Γεννήθηκε το 1908. Δύο φορές πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, από 6 χρονών μπήκε στην παραγωγή πουλώντας κουλούρια και κάνοντας τον λούστρο. Το 1918 – 19, σε ηλικία 11 χρόνων πρωτοπήγε σε μια εργατική συγκέντρωση για την πρωτομαγιά στην Ευαγγελίστρια της Θεσσαλονίκης. Πλησιάστηκε από τους αρχειομαρξιστές το 1925 – 26, απ’ τον Πολλάτο και άλλους. Πήρε μέρος σ’ όλους τους απεργιακούς αγώνες, σαν τσαγκάρης με την ιδιότητα του εκλεγμένου συμβούλου και σαν γραμματέας του σωματείου των υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης. Κατηγορήθηκε για τα γεγονότα του 1936 ως πρωτεργάτης μαζί με άλλους 52 εργάτες. Στάλθηκε εξορία και φυλακή για πολλά χρόνια, βάσει του ιδιώνυμου, μέχρι το 1942. Φεύγοντας η κυβέρνηση Τσουδερού τους άφησε εξόριστους στην Γαύδο και τους παρέδωσε στους Γερμανούς. Πολλοί απ’ αυτούς εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και στο Νεζερό της Λάρισας. Έχει στο ενεργητικό του και πολλές αποδράσεις με πιο ηρωική αυτήν απ’ την Καισαριανή. Γνώρισε εκεί τους περισσότερους απ’ τους τουφεκισθέντες και θα ήταν ένας παραπάνω νεκρός να δεν δραπέτευε.

Σαν επαναστάτης σοσιαλιστής δεν πήρε μέρος στον 2ο ιμπεριαλιστικό πόλεμο γιατί θεωρούσε το κίνημα του ΕΑΜ σαν εξάρτημα του επιτελείου της Μέσης Ανατολής, για την απελευθέρωση της ελληνικής αστικής τάξης. Καλλιεργούσε μαζί με τους συντρόφους του Στίνα, Βουρσούκη, Μακρή, Κρόκο, Καστοριάδη κλπ, τον επαναστατικό διεθνισμό για μια κοινωνία αυτόνομη, αυτοδιαχειριζόμενη, διακηρύσσοντας την συναδέλφωση των εμπόλεμων στρατιωτών. Γι’ αυτή του τη δράση καταδιώχθηκε από την αστική τάξη, τους φασίστες και τους σταλινικούς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξέφυγε από το σταλινικό λεπίδι της Ο.Π.Λ.Α. («έτυχε» να κυκλοφορεί στην περίοδο των εκκαθαρίσεων με διάφορες ταυτότητες και ψευδώνυμα).

Μετά τον πόλεμο φεύγει από την ελλάδα ουσιαστικά σαν πρόσφυγας. Επιστρέφει στην δικτατορία και έκτοτε ζει στη Θεσσαλονίκη.