Ιστορία

 

 

 

Εισαγωγή

Η Οθωμανική Βοσνία

Η Βοσνία τον 19ο αιώνα

Η Αυστροουγγρική κατοχή

Οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας & το ζήτημα μιας εθνικής συγκρότησης

Σημειώσεις

Βιβλιογραφία

Οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας
Γιάννης Παπαδόπουλος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η περιοχή της Βοσνίας στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το πλησιέστερο όριο της Οθωμανικής Επικράτειας στην Δύση. Η περιοχή της Βοσνίας κατακτιέται απ’ την Οθωμανική Αυτοκρατορία και παραμένει κάτω απ’ αυτό το καθεστώς μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η περιοχή της Βοσνίας αποτελεί το σύνορο μεταξύ των 2 μεγάλων αυτοκρατοριών της Κεντρικής Ευρώπης και της Βαλκανικής. Της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ως εκ τούτου η περίοδος που θα μας απασχολήσει σ’ αυτή την εργασία ξεκινά απ’ τα τέλη του 18ου και φτάνει μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Πέρα απ’ αυτό η ιστορική μελέτη για την Βοσνία και τους λαούς που ζουν στην περιοχή αυτή έχει να παρουσιάσει πολλές ιδιαιτερότητες. Βλέποντας τη σύνθεση των πληθυσμών μπορούμε αρχικά να πούμε ότι πρόκειται για μια «πολύ – θρησκευτική» και, από κάποιο σημείο και μετά, πολυεθνική κοινότητα σε μια εξαιρετικά αραιοκατοικημένη περιοχή. Και μπορούμε να μιλάμε για μια πολυεθνική κοινωνική οντότητα ¨από κάποιο σημείο και μετά» γιατί ακόμα και στα μέσα του 19ου αιώνα όταν πια το πρότυπο της κοινωνικής οργάνωσης στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους έχει κατακλύσει ολόκληρη την Ευρώπη και τον Βαλκανικό χώρο, μόλις τότε αρχίζει να καλλιεργείται μια εθνική συνείδηση και ιδεολογία στους Βόσνιους.

Οι κυριότερες θρησκευτικές κοινότητες που συνιστούν την Βοσνιακή κοινωνία είναι τρεις. Οι δύο χριστιανικές, ορθόδοξη και καθολική, και η μουσουλμανική. Η μουσουλμανική απαρτίζεται κυρίως από εξισλαμισμένους Σλάβους, η ορθόδοξη από Σέρβους και η καθολική από Κροάτες. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η τοποθέτησή τους στο χώρο είναι εξαιρετικά συγκεχυμένη και ο καθορισμός τους ως Σερβικών και Κροατικών αφορά τον 19ο αιώνα και μετά.

Συνοπτικά τα θέματα που θα αναπτυχθούν σ’ αυτή την εργασία έχουν να κάνουν με την κοινωνικοοικονομική οργάνωση στην Οθωμανική Βοσνία του 18ου και μέρους του 19ου αιώνα, με την ανάπτυξη των εθνικισμών και τις πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν στην περιοχή από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Και σε ένα πιο αναλυτικό επίπεδο θα διαπραγματευθεί το πώς δομείται και εκφράζεται η ταυτότητα των Βόσνιων Μουσουλμάνων αυτής της περιόδου κάτω απ’ τις νέες αυτές συνθήκες και αν αυτή η ταυτότητα μπορεί να χαρακτηριστεί εθνική ή όχι.

Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΒΟΣΝΙΑ

Η Βοσνία του 17ου αιώνα κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τις υπόλοιπες βαλκανικές περιοχές ως προς τον τρόπο που είναι οργανωμένες η οικονομία και η κοινωνία γενικότερα.

