Η παρούσα μετάφραση
έγινε από τον Δ.Τ. 
anthropia@hotmail.com
www.punk.gr/nogod-nomaster

Ιστορία


Διεθνιστές στη Γαλλία
κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

O Πιέρ Λαννερέ (Pierre Lanneret) γεννήθηκε το Νοέμβρη του 1921 στο Οξέρ της επαρχίας Βουργουνδίας της Γαλλίας σε μια κατά βάση αγροτική (οινοπαραγωγική) περιοχή και ήταν παιδί εργατικής οικογένειας. Από μικρός επηρεάστηκε από τη φτώχεια και τις ιδιαίτερα άσχημες κοινωνικές συνθήκες της εποχής του, αλλά και τον, σοσιαλιστικών τάσεων, πατέρα του και έφηβος εντάχθηκε στη νεολαία του τροτσκιστικού POI. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και με έναν αναρχικό επιστήθιο φίλο του, εκτός των άλλων, σπούδασε τη γλώσσα Εσπεράντο. Βρέθηκε στο κέντρο των διαλύσεων, διασπάσεων και εκδιώξεων από τις διάφορες τροτσκιστικές ομάδες της εποχής αυτής. Το 1940 μαζί με άλλους σχημάτισε το Service du Travail Obligatoire (STO) και το 1942 μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου εργάστηκε ως ανειδίκευτος εργάτης. Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στη Γαλλία και έγινε μέλος του GRP, αλλά το 1945 εγκατέλειψε την ομάδα αυτή και μαζί με άλλους συγκρότησε την ομάδα «Contre le Courant». Κατά τον πόλεμο χρησιμοποίησε αρκετά το ψευδώνυμο Camille.

Μετά τον πόλεμο (το 1950), κάτω από διάφορες περιστάσεις, μετανάστευσε στον Καναδά, όπου εργάστηκε ως στοιχειοθέτης, έγινε μέλος του αντίστοιχου συνδικάτου και συμμετείχε στο εργατικό κίνημα. Διατήρησε όλες σχεδόν τις επαφές του στη Γαλλία και αλλού, ενώ πολιτικά εκφραζόταν από τη γαλλική ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».

Το 1958 ακολούθησε μια νέα μετανάστευση, στο Σαν Φραντσίσκο των ΗΠΑ, όπου συνέχισε να εργάζεται ως στοιχειοθέτης, ενώ συνέχισε να συμμετέχει σε συνδικάτα και εργατικούς αγώνες. Έμαθε πολύ καλά την Αγγλική γλώσσα. Παρά το ότι συνέχιζε να εκφράζεται από την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» και να τον έχει συνεπάρει το ξέσπασμα του Μάη του ’68 στη Γαλλία και αλλού (επισκέφθηκε, μάλιστα, το 1970 τη Γαλλία), στις ΗΠΑ έγινε μέλος του International Socialist (IS), το 1970. Άρχισε τότε να επηρεάζεται από τους λεγόμενους farm workers και τα τεκταινόμενα στη Λατινική Αμερική και άρχισε να μαθαίνει Ισπανικά.

Το 1975 εγκαταλείπει την IS και συμμετέχει σε συνελεύσεις ενός κύκλου αγωνιστών του Σαν Φραντσίσκο, οι οποίες θα οδηγήσουν στη συγκρότηση μιας ελευθεριακής σοσιαλιστικής ομάδας το 1976, που εκδίδει ένα μανιφέστο με τίτλο «A World To Win» καθώς και το δελτίο «Now and After». Η ομάδα αυτή, όμως, διαλύεται μετά από μερικά χρόνια.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Πιέρ Λαννερέ θα τα αφιερώσει στη συγγραφή αρκετών γραμμάτων και ανταποκρίσεων, διατηρώντας τις επαφές του στη Γαλλία και αλλού, ενώ έγραψε και το κείμενο που ακολουθεί στα Αγγλικά, με το ψευδώνυμο Ernest Rayner. Στις 17 Μάη 1993 πεθαίνει από καρκίνο.

Η μετάφραση και έκδοση έγινε από την έκδοση του Phoenix Press του Λονδίνου.

Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφονται περιεκτικά οι δραστηριότητες των διεθνιστών – του λεγόμενου «Τρίτου Στρατοπέδου» - κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γαλλία. Δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχει μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο ζήτημα αυτό. Ο Jean Rabaut (1) καταδέχεται να αφιερώσει (όχι χωρίς λάθη), μερικές μόνο γραμμές στους διεθνιστές, ενώ ο Craipeau (2) ασχολείται εκτενέστερα μ’ αυτούς και χωρίς εχθρότητα, αλλά συγχέει, για παράδειγμα, την «Ομάδα Laroche» (GRP-UCI) με την CR. Έτσι το κεφάλαιο αυτό της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος είναι εντελώς άγνωστο, ακόμα και στους ίδιους τους ριζοσπαστικούς κύκλους. Το άρθρο αυτό, λοιπόν, αποσκοπεί στην εν μέρει διόρθωση, κάποιων πραγμάτων, μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή που οι ακαδημαϊκοί θα ανατρέξουν ίσως σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία και θα πάρουν συνεντεύξεις από τους επιζώντες.

Είναι προφανές ότι οι Τροτσκιστικές ομάδες έπρεπε να αποκλειστούν απ’ αυτή τη μελέτη. Έχοντας ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους στην ερμηνεία του Τροτσκιστικού ευαγγελίου, οι Τροτσκιστές δεν έπαψαν ποτέ κατά τη διάρκεια του πολέμου, να δηλώνουν περήφανα και ηχηρά την υποστήριξή τους προς το «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» και να εξυμνούν τα παραδείγματα του στρατού του και το δυνητικά επαναστατικό του ρόλο. Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, οι Τροτσκιστές προσέφεραν επανειλημμένα συμβουλές, έκαναν προτάσεις και απηύθυναν εκκλήσεις για ένα ενωμένο μέτωπο και έδιναν υποσχέσεις για υποστήριξη, κριτική ή μη, στη Ρωσική άρχουσα τάξη και το γαλλικό παράρτημά της, το Κομμουνιστικό Κόμμα. Μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, πρέπει να ειπωθεί ότι οι Τροτσκιστές παρέμειναν στο πεδίο της ταξικής πάλης κατά τη διάρκεια πέντε χρόνων συνεχούς και τολμηρής παράνομης δράσης. Είναι στα υπέρ τους ότι αυτοί ξεκίνησαν  μια προπαγάνδα συναδέλφωσης και την απηύθυναν στους Γερμανούς στρατιώτες. Δεν είναι σκοπός μας να ασχοληθούμε περισσότερο εδώ με τους Τροτσκιστές, των οποίων οι δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του πολέμου έχουν τώρα αρχειοθετηθεί πολύ καλά, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφικών αναπαραγωγών των παράνομων εφημερίδων τους. Αρκεί να πούμε ότι η απόσταση ανάμεσα στους Τροτσκιστές και την αποκαλούμενη «υπέρ-αριστερά» (ultra-left) ήταν και παραμένει αγεφύρωτη.

Δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε την περίοδο του πολέμου απομονωμένα και, γι’ αυτό, πρέπει να προηγηθεί μια σύντομη ιστορία των πολιτικών ρευμάτων ανάμεσα στους δύο πολέμους, με τον κίνδυνο, χωρίς αμφιβολία, μερικών χοντροειδών γενικεύσεων: είκοσι χρόνια κοινωνικής ιστορίας δεν μπορούν να συμπτυχθούν όπως πρέπει σε λίγες μόνο σελίδες. Οι παραπομπές έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο στην αγγλική γλώσσα, όπου αυτό είναι δυνατόν.