Στο κέντρο της οικονομικής ζωής βρίσκεται η καλλιέργεια της γης και η αγροτική παραγωγή. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η αγροτική παραγωγή είναι αυτός του τιμαριωτικού συστήματος αν και από τις αρχές του 17ου αιώνα αρχίζει να φαίνεται μια αλλαγή. Το σύστημα της στρατιωτικής – φεουδαλικής θητείας αρχίζει να διαβρώνεται και εμφανίζεται μια καινούργια αριστοκρατία που οργανώνεται στη βάση της μεγάλης κληρονομικής γαιοκτησίας. Οι Kapetans1 και οι ajans2. Οι Kapetans στα τέλη του 16ου αιώνα ήταν οι αξιωματικοί του στρατού που βρίσκονταν κυρίως στις συνοριακές περιοχές. Η περιοχή που κυβερνούσαν ήταν τα Kapetanija (γεωγραφικές μονάδες υποδεέστερες των sandzak). Κύρια εργασία των Kapetan ήταν να ελέγχουν τα σύνορα και να εποπτεύουν τους δρόμους. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα τα Kapetanija επεκτείνονται και στο εσωτερικό της Βοσνίας υπό την ανοχή της Σουλτανικής εξουσίας στην προσπάθεια περιορισμού των σαντζάκ – μπέηδων. Ο θεσμός αυτός είναι πρωτότυπος για την Βαλκανικό χώρο και φαίνεται να βοηθά την ανάπτυξη της περιοχής στις περιπτώσεις που λειτουργούν σωστά. Οι ajans ήταν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι στις πόλεις οι οποίοι είχαν ως ευθύνη την τήρηση της τάξης και του νόμου. Προέρχονται από τις τάξεις των σπάχηδων και των γενίτσαρων. Καταλάμβαναν το αξίωμά τους συνήθως μετά από επιλογές στις οποίες ψήφιζαν αντιπρόσωποι και των Μουσουλμανικών και των Χριστιανικών κοινοτήτων. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα αξιώματα του Kapetan και του ajan απευθύνονται μόνο σε μουσουλμάνους. Με τον καιρό το γαιοκτησιακό καθεστώς που απολαμβάνουν οι αξιωματούχοι της Οθωμανικής κεντρικής εξουσίας αλλάζει και ένα μεγάλο μέρος των γαιών ιδιοποιείται απ’ τους αξιωματούχους. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι το μέγεθος της γαιοκτησίας ποικίλλει και ανάλογα χαρακτηρίζεται με τους όρους agaluk (για μικρή ιδιοκτησία) και beglik (για μεγάλη ιδιοκτησία). Μια ακόμα αλλαγή βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ κατά τον 15ου αιώνα, φεουδαρχικού τύπου γαιοκτήμονες μπορεί να προέρχονται και από την Μουσουλμανική αλλά και από την Χριστιανική κοινότητα, τον 19ο αιώνα η πλειονότητα των ακτημόνων χωρικών είναι Χριστιανοί. Αυτή η κοινωνική ομάδα είναι γνωστή με τον όρο Kmets3.

Στον εμπορικό τομέα μεγάλης σημασίας είναι η συνθήκη του Πασσάροβιτς που υπογράφει η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την Αυστριακή και ανοίγει το δρόμο στους Οθωμανούς για εμπορικές συναλλαγές με την Αυστρία.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο που έχει προκύψει απ’ την ιστορική έρευνα είναι η μεγάλη δημογραφική αύξηση κυρίως κατά τον 18ο αιώνα. Όπως επίσης και η αύξηση των πληθυσμών και η ανάπτυξη των πόλεων οι οποίες απαρτίζονται κυρίως από χριστιανούς Βόσνιους που είχαν αποκλειστεί από την αγροτική παραγωγή και δραστηριοποιούνται στο εμπόριο. Αλλά οι ομάδες αυτές είναι ακόμα περιορισμένες αφού μέχρι και την Αυστροουγγρική κατοχή το 80% περίπου του πληθυσμού της Βοσνίας ασχολείται στον αγροτικό τομέα.

Η ΒΟΣΝΙΑ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ

Η Βοσνία του 19ου αιώνα είναι μια περιοχή έντονων κοινωνικών αντιθέσεων, εντάσεων και πολιτικών διεργασιών.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στην Βοσνία όσο και σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρατηρείται ένα πολιτικός κατακερματισμός με την εξουσία να συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στα χέρια τοπικών αρχόντων και ηγετών. Ως εκ τούτου η κεντρική εξουσία προσπαθεί μέσω πολιτικών και στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων να ξανασυγκεντρώσει την εξουσία.

Έτσι σε ένα πρώτο στάδιο, οι συγκρούσεις και οι πολιτικές διαμάχες αφορούν αυτόν τον καταμερισμό ή όχι της εξουσίας.

Παραδείγματα που υποδηλώνουν το μέγεθος αυτής της σύγκρουσης είναι οι (πρώτες) εξεγέρσεις του 1814 – 15 και κυρίως τη δεκαετία του 1820 που είχαν να κάνουν με την κατάργηση του τάγματος των γενίτσαρων. Μια άλλη παρόμοια εξέγερση ήταν αυτή του 1831 καθοδηγούμενη από έναν μουσουλμάνο τοπικό άρχοντα, τον Husejn Kapetan, πρόθεση του οποίου ήταν η διοικητική αυτονομία της Βοσνίας. Όλες όμως οι εξεγέρσεις καταστάλθηκαν από τον Οθωμανικό στρατό. Οι πρώτες εξεγέρσεις κοινωνικού χαρακτήρα σημειώνονται το 1834 και 1835 (κυρίως από ορθόδοξους και καθολικούς ακτήμονες) παρά τις μεταρρυθμίσεις του 1831 (κατάργηση της τιμαριωτικής ιδιοκτησίας) και του 1835 (κατάργηση του συστήματος των Kapetans).

Επίσης παρά τις επόμενες γενικές μεταρρυθμίσεις που ακολουθούν με τα διατάγματα του Hatt-i Serif (1839) και Hatt-i Humayum (1856) οι αλλαγές αργούν για τουλάχιστον μια 10ετία να γίνουν ορατές και συν τοις άλλοις δίνουν μια νέα τροπή στα πράγματα. Μεταξύ άλλων δίνουν τη δυνατότητα στις δυο χριστιανικές κοινότητες να οργανωθούν γύρω από τις Εκκλησίες τους μέσω της ισονομίας και της ελεύθερης επιλογής και τέλεσης της θρησκείας που προβλέπουν.

Έτσι από το 1860 τόσο η καθολική όσο και η ορθόδοξη εκκλησία αποκτούν πέρα από τον θρησκευτικό λόγο και έναν πολιτικό.

Παρόλ’ αυτά κατά τη δεκαετία του 1860 δεν παρατηρούνται ιδιαίτερες αντιθέσεις μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Αντίθετα μάλιστα σε πολλές περιπτώσει δείχνουν να συνεργάζονται στον αγώνα κατά των μεγαλοκτηματιών. Οι πρώτες θρησκευτικές αντιπαραθέσεις εμφανίζονται στη δεκαετία του 1870. Αντιπαράθεση που φαίνεται να βασίζονται σε υποψίες μουσουλμάνων για Σερβική – Ρωσική υποκίνηση όσον αφορά τους Ορθόδοξους και Αυστροουγγρική όσον αφορά τους Καθολικούς.

Αποτέλεσμα αυτών των έντονων θρησκευτικών και κοινωνικών αντιπαραθέσεων είναι μια γενικευμένη και σοβαρή κρίση που εκδηλώνεται την τριετία 1875 – 78.