Ήταν αδύνατον να εντοπίσουμε πρώιμα ντοκουμέντα της Διεθνούς Αριστεράς (Μπορντιγκιστές) που δημοσιεύτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από τη στιγμή που η πολιτική αυτή τάση είναι ελάχιστα γνωστή στις ΗΠΑ, θεωρώ χρήσιμο να της παραχωρήσουμε περισσότερο χώρο από αυτό που δικαιολογεί ο πραγματικός της ρόλος κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Το 1914, η Sacred Union (Ιερή Ένωση), δηλώνει την εγκατάλειψη της ταξικής πάλης και τη συμμετοχή στις πολεμικές προσπάθειες εκ μέρους των σοσιαλιστικών οργανώσεων, που ξεκινάει από τις απαρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον Ιούλιο του 1935, έπεσαν και οι τελευταίες μάσκες και η Sacred Union έγινε πραγματικότητα τέσσερα χρόνια πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1914 ήταν η αναγκαιότητα του πολέμου ενάντια στον πρωσικό μιλιταρισμό. Το 1935, χρησιμοποιήθηκε ο αντιφασισμός, ώστε η εργατική τάξη να οδηγηθεί σε νέα αιματοκυλίσματα. Τι, όμως, συνέβη στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, που από το 1918 και έπειτα είχαν δηλώσει ότι θα εναντιώνονταν σε μια ακόμα διαμάχη;

 

ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ (SFIO)

Ένα κόμμα δασκάλων, δημοσίων υπαλλήλων και μικροεπιχειρηματιών μάλλον, παρά ένα προλεταριακό κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP), διεκδικεί ακόμα μια εργατική εκλογική βάση σε μερικές περιοχές. Στο Συνέδριο της Tours (1921), όπου η πλειοψηφία των μελών σχημάτισε το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι σοσιαλδημοκράτες διέθεταν το ένα τρίτο των αντιπροσώπων. Βοηθούμενοι από τη μόνιμη κρίση στο Κομμουνιστικό Κόμμα (CP), επανέκτησαν γρήγορα το χαμένο έδαφος και υποσκέλισαν τους παρτιζάνους της Μόσχας. Χάρη στην παράδοσή τους και τη συμμαχία τους με το Ριζοσπαστικό Κόμμα (Radical Party) (3), διέθεταν μια αξιοσημείωτη κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση.

Στην Tours, κάτω από την πίεση της βάσης που είχε ριζοσπαστικοποιηθεί εξαιτίας του πολέμου και της Ρωσικής Επανάστασης, οι σοσιαλιστές ζήτησαν συγγνώμη για το παρελθόν τους και έδωσαν υποσχέσεις για το μέλλον. Στην πραγματικότητα όμως ούτε διδάχτηκαν ούτε και ξέχασαν τίποτα. Το κόμμα αποτελεί την αριστερή πτέρυγα του αστικού ριζοσπαστισμού: απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση προγράμματος ή στρατηγικής για την επανάσταση καθώς επίσης και από κάθε υπευθυνότητα σε ένα αστικό κράτος, το SP προβάλλει ως μια μέση κατάσταση, πότε υποστηρίζοντας και πότε όχι εφήμερες κυβερνήσεις. Ο Σουβαρίν περιγράφει ότι το κόμμα είναι διαιρεμένο ανάμεσα στους ρεφορμιστές χωρίς αλλαγές και στους επαναστάτες χωρίς επανάσταση. Ο μηχανισμός του κόμματος είναι αρκετά δυνατός ώστε να ανέχεται μια θορυβώδη αριστερά πτέρυγα, η οποία προσδίδει στο κόμμα αρκετή ζωή που χρειαζόταν καθώς και ένα ριζοσπαστικό βερνίκι στην πεπαλαιωμένη οργάνωσή του. Συχνά το SP ψηφίζει εναντίον των πολεμικών δαπανών (4), αλλά κανείς δεν αμφιβάλλει για τη θέλησή του να εκπληρώσει, όπως το 1914, τις πατριωτικές του υποχρεώσεις όταν του ζητηθεί.

 

ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ (SFIC)

Στη γέννησή του το 1921, το CP αποτελεί μια ετερόκλιτη μορφοποίηση, στην οποία μικροαστοί ειρηνιστές συγχρωτίζονται με επαναστάτες συνδικαλιστές. Αρκετοί είναι αυτοί οι οποίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τα αποτελέσματα της προσκόλλησής τους στην Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνή), η οποία, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, μετατρέπει το κόμμα σε ένα πειθήνιο όργανο της Μόσχας. Ο γενικός γραμματέας Frossard, εγκαταλείπει το κόμμα το 1923, όταν εκδιώχθηκε απ’ αυτό η δεξιά πτέρυγα. Το κόμμα έχει ήδη χάσει τα μισά από τα μέλη του, αλλά η διαδικασία μπολσεβικοποίησής του προοδεύει. Το 1924 φίλοι και αντάρτες του Τρότσκι εκδιώκονται ή εγκαταλείπουν το κόμμα. Τότε τα τελευταία ίχνη της παλαιάς σοσιαλιστικής οργάνωσης εξαφανίζονται και η προτεραιότητα δίνεται στη συγκρότηση εργοστασιακών πυρήνων, ενώ ο αριθμός των τμημάτων αυξάνεται μαζί με το κύρος τους.

Το κόμμα αγωνίζεται με γενναιότητα ενάντια στην κατάληψη της Ruhr και αργότερα ενάντια στον πόλεμο στο Rif. Η καταστολή συνεισφέρει στη σταθεροποίηση των τάσεων (5), αλλά όχι και της ηγεσίας. Το 1926 αρχίζει η «τρίτη περίοδος», με την εξάλειψη των Ζηνοβιεφικών, με το σύνθημα «τάξη ενάντια σε τάξη» και τις μανιώδεις επιθέσεις ενάντια στο SP. Ο τυχοδιωκτισμός και ο σεχταρισμός φέρνει μια ακόμα δραστική πτώση των μελών του κόμματος, το οποίο μετράει μόλις 30.000 μέλη στις αρχές του 1934, αλλά διατηρεί σημαντικές δυνάμεις σε βιομηχανίες του Παρισιού.

Το 1931 αρχίζει η άνοδος του Μωρίς Τορέζ, στον οποίο η Κομιντέρν εκχωρεί ένα μυστικό σώμα επιτήρησης, καθοδηγούμενο από τον Τσέχο Fried (Κλεμέντ), ο οποίος δεν θα εγκαταλείψει τον Τορέζ μέχρι τον πόλεμο. Ο Τορέζ θα ηγηθεί του CP μέχρι το θάνατό του, το 1964. Υπό την ηγεσία του και κάτω από τον έλεγχο της Κομιντέρν, το κόμμα θα μετακινηθεί από μια σθεναρή αντιμιλιταριστική προπαγάνδα σε μια πολιτική υπεράσπισης της εθνικής άμυνας. Στα τέλη του 1934 το κόμμα θα σημειώσει μια μέτρια αύξηση των μελών του, η οποία αποκτά ιλιγγιώδεις ρυθμούς στο διάστημα 1936-1938.

 

Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Η επίδραση του Τρότσκι είναι υψηλή στη Γαλλία κατά την περίοδο της ίδρυσης του CP, ισοδύναμη σχεδόν μ’ αυτή του Λένιν. Ο Τρότσκι γνωρίζει τη χώρα καθώς και τους πρώτους διεθνιστές από την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: τον Ροσμέρ, τον Μονάτ και άλλους. Όταν η εκστρατεία της Κομιντέρν εναντίον του από τη Ρωσία επεκτείνεται και στη Γαλλία, αυτός βρίσκει εκεί υποστηρικτές. Αλλά το γαλλικό κόμμα έχει μια διαστρεβλωμένη εικόνα για όσα γίνονται στη Ρωσία και ο ίδιος ο Τρότσκι δεν ενθαρρύνει τους φίλους του να ηγηθούν μιας συγκεκριμένης μάχης ενάντια στη Διεθνή. Ήδη φιμωμένοι από τα όργανα του κόμματος, οι φίλοι του Τρότσκι δεν μπορούν να συγκροτήσουν μια συνεκτική αντιπολίτευση και είτε εγκαταλείπουν το κόμμα είτε εκδιώκονται από αυτό. Οι Ροσμέρ, Μονάττ, Σουβαρίν, Παζ και άλλοι βρίσκουν υποστήριξη από μικρές μόνο ομάδες αγωνιστών. Αλλά αν και τάσσονται αλληλέγγυοι με τον Τρότσκι στις επιθέσεις της Μόσχας εναντίον του, δεν συμμερίζονται όλες του τις απόψεις όσον αφορά τη ρωσική κρίση, την αναγέννηση της Κομιντέρν ή την αιώνια αξία του μπολσεβίκικου πειράματος.