Η κρίση ξεκινά ουσιαστικά απ’ την Ερζεγοβίνη4 όπου το καλοκαίρι του 1875 εκδηλώνεται ένοπλη εξέγερση των χωρικών και ακτημόνων. Σύντομα η εξέγερση εξαπλώνεται και βορειότερα όπου και υπάρχουν βάσιμες υποψίες για Σερβική υποκίνηση. Πράγματι τον Ιούλιο του 1876 η Σερβία και το Μαυροβούνιο κηρύττουν πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά όπως θα δείξουν τα πράγματα χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Καθοριστικής σημασίας όμως είναι ο πόλεμος που ξεσπά μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο οποίος λήγει το 1878 με τη συνθήκη του Αγ. Στεφάνου. Όσον αφορά το θέμα της Βοσνίας δεν υπάρχουν και δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές στην περιοχή. Εκεί όμως που υπάρχουν καθοριστικές αλλαγές για την περιοχή είναι στην αναθεωρημένη της μορφή, στη συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος 1878) όπου η διοίκηση και η κατοχή της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης περνά στην Αυστροουγγαρία.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο αξίζει να σημειωθούν κάποιες παρατηρήσεις. Η καταστολή αυτής της εξέγερσης (1875 – 76) στη Βοσνία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και από στρατεύματα τοπικών αρχόντων, στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 5.000 εξεγερμένους και δημιούργησε τουλάχιστον 100.000 και πιθανόν μέχρι 250.000 πρόσφυγες. Αυτά τα νούμερα δείχνουν το μέγεθος της κρίσης η οποία στη βάση της ήταν κοινωνική και οικονομική αλλά εμπεριείχε και θρησκευτικά και σε κάποιο μικρό βαθμό εθνικά χαρακτηριστικά.

Η δεύτερη παρατήρηση έχει να κάνει με το αποτέλεσμα της κρίσης που δεν ήταν άλλο από την Αυστροουγγρική κατοχή. Μια περίοδος που υπήρξε πολύ πιο καθοριστική για την γέννηση και τη συγκρότηση εθνικών συνειδήσεων στην περιοχή απ’ ότι η περίοδος μέχρι το 1878.

Η ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΡΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Τον Αύγουστο του 1878, έναν μόλις μήνα μετά τη συνθήκη του Βερολίνου, εκδηλώνεται η Αυστριακή εισβολή στην Βοσνία. Είναι αλήθεια ότι ο Αυστριακός στρατός δεν συνάντησε μια οργανωμένη αντίσταση κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων παρά τις όποιες φιλόδοξες προσπάθειες των κατά τόπους μουσουλμάνων θρησκευτικών ηγετών. Έτσι σε ένα διάστημα 3 μηνών η Βοσνία είχε πλήρως καταληφθεί απ’ τον Αυστριακό στρατό.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μέρος της συμφωνίας του Βερολίνου καθιστούσε την Αυστροουγγαρία υπεύθυνη για την διοίκηση και κατάληψη της Βοσνίας αλλά σε καμία περίπτωση για την προσάρτησή της. Σ’ αυτό το πλαίσιο τον έλεγχο της Βοσνίας δεν τον ανέλαβε ούτε η Αυστρία αλλά ούτε και η Ουγγαρία αλλά το κοινό Αυτοκρατορικό Υπουργείο Οικονομικών.

Το πρώτο μέλημα της Αυστροουγγρικής διοίκησης ήταν ο επαναπατρισμός 200.000 προσφύγων. Σε έναν βαθμό αυτό επιτεύχθηκε αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε ότι η ίδια η Αυστριακή κατοχή δημιούργησε ένα νέο κύμα προσφύγων αυτή τη φορά κυρίως μουσουλμάνων.

Στον οικονομικό τομέα είναι γεγονός ότι η περιοχή υπέστη μια αλματώδη ανάπτυξη. Οι εμπορικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατακόρυφα, η βιομηχανία άρχισε να αναπτύσσεται ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα υποδειγματικό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο. Παρόλ’ αυτά το μεγάλο κοινωνικό αίτημα για την αποκατάσταση των ακτημόνων και των οικονομικά υποδούλών μικροκαλλιεργητών δεν φαίνεται να ικανοποιείται ούτε απ’ την Αυστροουγγρική πολιτική.