Το 1929, ο Old Man (σ.τ.μ.: έτσι αποκαλούσαν τον Τρότσκι οι οπαδοί του), μπορεί να βασιστεί σε μια ομάδα έντιμων οπαδών του, οι οποίοι εκδίδουν το «La Verite» και ιδρύουν την Ligue Communiste (Κομμουνιστική Ένωση). Παρά τη μανιασμένη τους δραστηριότητα δεν μπορούν να ανασυντάξουν αρκετούς κομμουνιστές, οι οποίοι τη μια ή την άλλη στιγμή εγκατέλειψαν το CP, παραμένοντας έτσι μια μικρή ομάδα με προσωπικούς και πολιτικούς καυγάδες. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχει ένας πολλαπλασιασμός των αντιπολιτευόμενων ομάδων.

Οι ομάδες αυτές περιλαμβάνουν συχνά στους κόλπους τους σημαντικές προσωπικότητες, αλλά παραμένουν απομονωμένες, δραστηριοποιούμενες στις παρυφές ενός κόμματος, κάτι που τις καθιστά μια ακραία μειοψηφία στην εργατική τάξη. Οι λανθάνουσες διαστάσεις απόψεων θα γίνουν πιο ακριβείς: από το 1930 θα εμφανισθούν ομάδες οι οποίες καταγγέλλουν την ΕΣΣΔ ως κρατική καπιταλιστική και τον Τρότσκι ως ένα γραφειοκράτη στην εξορία.

 

ΑΠΟ ΤΟ 1934 ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Περιγραφόμενος ως οπισθοδρομικός, μαλθουσιανός και τοκογλυφικός, ο γαλλικός καπιταλισμός χτυπιέται από την παγκόσμια κρίση και η εργατική τάξη υποφέρει από περικοπές μισθών και ανεργία. Το συνδικαλιστικό κίνημα είναι εξασθενημένο, διαιρεμένο, αναποτελεσματικό και καταπολεμείται μανιωδώς από τους εργοδότες. Οικονομικά σκάνδαλα ταρακουνούν τη χώρα, ενώ οι πολιτικοί παίζουν μουσικές καρέκλες (musical chairs) σε σύντομους κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ένα μέρος της μεσαίας τάξης υποστηρίζει ακροδεξιές ομάδες, οι οποίες κραυγάζουν για μια «ισχυρή και έντιμη» κυβέρνηση. Ο φασισμός είναι νικηφόρος στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ποιος θα είναι ο επόμενος; Τα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα διοικούνται από χοντροκέφαλες και αποκηρύσσουν τους μαχητές εκείνους οι οποίοι εδώ κι εκεί απαιτούν μια «επαναπροσέγγιση».

Η πολιτική κρίση βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, όταν στις 6 Φλεβάρη 1934 οι δεξιές ομάδες παρ΄ ολίγο να αλώσουν με έφοδο τη βουλή (6). Πράγματι ή όχι, η φασιστική απειλή αφύπνισε την Αριστερά. Καλέστηκε μια γενική απεργία και κοινές διαδηλώσεις σοσιαλιστών και κομμουνιστών, αλλά οι ηγεσίες των δύο κομμάτων παραμένουν αγκυλωμένες στις θέσεις τους. Το αποφασιστικό σύνθημα για μια αλλαγή θα έρθει από τη Μόσχα.

Παρά το στόμφο της Κομιντέρν, η εξουσία του Χίτλερ γίνεται δυνατότερη και ο Στάλιν συνειδητοποιεί τον κίνδυνο για την ΕΣΣΔ. Επαναφέρει την παλαιά τσαρική στρατηγική: μια συμμαχία με τη Γαλλία, η οποία θα μπορούσε να κάνει τη Γερμανία να πολεμήσει σε δύο μέτωπα. Η Κομιντέρν εγκαταλείπει την τακτική «τάξη εναντίον τάξης» και προωθεί τη συγκρότηση ενός δυναμικού αντιφασιστικού κινήματος. Αλλά είναι πρώτα το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που πρέπει να σπάσει την απομόνωσή του.

Το Μάη του 1934, η «Πράβντα» δημοσιεύει ευνοϊκά σχόλια υπέρ μιας σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής συμμαχίας ενάντια στο φασισμό. Το CP χρησιμοποιεί τον υπαινιγμό αυτό και προωθεί το θέμα. Τον Ιούνη SP και CP υπογράφουν σύμφωνο ενωμένης δράσης ενώ το CP δελεάζεται ακόμα και για μια πιθανή συγχώνευση. Ο χθεσινός «σοσιαλ-προδότης» και αφελής, Λεόν Μπλουμ, που είναι μπερδεμένος από αυτή την ανατροπή της κατάστασης, επιδεικνύει μια καλή θέληση, αλλά περισσότερα μέλλεται να έρθουν. Τον Οκτώβρη η Σταλινική αγάπη απευθύνεται στο Ριζοσπαστικό Κόμμα και ο Τορέζ σπέρνει το σπόρο για τη συγκρότηση ενός λαϊκού μετώπου. Μια ακόμα κίνηση από τη Μόσχα επιταχύνει τη διαδικασία.

Το Μάη του 1935, η Γαλλία και η Ρωσία υπογράφουν ένα σύμφωνο αμυντικής συμμαχίας. Το σύμφωνο αυτό δεν θα οδηγήσει σε μια στρατιωτική συνεργασία και θα αποτελέσει αντικείμενο επίθεσης από την πλειοψηφία της γαλλικής άρχουσας τάξης, η οποία προτιμά μια συμφωνία με το Χίτλερ και το Μουσολίνι. Για να είναι σημαντικό για τα δύο κόμματα, το σύμφωνο απαιτεί τη συγκατάθεση της εργατικής τάξης σε μια πολιτική εθνικής ασφαλείας ενώ το επικυρώνει και ο Στάλιν. Δημοσιεύεται μια δήλωση: «Ο Στάλιν κατανοεί και εγκρίνει την πολιτική της εθνικής ασφάλειας που ακολουθείται από τη Γαλλία, ώστε να διατηρηθούν οι ένοπλες δυνάμεις της στο επίπεδο που απαιτείται από αυτή την ασφάλεια».

Το CP υιοθετεί τη νέα γραμμή και με νεοφανή πατριωτισμό, επικυρώνει τη συμμαχία και με το Ριζοσπαστικό Κόμμα. Το Λαϊκό Μέτωπο – δηλαδή το Σοσιαλιστικό, το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα και τα συνδικάτα – έχει ήδη γεννηθεί. Χάρη στην ακάματη θέληση των Σταλινικών, το πρόγραμμα είναι παρόμοιο με αυτό των Ριζοσπαστών και γι’ αυτό περιέχει αρκετές από τις κοινοτοπίες που έχουν επισείσει τώρα και τότε για δεκαετίες, αλλά όμως ελάχιστα συγκεκριμένα αιτήματα. Στην εργατική τάξη υποσχέθηκαν μια μικρότερη εργάσιμη βδομάδα χωρίς να μειωθούν οι μισθοί και διάφορα μέτρα που θα αποκαταστήσουν την εξαγορά της εργατικής της δύναμης. Η πολεμική βιομηχανία θα εθνικοποιηθεί και η Τράπεζα της Γαλλίας θα αναβαθμιστεί. Η οικονομία θα βελτιωθεί και δικαιότερη δημοσιονομικά. Φυσιολογικά, το Λαϊκό Μέτωπο θέλει «ειρήνη με ασφάλεια». Οι ανάγκες των μειονοτήτων (γυναίκες, μετανάστες) ξεχάστηκαν.