Το δυσκολότερο όμως πρόβλημα για την αυτοκρατορική διοίκηση είναι η διαχείριση των θρησκευτικών ζητημάτων. Ένα πρόβλημα το οποίο όπως θα δούμε παρακάτω συνδέεται με την δημιουργία πολιτικών παρατάξεων με προέκταση την ανάδειξη ενός πολιτικού και εθνικού λόγου από τις 3 θρησκευτικές κοινότητες της Βοσνίας και κατ’ επέκταση τη διάχυση της εθνικής ιδεολογίας σε ένα ευρύτερο κοινωνικό φάσμα.

Είναι γεγονός ότι μεταξύ Αυστροουγγρικής διοίκησης και μουσουλμανικών κοινοτήτων προέκυψαν αντιπαραθέσεις που είχαν ως βάση θρησκευτικές πρακτικές που είχαν καθιερωθεί κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας (π.χ. το ζήτημα των βακούφικων ιδρυμάτων). Αντιπαραθέσεις που σύντομα ξέφυγαν από το θρησκευτικό επίπεδο και κατέληξαν σ’ ένα πολιτικό επίπεδο. Το ερώτημα λοιπόν που γεννάται είναι αν οι θρησκευτικές αντιπαραθέσεις (τόσο μεταξύ Αυστροουγγρικής διοίκησης και μουσουλμανικής κοινότητας όσο και μεταξύ των 3 θρησκευτικών κοινοτήτων) αλλά και οι κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες υπήρξαν καθοριστικής σημασίας για την γέννηση των όποιων εθνικών ιδεολογιών στη Βοσνία.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα το ζήτημα είναι χρήσιμο να δούμε την κοινωνική και πολιτική κατάσταση που επικρατεί κυρίως στο μεσοδιάστημα της Αυστροουγγρικής κυριαρχίας, λίγο πριν και λίγο μετά το 1900, τόσο στο εσωτερικό όσο και στις υπόλοιπες «νοτιοσλαβικές» περιοχές.

Είναι αλήθεια ότι ένα μουσουλμανικό κίνημα για την προάσπιση των μουσουλμανικών δικαιωμάτων άρχισε να οργανώνεται από τα τέλη του 19ου αιώνα. Αυτό το κίνημα υπήρξε θα λέγαμε προάγγελος για τη δημιουργία μιας μελλοντικής καθαρά πολιτικής παράταξης. Παράλληλα οι καχυποψίες για προσηλυτισμούς και εύνοια εκ μέρους της αυτοκρατορικής διοίκησης προς τους χριστιανούς συνέχιζαν να δίνουν τροφή στις ενδο - βοσνιακές θρησκευτικές αντιπαραθέσεις.

Ενώ δεν πρέπει να αγνοούμε και το κίνημα για την νοτιοσλαβική ένωση που φαίνεται να ξεκινά από την Σερβία αλλά αγγίζει σε έναν σεβαστό βαθμό πληθυσμούς ακόμα και μέσα στις κροατικές – καθολικές και μουσουλμανικές κοινότητες.

Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες καθοριστικής σημασίας υπήρξε η πολιτική που ακολούθησε ο Υπουργός Οικονομικών και διοίκησης της Βοσνίας (1882 – 1905) Benjamin Kàllay αλλά και ο διάδοχός του στη θέση αυτή (1905 – 1912) Baron Buriàn αλλά και το Αυστροουγγρικό υπουργείο Εξωτερικών.

Κατ’ αρχήν μέσα στα πολιτικά σχέδια του Kàllay υπήρξε η αποτροπή της εξάπλωσης του Κροατικού και Σερβικού εθνικισμού στην Βοσνία με την ανάπτυξη μιας ξεχωριστής Βοσνιακής εθνότητας. Μια τέτοια πολιτική είχε ίσως επιτύχει αποτελέσματα όσον αφορά την Μουσουλμανική κοινότητα αλλά όχι και για τις άλλες δύο. Και ως εκ τούτου μια πολιτική που μιλούσε με εθνικούς όρους νομιμοποιούσε τους όποιους εθνικισμούς στη Βοσνία.