Η γαλλική «New Deal» δεν θέτει σε κίνδυνο τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, δεν βλάπτει τη λειτουργία του καπιταλισμού, αλλά η Γαλλική Δεξιά θα σαμποτάρει αυτή την τελευταία προσπάθεια εκσυγχρονισμού του γαλλικού καπιταλισμού.

Οι εκλογές του Μάη του 1936 έδωσαν μια εντυπωσιακή πλειοψηφία (378 έδρες έναντι 220) στο Λαϊκό Μέτωπο. Το SP γίνεται το πιο δυνατό κόμμα, αλλά και το CP ακολουθεί πολύ κοντά σε ψήφους. Αρκετά συμβιβασμένο με τη Δεξιά, το Ριζοσπαστικό Κόμμα είναι ο χαμένος, αλλά με 116 έδρες μπορεί – και θα το κάνει - να εκβιάσει τους εταίρους του στο Μέτωπο. Ο Μπλουμ, ο οποίος θα είναι ο ηγέτης της νέας κυβέρνησης, περιμένει ένα μήνα να αναλάβει καθήκοντα, ενώ οι καπιταλιστές οργανώνουν τη διαφυγή των κεφαλαίων.

Τα συνδικάτα έχουν εξαφανιστεί και η εργατική τάξη είναι ανυπόμονη. Απεργίες αρχίζουν σποραδικά – στα μέσα Μάη γύρω από το Παρίσι, επεκτείνεται γρήγορα ένα γιγαντιαίο παλιρροιακό κύμα εκατομμυρίων εργατών, που οι περισσότεροί τους είναι ασυνδικάλιστοι ακόμα. Οι βιομήχανοι της επαρχίας τρομοκρατούνται, βλέποντας ότι οι πάντα υπάκουοι εργάτες τους υψώνουν τώρα την κόκκινη σημαία στα εργοστάσιά τους και τα περισσότερα από αυτά καταλαμβάνονται. Μερικά μεγάλα αγροκτήματα καταλαμβάνονται επίσης από τους εργάτες και διάφοροι ευγενείς ανασταίνουν τον παλιό μπαμπούλα της κατάσχεσης της γης. Ανεπηρέαστοι από κάθε απειλή, οι απεργοί απειλούν την εύθραυστη συμμαχία του Λαϊκού Μετώπου. Η δεξιά προβλέπει τη σοβιετοποίηση της Γαλλίας, όταν ο Μπλουμ, επιτέλους στα καθήκοντά του, καλεί εσπευσμένα αντιπροσώπους συνδικάτων και βιομηχανιών. Αναγγέλλεται μια γενική συμφωνία αύξησης των μισθών, αν και αρκετά είναι τα εργοστάσια που συνεχίζουν να απεργούν. Η βουλή θεσπίζει γρήγορα μια σειρά κοινωνικών νόμων: Το δικαίωμα στη συλλογική έκπτωση, τη βδομάδα σαράντα ωρών χωρίς μείωση μισθού, διακοπές με αποδοχές και νομιμοποίηση των αντιπροσώπων των συνδικάτων, αλλά οι νόμοι αυτοί εξαρτιόνται από την εκκένωση των κατειλημμένων εργοστασίων και την επιστροφή των εργατών στις εργασίες τους. Κυβέρνηση, κόμματα και συνδικάτα επιτυγχάνουν αυτό από κοινού, αν και μερικές απεργίες λήγουν τον Ιούνη (7).

Στις 9 Ιούνη 1936 ο Τρότσκι γράφει ότι «η Γαλλική επανάσταση έχει αρχίσει». Τον Ιούλη δηλώνει ότι «οι εργάτες άσκησαν μια μεγαλειώδη πίεση στην άρχουσα τάξη, αλλά δεν έφτασαν στο τέλος» και περιμένει ένα δεύτερο κύμα. Δεν υπήρξε δεύτερο κύμα.

Το 1937 η εργατική τάξη ήδη είχε χάσει τα οικονομικά κέρδη του Ιούνη του 1936. Παρά την υποτίμηση, η οικονομία έχει χειροτερεύσει και η Δεξιά με τη συνδρομή του Ριζοσπαστικού Κόμματος, αρχίζει να παρεμποδίζει τα οικονομικά σχέδια του Μπλουμ, ο οποίος παραιτείται και διαδέχεται από ολοένα και πιο συντηρητικές κυβερνήσεις. Το Λαϊκό Μέτωπο είναι νεκρό. Στα συνδικάτα συντελείται η διάσπαση μεταξύ σοσιαλιστών και κομμουνιστών, πρώτα όσον αφορά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο και έπειτα όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, καθώς η πλειοψηφία της δεξιάς και μέρος των σοσιαλιστών τάσσονται υπέρ μιας συμφωνίας με τον Χίτλερ. Ο πόλεμος πλησιάζει. Οι απεργίες του 1938 είναι μια αποτυχία. Το CP προσκολλά στην πολιτική του την ταξική συνεργασία, ελπίζοντας να σώσει τη συμμαχία με τη Ρωσία. Όταν η Γαλλία εισέρχεται χωρίς τη θέλησή της στον πόλεμο το 1939, η εργατική τάξη θα αποπροσανατολιστεί ακόμα περισσότερο από μια άλλη σταλινική στροφή, όταν το CP, έχοντας τεθεί σε παρανομία από την κυβέρνηση - μετά το γερμανο-σοβιετικό σύμφωνο – ανακαλύπτει ότι ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός.

Είναι αξιοσημείωτο να πούμε ότι η ίδια βουλή που τον Ιούνη του 1936 θέσπισε τους κοινωνικούς νόμους (με τους εργάτες να την γονατίζουν), τον Ιούλη του 1940 θα αποδεχθεί τον Πεταίν και θα θάψει την Τρίτη Δημοκρατία. Οι κομμουνιστές έχουν τεθεί εκτός νόμου και υπάρχουν μόνο 80 διαφωνούντες και στις δύο πλευρές.

Τον Ιούνη του 1936 η δράση των εργατών ανάγκασε την αστική τάξη να θεσπίσει μέσα σε λίγες μέρες περισσότερες μεταρρυθμίσεις από ό,τι όσες σε μισό αιώνα. Καθώς ο Μπλουμ παραδεχόταν ότι οι καταλήψεις των εργοστασίων αποτελούσαν μια προφανή ανάσα νομιμότητας, οι εργάτες σταμάτησαν εκεί και παρέμειναν στα όρια που καθορίστηκαν από τα δύο κόμματα και τα συνδικάτα, τα οποία είχαν συμπράξει χωρίς να απειλήσουν την ηγεσία. Οι τοπικές επιτροπές του Λαϊκού Μετώπου αποτελούνταν μόνο από αντιπροσώπους των διαφόρων οργανώσεων και δεν ήσαν έμβρυα αντι-εξουσίας. Προφανώς οι εργάτες πίστεψαν ότι ο φασισμός θα μπορούσε να ηττηθεί με την εγκατάλειψη της ταξικής πάλης, με μια συμμαχία με «φωτισμένα» τμήματα της άρχουσας τάξης.