Επιπλέον πρέπει να σημειωθούν οι ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Αυστροουγγαρίας αλλά και το κίνημα των Νεοτούρκων που εκδηλώθηκε λίγο αργότερα (1908) και προξένησε προς στιγμή τον φόβο νέας εμπλοκής της Τουρκίας στο Βοσνιακό θέμα. Επίσης στο εσωτερικό της Βοσνίας ήδη οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την δημιουργία των πρώτων πολιτικών παρατάξεων5. Τις ήδη τεταμένες σχέσεις της Αυστροουγγαρίας με την Σερβία αλλά και το αντί - Αυστριακό αίσθημα που υπάρχει στο εσωτερικό της Βοσνίας έρχεται να επιδεινώσει η ανακοίνωση του Αυστριακού υπουργείου Εξωτερικών τον Οκτώβριο του 1908 το οποίο κηρύσσει την πλήρη προσάρτηση της Βοσνίας. Σχεδόν αμέσως ιδρύονται στη Βοσνία φιλοσερβικές αλλά και φιλοκροατικές οργανώσει όπως η “Narodna Odbama” (Εθνική Άμυνα), Mlada Bosna κ.τ.λ., οι οποίες αρχίζουν να συγκλίνουν προς την ιδέα μιας νοτιοσλαβικής ένωσης.

Κι ενώ το 1912 ξεσπά ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος το αντί – Αυστροουγγρικό αίσθημα τονώνεται όλο και περισσότερο με αποκορύφωμα την δολοφονία του διαδόχου του Αυστριακού Θρόνου στο Σεράγεβο τον Ιούλιο του 1914 από μέλη της Mlada Bosna. Οι πολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η Αυστροουγγαρία κηρύσσει πόλεμο στην Σερβία και λίγο αργότερα ακολουθεί η γενικευμένη σύρραξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Τον Ιούλιο του 1917 μια Γιουγκοσλαβική επιτροπή που απαρτίζεται από διακεκριμένες προσωπικότητες της Κροατίας, της Σερβίας, της Σλοβενίας μαζί με την Σέρβικη Κυβέρνηση υπογράφουν τη διακήρυξη της Κέρκυρας. Σύμφωνα με τη διακήρυξη αυτή οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στη δημιουργία μιας συνταγματικής, δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής δυαρχίας η οποία θα κάλυπτε τις αντίστοιχες περιοχές υπό την Σερβική δυναστεία των Καραγεόργεβιτς.

Την 1η Δεκεμβρίου 1918 αυτή η διακήρυξη πραγματώνεται και ουσιαστικά με την δημιουργία του «Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων», λίγους μήνες αργότερα, δηλαδή μετά την εισβολή και κατάληψη της Βοσνίας από Σερβικές στρατιωτικές δυνάμεις.

ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΣΝΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Η περίοδος που εκτείνεται χρονικά από το 1875 ως το 1918 – 19 φαίνεται να είναι η καθοριστική αυτή περίοδος μέσα από την οποία γεννιέται και δομείται ένα εθνικό ζήτημα στη Βοσνία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν από νωρίτερα οι προϋποθέσεις για την γέννηση αυτού του προβλήματος. Κι αυτό γιατί πίσω από κάθε καθοριστικής σημασίας γεγονός που συντελείται την περίοδο αυτή, φαίνονται ολοκάθαρα κάποιες δομές (κοινωνικές, θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές) που συντηρήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας και απέκτησαν μια νέα δυναμική στα πλαίσια της εθνικής ιδεολογίας. Και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η δυναμική αυτή δεν απέφερε μόνο τη σύγκρουση. Άλλωστε το Νοτιοσλαβικό κίνημα μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα με βάση τη σύνθεσης.