Είναι παραπλανητικό να ενοχοποιείς τους «σάπιους και προδότες αρχηγούς» των εργατικών κομμάτων και να διατηρείς την ευχάριστη φαντασίωση μιας προλεταριακής εργατικής τάξης, προικισμένης με μια ιστορική αποστολή, αλλά συνεχώς εξαπατημένης και προδομένης από την ελεύθερα αποδεχόμενη ηγεσία. Αλήθεια, το CP ήταν τόσο εθισμένο στο να ακολουθεί τη Ρωσική γραμμή, που θα μπορούσε να παραδοθεί σε ένα όργιο αισχρής πατριωτικής προπαγάνδας - η οποία έφερε σε αμηχανία ακόμα και αυτούς τους σοσιαλδημοκράτες - χωρίς αντιπολίτευση στις τάξεις του. Αλλά η εργατική τάξη είχε εγκαταλείψει το CP κατά την Τρίτη Περίοδο, όπως το εγκατέλειψε και μετά το Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν. Από το 1935 και μετά όμως το CP αναπτύχθηκε με τεράστια βήματα (9). Η εκταφή της παλιάς πατσαβούρας της γιακωβίνικης παράδοσης από το CP βρήκε μια βαθιά απήχηση ανάμεσα στις μάζες. Η λυπηρή αλήθεια είναι ότι ο διεθνισμός και η ταξική συνείδηση ήσαν μόνο επιφανειακά στην εργατική τάξη, εκτός από μια πολύ μικρή μειοψηφία, την οποία θα εξετάσουμε εδώ.

 

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ 1934 ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η πορεία των Σταλινικών προς την εθνική ασφάλεια και την ταξική συνεργασία του Λαϊκού Μετώπου, προκάλεσε άγριες αντιδράσεις και καταγγελίες από την ομάδα αγωνιστών ή τάσεων στα αριστερά των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων. Παρά τις μεταξύ τους βαθιές διαφορές, οι αγωνιστές αυτοί είχαν μερικές φορές κάποιες κοινές δραστηριότητες (συμμετοχή σε ομάδες ταξικής πάλης στα συνδικάτα, συνελεύσεις ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στις δίκες της Μόσχας και την καταστολή της Δημοκρατικής Ισπανίας), αλλά δεν είναι δυνατή μια περαιτέρω ενότητα ανάμεσα σε μαρξιστές και αναρχικούς, για παράδειγμα, χωρίς να τεθεί το πολυετές πρόβλημα της υπεράσπισης της ΕΣΣΔ. Διαφέρουν ακόμα ως προς την ανάλυσή τους για την κατάσταση: ήταν το Λαϊκό Μέτωπο μια ακόμα ήττα για την εργατική τάξη ή ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που προδόθηκε από τα εργατικά κόμματα;

Αν και οι αριστεροί συμμετείχαν μεμονωμένα στις απεργίες, δεν αυτοί που τις ενέπνευσαν, ούτε και ήταν ικανοί να προωθήσουν το κίνημα παραπέρα. Όταν οι εργάτες έχασαν κάποια από την εμπιστοσύνη τους προς τα εργατικά κόμματα, έμειναν παθητικοί και/ή ακολούθησαν τη δεξιά. Δεν άκουσαν την αριστερή πτέρυγα. Ο Rabaut (10) πιστεύει ότι οι αριστεροί κατά τη διάρκεια του Λαϊκού Μετώπου αριθμούσαν λίγο περισσότερα από 10.000 άτομα, ένα λογικό αριθμό. Είναι πολύ λίγοι και αρκετά διαιρεμένοι ώστε να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων και όταν ξεσπά ο πόλεμος το 1939, είναι ακόμα λιγότεροι και αυτοί περισσότερο αποπροσανατολισμένοι από ό,τι το 1936.

Η αριστερά αυτή του κινήματος μπορεί να διακριθεί σε τρεις κατηγορίες: 1) τους αναρχικούς, 2) τους Τροτσκιστές (που θα τους δούμε περιληπτικά), τη Διεθνή Κομμουνιστική Αριστερά (Μπορντιγκιστές) και την LUnion Communiste (Ένωση Κομμουνιστών) και 3) τη Socialist Left (PSOP - Σοσιαλιστική Αριστερά). Η Ένωση Κομμουνιστών και το PSOP εξαφανίζονται μετά την έναρξη του πολέμου. Οι Μπορντιγκιστές, με δύο νέες ομάδες, την  GRP-UCI και το RKD-CR, θα διατηρήσουν τις διεθνιστικές παραδόσεις ενάντια σε κάθε ιμπεριαλισμό κατά τη διάρκεια και καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

 

ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ

Παρά την καχυποψία τους όσον αφορά το μαρξιστικό κίνημα, αρκετοί αναρχικοί προσελκύσθηκαν από τη Ρωσική επανάσταση. Οι Μπολσεβίκοι είχαν καταγγείλει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και το σύνθημά τους «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» ήταν συμβατό με τις αναρχικές θέσεις. Επίσης, κατά τη διάρκεια του πολέμου, υπήρξαν μερικές επαφές ανάμεσα σε εκείνους τους αναρχικούς και σοσιαλιστές μαχητές που αντιτίθονταν στη διαμάχη. Χωρίς να περιμένει τα «συντάγματα» του SP και της CGT, ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1919 με αναρχική συμμετοχή ένα εφήμερο Κομμουνιστικό Κόμμα (με ελάχιστους «σοβιετικούς»). Αλλά η καλή θέληση των αναρχικών παρέλυσε αμέσως όταν ήρθαν σε επαφή με τη ρωσική πραγματικότητα, την Κομιντέρν και τους Ρώσους αναρχικούς. Μετά την Κροστάνδη, η διάρρηξη αυτή είναι ολοκληρωτική και έκτοτε οι αναρχικοί αντιμετωπίζουν την κομμουνιστική Ρωσία ως το σύστημα «nec plus ultra» εκμετάλλευσης και κυριαρχίας από το μισητό Κράτος.

Ανάμεσα στους δύο πολέμους, το γαλλικό αναρχικό κίνημα επιχειρεί αρκετές προσπάθειες ενοποίησής τους ακολουθούμενες από νέες διαιρέσεις. Μπορεί κάποιος να διακρίνει δύο μεγάλες ομαδοποιήσεις: από τη μια πλευρά τους «Πλατφορμιστές» (από την Πλατφόρμα που επεξεργάστηκε από τους Μάχνο και Αρσίνοφ), οι οποίοι συνηγορούν υπέρ ενός ξεκάθαρου ορισμού των στόχων, της στρατηγικής και της τακτικής των αναρχικών, προτιμώντας μια δομημένη οργάνωση με μια δόση πειθαρχίας, και από την άλλη πλευρά των «οπαδών της σύνθεσης», οι οποίοι δέχονται μόνο μια χαλαρή ομοσπονδία αυτόνομων ομάδων με μια πλατιά ποικιλία απόψεων. Η διαμάχη αυτή δεν επιλύθηκε ποτέ (αν και οι παρελθούσες και παρούσες διαιρέσεις ανάμεσα στους αναρχικούς δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα αυτά τα ζητήματα).

Το 1937, η μεγαλύτερη οργάνωση είναι η LUnion Anarchiste (Ένωση Αναρχικών), με την εβδομαδιαία εφημερίδα της «Le Libertaire» («Ο Ελευθεριακός» - που κυκλοφόρησε το 1895). Πολύ μικρότερη είναι η Federation Anarchiste de Langue Francaise ( F.A.F. – Γαλλόφωνη Αναρχική Ομοσπονδία), της οποίας η έκδοση «Terre Libre» («Ελεύθερη Χώρα») είναι αρκετά κριτική σε ό,τι θεωρείται ως προδοσία των αναρχικών αρχών εκ μέρους της ηγεσίας της CNT-FAI στην Ισπανία. Μερικοί αναρχοσυνδικαλιστές έχουν επιλέξει την απομόνωση στους κόλπους μιας μικρής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας, της Confederation General du Travail-Syndicaliste Revolutionaire (CGT-SR – Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας-Επαναστατών Συνδικαλιστών), μέλος της ΙΑW (αναρχοσυνδικαλιστικής διεθνούς). Άλλοι αναρχικοί είναι δραστηριοποιημένοι στο ειρηνιστικό κίνημα και άλλες ομάδες του «ενός ζητήματος» (single issue), όπως για τον έλεγχο των γεννήσεων, τον «ελεύθερο έρωτα» κ.λπ. Δοσμένης της ρευστότητας των αναρχικών ομάδων και των πολλαπλάσιων αποχρώσεών τους, είναι αδύνατον να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε σταθερούς αγωνιστές και περιστασιακούς αναγνώστες του αναρχικού Τύπου. Με όλες τις τάσεις μαζί, οι αναρχικοί διαθέτουν ένα ικανοποιητικό ακροατήριο σε όλη τη Γαλλία.

Το αναρχικό κίνημα μιλά με αρκετές διαφορετικές φωνές και πάνω στο ζήτημα του πολέμου υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους «ολικούς ειρηνιστές» (ειρήνη με κάθε κόστος) και στους επαναστάτες ειρηνιστές, αλλά αυτοί διακηρύσσουν την ίδια άρνηση του να συμμετάσχουν ή να υιοθετήσουν κάποια πλευρά στον επερχόμενο πόλεμο. Το 1939 το κίνημα προσπαθεί να καθορίσει τη θέση του. Ο πόλεμος ήδη είναι προ των πυλών και οι επαναστατικές δυνάμεις είναι αρκετά αδύναμες να τον προλάβουν, να τον σταματήσουν και να τον μετασχηματίσουν σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην άρχουσα τάξη. Ένας πασίγνωστος μαχητής, ο Φερμόντ, πιστεύει ότι πρέπει να προσπαθήσουν να επιβιώσουν και να παραμείνουν σε επαφή, ακόμα και εάν η συνεχής προπαγάνδα είναι αδύνατη. Γι’ αυτό θα πρέπει να επαναλάβουν τις δραστηριότητές τους αργότερα. Ένας άλλος πασίγνωστος μαχητής, ο Αντρέ Πρυντομώ, δηλώνει ότι η γενική πτώση του κινήματος από το 1936 και μετά δεν παρέχει καμία δυνατότητα στους αναρχικούς να αγωνιστούν αποτελεσματικά για την υπόθεσή τους… «παρά να πεθάνουν για τους καπιταλιστές, …αρκετοί από μας πέθαναν στην Ισπανία και αλλού». Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα για να εξασφαλιστεί η συνέχεια του κινήματος (11).

Όταν ο πόλεμος ξεσπά, η «Le Libertaire» δεν κηρύσσεται εκτός νόμου, αλλά σταματά την κυκλοφορία της, μη θέλοντας να ανεχθεί την αυστηρή λογοκρισία. Οι αγωνιστές ακολουθούν το δρόμο τους: μερικοί εγκαταλείπουν τη Γαλλία, άλλοι υπακούουν στις διαταγές περί κινητοποιήσεων και ελάχιστοι αρνούνται να στρατολογηθούν και θα παραμείνουν χρόνια στις στρατιωτικές φυλακές. Η Γαλλία «στον πόλεμο για τη δημοκρατία» αναπτύσσει ένα τεράστιο κατασταλτικό σύστημα με τον Βισύ, το οποίο θα κληρονομήσουν και εξευγενίσουν οι ναζιστές: μερικοί αναρχικοί στάλθηκαν μαζί με Σταλινικούς και μερικούς ξένους αντιφασίστες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μετά τη γαλλο-γερμανική ανακωχή, η Γαλλία χωρίστηκε σε δύο ζώνες και η επικοινωνία ήταν δύσκολη μέχρι την ολοκληρωτική κατοχή της χώρας από τους Ναζί το Νοέμβρη του 1942.

Το 1941-1942, έγιναν κάποιες συζητήσεις μεταξύ ελάχιστων αγωνιστών στο Παρίσι και στα μέσα του 1943, υπό την κάλυψη κάποιου πικνίκ, περίπου 30-35 αναρχικοί πήραν μέρος σε μια συνέλευση για μια προσπάθεια ανασύνταξης, κάτι που έγινε αρκετά αργά. Περίπου το 1944 τυπώθηκαν ένα εσωτερικό δελτίο και μερικές προκηρύξεις.

Στο διάστημα 1942-1943, με έναν ακούραστο μαχητή, τον Saulieres (Αρρού), άρχισε μια αναρχική ανασύνταξη στη νότια Γαλλία, όπου επίσης είχαν καταφύγει αρκετοί Ισπανοί αναρχικοί. Δημιουργήθηκαν επαφές με τον Βολίν και τους φίλους του στη Μασσαλία καθώς και με άλλους μεμονωμένους αναρχικούς από την περιοχή μεταξύ Τουλούζης και Μασσαλίας. Ένα μικρό συνέδριο συνήλθε στην Τουλούζη (1942) με περίπου 10-15 συμμετέχοντες. Ο Αρρού εκδίδει ένα τεύχος της επιθεώρησης «La Raison», μια μπροσούρα και αρκετές προκηρύξεις. Επιτρέψτε μας να μην ξεχάσουμε μια αφίσα που τυπώθηκε σε 150 αντίτυπα με το σύνθημα «Mort aux vaches» (12), η οποία προσκαλεί τον πληθυσμό να «δώσει μια κλωτσιά στον κώλο» των εμπολέμων είτε αυτοί φέρουν τη σβάστικα είτε το κόκκινο αστέρι, την Order of the Garter, ή το Lorraine Croos of the Francisque (13).

Μετά την αποχώρηση των Ναζί, ένα ακόμα μικρό συνέδριο συνήλθε στο Agen, τον Οκτώβρη του 1944, που προετοίμασε το πρώτο συνέδριο της επανασυσταθείσας Αναρχικής Ομοσπονδίας τον Οκτώβρη του 1945. Η «Le Libertaire» επανεκδόθηκε το Δεκέμβρη του 1945.

Τα κείμενα που προήλθαν από τον Αρρού και την ομάδα-φάντασμα «Federation Internationale Syndicaliste Revolutionnaire («Διεθνής Ομοσπονδία Επαναστατών Συνδικαλιστών»), αν και πολύ διαφορετικά σε στυλ και περιεχόμενο από αυτά που δημοσιεύτηκαν από διεθνιστικές ομάδες, τον τοποθετούν στο στρατόπεδο της ολοκληρωτικής αντίθεσης σε όλους τους εμπολέμους, καλώντας  την εργατική τάξη να βασιστεί μόνο στη δική της δράση. Μάταια όμως μπορεί κάποιος να ψάξει για αναλύσεις της κατάστασης, για προοπτικές καθώς και για την ακριβέστερη στάση του κινήματος στα διαθέσιμα αναρχικά κείμενα της ύστερης αυτής περιόδου του πολέμου. Οι αντιθέσεις αφθονούν: μια προκήρυξη διακηρύσσει «Κάτω οι πόλεμοι», ενώ η πρώτη «Le Libertaire» εξηγεί ότι «η πάλη ενάντια στο χιτλερισμό δεν έχει τελειώσει και πρέπει να συνεχιστεί». Ένας αγωνιστής από μια παράνομη ομάδα εξηγεί ίσως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζονται από τους αναρχικούς στην επίτευξη μιας συμφωνίας σε σημαντικά ζητήματα: «Οι αναρχικοί αισθάνονταν πάντα περισσότερο εύκολο το να διακηρύσσουν διάφορες ασάφειες για μια μακρινή μελλοντική κοινωνία, παρά να είναι επίπονοι όσον αφορά την πραγματικότητα και τις προστυχιές της παρούσας κοινωνίας» (14).