Ποια είναι όμως η θέση της Βοσνίας και ιδιαίτερα των μουσουλμανικών κοινοτήτων μέσα σ’ αυτή τη Νοτιοσλαβική ιδέα; Είναι αλήθεια ότι το Νοτιοσλαβικό ζήτημα αποτελεί σύνθεση δύο, κυρίως, εθνικιστικών ιδεών. Της Κροατικής και κατ επέκταση του Ιλλυρισμού και της Σερβικής και του Πανσερβισμού ή την ιδέα της Μεγάλης Σερβίας. Είναι επίσης αλήθεια ότι αυτές οι δύο ιδέες υπήρξαν και αντικρουόμενες τόσο στο παρελθόν όσο και στο, κατά κάποιο τρόπο, πρόσφατο παρών.

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, μέχρι και την διάλυση της αυτοκρατορίας των Αμβούργων, η μουσουλμανική κοινότητα βρίσκεται συχνά μπροστά σε αντικρουόμενες επιλογές. Π.χ. η μουσουλμανική κοινότητα είχε να επιλέξει ποια θα ήταν η στάση της απέναντι σε μια χριστιανική αυτοκρατορία που διαδέχθηκε με έναν μάλλον απότομο τρόπο μια ισλαμική. Ή επίσης ποια θα ήταν η θέση της μεταξύ των δύο εθνικισμών (κροατικού – σερβικού) που διεκδικούσαν την περιοχή. Ακόμα είχε να κάνει και με ενδοκοινοτικά διχαστικά διλήμματα. Είναι γεγονός ότι η κοινωνική τάξη που είχε συγκεντρώσει στα χέρια της ένα μεγάλο ποσοστό γαιοκτησίας δεν αποτελούνταν από Χριστιανούς αλλά από Μουσουλμάνους. Αλλά και πάλι η τάξη των μεγαλοκτηματιών δεν αντιστοιχούσε παρά σε ένα ελάχιστο ποσοστό της μουσουλμανικής. Συνεπώς ποια θα ήταν η θέση των ακτημόνων ή μικροκαλλιεργητών μουσουλμάνων στα πλαίσια μιας κοινωνικής επανάστασης (φορείς της οποίας υπήρξαν χριστιανοί) που στρέφεται εναντίον ομόθρησκών τους, όταν μάλιστα αυτή από ένα σημείο και μετά θρησκευτικοποιείται;

Έτσι λοιπόν παρά τις όποιες αποτυχημένες προσπάθειες της Αυστριακής πολιτικής για την δημιουργία μιας Βοσνιακής εθνότητας, η μουσουλμανική κοινότητα φαίνεται να περιχαρακώνεται όλο και περισσότερο γύρω από την θρησκευτική ταυτότητα. Κάτι το οποίο ενθαρρύνεται και από τον φόβο και την ανασφάλεια που ακούσια προκαλεί ένας αλλόθρησκος κυρίαρχος, η ίδια η Αυστροουγγαρία.

Πέρα απ’ αυτό η μουσουλμανική κοινότητα στη Βοσνία είναι φορέας μιας ισλαμικής παράδοσης και κοσμοθεωρίας που πιστεύει σε μια υπερεθνική κοινωνική οργάνωση κάτω από μία και μοναδική θρησκεία. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αντιτάξει ένα τέτοιο επιχείρημα φέρνοντας ως παράδειγμα αυτό των Νεοτούρκων ή ακόμα και να το αντικρούσει λέγοντας πως η παράδοση αυτή άρχισε να φθίνει απ’ την περίοδο των Οθωμανικών μεταρρυθμίσεων. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι μεταρρυθμίσεις προχώρησαν με πολύ αργό ρυθμό σ’ ολόκληρη την Οθωμανική επικράτεια, πόσο μάλλον στην Βοσνία. Από την άλλη παρατηρούμε ότι κατά την γέννηση του εθνικισμού σε μια προεθνικιστική περιοχή φορέας της είναι συνήθως η κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στην περιοχή αυτή. (π.χ. μικρασιατική Τουρκία). Και η μουσουλμανική κοινότητα υπήρξε κυρίαρχη οικονομικά ίσως αλλά σε καμιά περίπτωση αριθμητικά.

Αν θεωρήσουμε λοιπόν ως βασικά κριτήρια για την συγκρότηση μιας ξεχωριστής ταυτότητας, την γλώσσα και κάποια κοινή ιστορική καταγωγή που γίνεται αποδεκτή στην συλλογική μνήμη μπορούμε να πούμε ότι η μουσουλμανική κοινότητα δεν πληροί τις προϋποθέσεις. Αφ’ ενός γιατί η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι μια σλαβική διάλεκτος με ελάχιστες, αν όχι ανύπαρκτες, διαφορές από τις υπόλοιπες. Και αφ’ ετέρου γιατί η ιστορική καταγωγή στην συλλογική μνήμη των Βόσνιων είναι ενιαία τόσο για τους μουσουλμάνους όσο και για τους καθολικούς και τους ορθόδοξους με τους δύο τελευταίους όμως να είναι περισσότερο στραμμένα προς τον Κροατικό και Σέρβικο εθνικισμό αντίστοιχα.

Γενικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η Βοσνία κατά την περίοδο που μελετήθηκε βρίσκεται εν μέσω διεκδικήσεων και εθνογεννέσεων που έχουν ήδη προλάβει να εντάξουν την χριστιανική θρησκεία στο ιδεολογικό τους πλαίσιο και λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για την ανάπτυξη μιας εθνικής Βοσνιακής ιδέας. Μιας ιδεολογίας που μπορεί να υπήρχε εκ μέρους κάποιων μουσουλμανικών κοινωνικών ελίτ αλλά που δεν μπόρεσε αλλά ούτε και πρόλαβε να διαχυθεί στις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες την περίοδο του Νοτιοσλαβισμού και που έμελλε να ξανασυσταθεί χρόνια αργότερα όταν η Γιουγκοσλαβική ιδέα άρχισε να φθίνει και να απομυθοποιείται από την ανάπτυξη και πάλι επιμέρους εθνικιστικών κινημάτων. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα με διαφορετικές και πολύπλοκες παραμέτρους.


σημειώσεις:

1 Noel Malcolm, Bosnia A Short History, σελ. 90

2 ο.π., σελ. 92

3 Robert J. Donia, John V.A. Fine, Bosnia and Hercegovina, A tradition betrayed, 1994

4 Η Ερζεγοβίνη εντάσσεται στο Βιλαέτι της Βοσνίας και παύει να αποτελεί ξεχωριστό πασαλίκι από το 1851.

5 Η Μουσουλμανική Εθνική Οργάνωση (1906), Σερβική Εθνική Οργάνωση (1907) και Κροατική Εθνική Οργάνωση (1908) που δεν ιδρύθηκαν έχοντας πολιτικούς σκοπούς αλλά απέκτησαν στη πορεία τους.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Banac Ivo, “The National Question in Yugoslavia”, Hnaca, New York, 1984

Donia Robert – John V.A. Fine, “Bosnia and Hercegovina: A tradition betrayed”, Hurst & Company, London, 1994

Jelavich Barbara, “History of the Balkans”, Cambridge University Press, 1983

Lampe John P., “Yugoslavia in History”, Cambridge University Press, 1996

Malkolm Noe, “Bosnia a short History”, New York University Press, 1994

Pavlowitch Stevan, “A History of the Balkans 1804 – 1945”, Longman, 1992

Pinson Mark, “The Muslims of Bosnia – Hergegovina. Their Historic Development from the Middle Ages to the Dissolution of Yugoslavia

Poulton Hugh – Suha Taji Farouki, “Muslim Identity & The Balka State”, Hurst & Company, London