Φαίνεται δύσκολο να εκτιμηθεί αντικειμενικά ο ρόλος των αναρχικών. Η πρώτη «Le Libertaire» δίνει συγχαρητήρια στον εαυτό της: «Η εφημερίδα και το κίνημα ποτέ δεν συμβιβάστηκαν…, έχουμε εκδώσει το Le Lien…, οι μαχητές μας έχουν συχνά διεξάγει μια ηρωική δράση ενάντια στο ναζισμό, αλλά ως κίνημα δεν μπορούμε να συνάψουμε συμφωνία με την επίσημη Αντίσταση». Πολύ αργότερα, όταν προφανώς όλες οι λεπτομέρειες της δράσης του Αρρού γίνονται γνωστές, ο τόνος της «Le Liberatire» γίνεται λυρικός, όταν δηλώνει ότι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το κίνημα δεν ήταν έτοιμο ή κατάλληλο για μυστική δράση, ο Αρρού έχει μια άποψη που δεν μπορεί να αντικρουστεί (15). Από την άλλη πλευρά, ο Craipeau, ένας από τους εμψυχωτές των παράνομων Τροτσκιστών για μια πενταετία, σχολιάζει με σκληρό τρόπο την αυτοδικαίωση των αναρχικών στην πρώτη «Le Libertaire»: «Γι’ αυτό, λογικής», οι αναρχικοί θεώρησαν φυσιολογικό να παραμείνουν σιωπηλοί και περιορίστηκαν σε ένα εσωτερικό δελτίο… Το κίνημά τους αρνείται κάθε συμβιβασμό με την αστική Αντίσταση, αλλά όταν οι μαχητές του ήθελαν ως άτομα να πολεμήσουν το φασισμό, το έκαναν μεμονωμένα στις τάξεις της Αντίστασης. Είναι ένα επαναστατικό κίνημα για πιο ήσυχους καιρούς» (16).

Πέρα από τις θριαμβολογίες της «Le Libertaire» και τις κατηγορίες του Craipeau (ο οποίος είναι παραπάνω από βέβαιο ότι δεν γνώριζε για τη δράση του Αρρού), υπάρχει ανάγκη για μια προσεκτική εκτίμηση της κατάστασης. Υπάρχουν διαθέσιμες μαρτυρίες και πληροφόρηση για εκατοντάδες αναρχικούς κατά τη διάρκεια του πολέμου. (17)

Κοντολογίς, μερικοί αναρχικοί, με τη θέλησή τους ή όχι, παρέμειναν σιωπηλοί, περιμένοντας καλύτερους καιρούς, ενώ κρατούσαν τα χέρια τους καθαρά. Άλλοι συμμετείχαν μεμονωμένα σε διάφορες ομαδοποιήσεις – χωρίς να συμμετέχουν ολοκληρωτικά στην Αντίσταση, κάνοντας αντιστασιακή δουλειά και μερικές φορές οργανώνοντας εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Φαίνεται ότι λίγοι ήταν εκείνοι που μπήκαν στην επίσημη Αντίσταση, αλλά και αυτοί χωρίς να εξασφαλίσουν προσωπικό όφελος.

Αρκετοί αναρχικοί ήσαν έτοιμοι και ικανοί να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους της παράνομης δράσης, αλλά πολύ ελάχιστοι αναμείχθηκαν σε μια δραστηριότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναρχική. Οι αξιόλογες δραστηριότητες του Αρρού και των ελάχιστων φίλων του δεν επισκίασαν την πτώση του κινήματος. Είναι η ετερογένειά του, η απουσία συνοχής και οργάνωσης (θεωρούμενης ως ad nauseam από αρκετούς αναρχικούς) καθώς και η απουσία προοπτικής που σταμάτησε τους αναρχικούς από το να δράσουν κατά τη διάρκεια του πολέμου.

 

ΟΙ ΤΡΟΤΣΚΙΣΤΕΣ

Το 1933, κάτω από την πίεση της γερμανικής καταστροφής, ο Τρότσκι θεωρεί ότι είναι αδύνατον να συζήσει περισσότερο με την Κομιντέρν: «Χρειαζόμαστε μια αλέκιαστη σημαία», μια νέα Διεθνή. Για όλα αυτά, οι Τροτσκιστές συνηγορούν ακόμα υπέρ της υπεράσπισης του Ρωσικού εργατικού κράτους, αλλά με νέα επιχειρήματα. Για τον Λένιν ήταν η ύπαρξη των σοβιέτ, το μπολσεβίκικο κόμμα και η Κομιντέρν που προσέδωσε ένα σοσιαλιστικό χαρακτήρα στην εθνικοποιημένη οικονομία. Τώρα είναι η εθνικοποιημένη οικονομία που προσδίδει ένα σοσιαλιστικό χαρακτήρα (αν και εκφυλισμένο) στο Ρωσικό κράτος…

Το 1934, η άνοδος της εργατικής μαχητικότητας, το Ενωμένο Μέτωπο και η πιθανότητα συγχώνευσης του SP και του CP θεωρούνται από τους Τροτσκιστές ως άνοιγμα νέων επαναστατικών προοπτικών. Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές δεν μπορούν να παραμείνουν απομονωμένοι και πρέπει να οδηγήσουν τους επαναστατημένους εργάτες. Μπορούν να προσδίδουν αυτό το ρόλο στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αυτή είναι η πρώτη «γαλλική στροφή». Με αποσιώπηση και ελάχιστες λιποταξίες μελών της, η Ligue Communiste («Κομμουνιστική Ένωση») συμμορφώνεται και η εφημερίδα της «La Verite» κυκλοφορεί ακόμα με το σφυροδρέπανο και γίνεται το όργανο της Μπολσεβίκικης-Λενινιστικής ομάδας του SP.

Οι προσδοκίες αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν. Η επαναπροσέγγιση του SP και του CP οδηγεί στο Λαϊκό Μέτωπο και στη στέγαση στην αστική τάξη. Οι Μπολσεβίκοι-Λενινιστές εκδιώκονται από το SP το 1935. Έχουν βέβαια στρατολογήσει νέα μέλη ανάμεσα στους νέους σοσιαλιστές, αλλά είναι ακόμα διαιρεμένοι. Φυτοζωούσαν κάτω από το Λαϊκό Μέτωπο και, πέρα από κάθε απόγνωση, αποφασίστηκε μια δεύτερη «γαλλική στροφή». Το 1939, ακόμα διαιρεμένοι, εισήλθαν στο Parti Socialiste Ouvrier et Paysan (PSOP), που ιδρύθηκε τον προηγούμενο χρόνο. Αυτονομήθηκαν όταν το PSOP κατέρρευσε στις αρχές του πολέμου.

 

Η LUNION COMMUNIST (ΕΝΩΣΗ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ)

Το 1933, σε ένα συνέδριο «ενοποίησης» (δεν είναι το πρώτο…) συναντούνται μερικές ομάδες αντιπολιτευόμενων κομμουνιστών και μεμονωμένοι αγωνιστές. Οι Τροτσκιστές και οι Μπορντιγκιστές είναι παρόντες. Το συνέδριο αυτό αποτελεί μια ακόμα αποτυχία, αλλά αργότερα με μια μικρή ανασύνταξη δημιουργείται η LUnion Communiste (U.C. - Ένωση Κομμουνιστών), η οποία θα αντέξει στη διάρκεια του πολέμου με το όργανό της «LInternationale» («Η Διεθνής»). Ο Chaze εξηγεί τη σπουδαιότητα των θεωρητικών καθηκόντων τα οποία αντιμετώπισε η νεογεννηθείσα οργάνωση: «Έχοντας υπόψη τη φύση και τον αντεπαναστατικό ρόλο της ΕΣΣΔ, είμαστε τουλάχιστον δέκα χρόνια πίσω από τους Ολλανδούς συντρόφους μας (συμβουλιακούς κομμουνιστές) και εκείνους της Γερμανικής Αριστεράς. Είμαστε κατά τον ίδιο τρόπο πίσω όσον αφορά τη θεσμοθέτηση και την ολοκλήρωση των συνδικάτων. Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και όσον αφορά το ρόλο του επαναστατικού κόμματος. Αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα». (18)

Η  UC καταγγέλλει τις γραφειοκρατικές μανούβρες των Τροτσκιστών και ό,τι χαρακτηρίζει την πολιτική τους σύγχυση: μια μετατόπιση από δημαγωγικές θέσεις στην είσοδο στη Σοσιαλδημοκρατία, υπερεκτίμηση των επαναστατικών δυνατοτήτων, αναπαραγωγή ψευδαισθήσεων ανάμεσα στην εργατική τάξη όσον αφορά τον πιθανό επαναστατικό ρόλο του SP και CP κ.λπ. Η UC καταγγέλλει το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το αντίστοιχο του Εθνικού Μετώπου. Το 1935 η UC τάσσεται ενάντια σε κάθε υπεράσπιση της ΕΣΣΔ.

Ο πόλεμος, μαζί με τη συνακόλουθη κινητοποίηση και τη σύλληψη ή την έξοδο από τη Γαλλία των ξένων μαχητών, προκαλεί την κατάρρευση της ομάδας, η οποία στην καλύτερη περίοδό της έχει πάνω από 40 μέλη. Ο Davoust (Chaze) συλλαμβάνεται και απελαύνεται. Διασώζεται από το στρατόπεδο Sachenhausen και θα επαναλάβει τις δραστηριότητές του στην εμπροσθοφυλακή, αλλά η UC δεν θα δημιουργηθεί ξανά. (19)

 

Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ PSOP

Το 1935, η αριστερή πτέρυγα του SP συγχωνεύεται γύρω από τον Μαρσώ Πιβέρτ. Σε αντίθεση με το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, η πτέρυγα αυτή προτείνει ένα πρόγραμμα δυναμικών εθνικοποιήσεων, συγκρότησης λαϊκής πολιτοφυλακής, διεύθυνσης του δημόσιου τομέα από τα συνδικάτα και λαϊκές επιτροπές, ελευθερία των αποικιών κ.λπ. Το Λαϊκό Μέτωπο πρέπει να εξυπηρετεί μόνο ως μια εισαγωγή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και μετά την εκλογική νίκη του Μετώπου ο Πιβέρτ υποστηρίζει ότι «τα πάντα είναι δυνατά». Ο Μπλουμ και ο Τορέζ το αρνούνται. Ο Μπλουμ εξηγεί ότι έχει εκλεγεί για να ασκήσει την εξουσία και όχι για να την κατακτήσει.

Οι οπαδοί του Πιβέρτ οργανώνονται ως τάση, τη Gauche Revolutionnaire (Επαναστατική Αριστερά), σαν ένα μικρό κόμμα μέσα στο SP. Επιτίθενται στην ταξική συνεργασία και στην εθνική άμυνα (τον προϋπολογισμό της οποίας αυξάνει ο Μπλουμ), υποστηρίζουν το POUM στην Ισπανία, καταγγέλλουν τις δίκες της Μόσχας και μερικές φορές συνεργάζονται με τους Τροτσκιστές και τους αναρχικούς σε συγκεκριμένες δραστηριότητες. Οι σχέσεις ανάμεσα στον Πιβέρτ και τους Τροτσκιστές είναι ταλαντευόμενες, αλλά ανεπηρέαστος από φλυαρίες ή προσβολές ο Πιβέρτ συνεχίζει  να συμμετέχει στο SP και στο Λαϊκό Μέτωπο.

Το 1937, στο αποκορύφωμα της επίδρασής της, η Gauche Revolutionnaire ελέγχει μόνο το 16% των αντιπροσώπων στο σοσιαλιστικό συνέδριο και έτσι δεν μπορεί να επηρεάσει την πορεία των γεγονότων. Οι οπαδοί του Πιβέρτ καταντούν γρήγορα μια δυσαρμονία στο κόμμα και παρά τις επίσημες υποσχέσεις τους να πειθαρχήσουν επιβάλλονται κυρώσεις σε μερικές ομάδες νεολαίων και έπειτα στον Πιβέρτ και τους φίλους του. Έτσι εξεγείρονται και αποχωρούν από το SP στο συνέδριο του Royan το 1938. Σχηματίζουν το Parti Socialiste et Paysan (PSOP).

Η ίδρυση του κόμματος αυτού ήρθε σε μια άσχημη στιγμή. Ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει και η εργατική τάξη βρίσκεται σε υποχώρηση. Το PSOP δεν περιλαμβάνει στους κόλπους του όλους όσους ακολουθούσαν την Gauche Revolutionnaire και στην καλύτερη περίπτωση μετρά ίσως 10.000 μέλη. Ο αριθμός αυτός θα μειωθεί αλλά είναι ακόμα εντυπωσιακός σε σύγκριση με τις μικρές Τροτσκιστικές ομάδες που εισέρχονται στο κόμμα αυτό το 1939, καλοδεχούμενες μεν, αλλά χωρίς ενθουσιασμό. Στο PSOP συνυπάρχουν ολικοί ειρηνιστές, ανυποχώρητοι σοσιαλδημοκράτες, Τροτσκιστές διαφόρων αποχρώσεων και διάφοροι άλλοι, οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα στο ρεφορμισμό και τον Μπολσεβικισμό. Παρόλα αυτά, η συζήτηση είναι ελεύθερη και ένας μακρύς διάλογος διεξάγεται για το ποια στάση πρέπει να υιοθετηθεί όσον αφορά τον επερχόμενο πόλεμο. Κατά παράδοξο τρόπο, αρκετοί αγωνιστές αισθάνονται ότι ο πόλεμος είναι ίσως διαφορετικός από τον προηγούμενο και δεν επιτρέψει την εφαρμογή ή την επανάληψη των ίδιων τακτικών και στάσεων. Τελικά, επιτεύχθηκε μια συμφωνία που επαναβεβαίωσε την παραδοσιακή θέση της πριν το 1914 σοσιαλδημοκρατίας.

Ο Πιβέρτ βρίσκεται στις ΗΠΑ όταν ξεσπά ο πόλεμος. Οι Τροτσκιστές απαιτούν αμέσως το σχηματισμό μιας παράνομης οργάνωσης και όταν καταψηφίζονται ανεξαρτητοποιούνται, αν και ακόμα διαιρεμένοι. Μερικοί αγωνιστές προσπαθούν να διατηρήσουν για μια στιγμή ένα νόμιμο προσωπείο για το PSOP, αλλά γρήγορα το εγκαταλείπουν. Το κόμμα διασπάται και οι αγωνιστές διασκορπίζονται.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου μπορεί κάποιος να βρει μερικά πρώην μέλη του PSOP (και ακόμα μερικούς πρώην αναρχικούς και συνδικαλιστές) σε ομάδες και εκδόσεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηρισθούν ως η αριστερά της Αντίστασης: στο Παρίσι η ομάδα Notre Revolution, η οποία γίνεται αργότερα Nos Combats και τελικά Liberte και στο νότο οι LInsurge και Liberer et Federer, οι οποίες αργότερα συγχωνεύονται. Παρά τις ασυμφωνίες υπάρχουν αρκετά κοινά ανάμεσα στις εκδόσεις αυτές: αποφεύγουν τη σοβινιστική γλώσσα των Σταλινικών και Γκωλλιστών, υιοθετούν ένα λαϊκίστικο στυλ και επιβεβαιώνουν την αφοσίωσή τους σε ένα σοσιαλιστικό μέλλον. Ασφαλώς και ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός, αλλά ο φασισμός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός, η νίκη σε βάρος του οποίου είναι προτεραιότητα της εργατικής τάξης μέσα στο πλαίσιο του αγώνα που καθοδηγείται από τους συμμάχους. Η νίκη σε βάρος του φασισμού θα φέρει ένα τέλος στον «ετοιμοθάνατο καπιταλισμό». Η Liberer et Federer εγγυάται την υπακοή της στο Ντε Γκολ ως στρατιωτικό αρχηγό, αλλά επιθυμεί να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Πράγματι, οι ομάδες αυτές έχουν θέλοντας και μη το ένα πόδι στην επίσημη Αντίσταση και δεν καθορίζουν παραπέρα την πολιτική τους κατεύθυνση. Η LInsurge διαλύεται κατά την απελευθέρωση. Ο Μαρσώ Πιβέρτ μπαίνει ξανά στο SP μετά τον πόλεμο.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Αυτή η πολιτική τάση είναι περισσότερο γνωστή ως Μπορντιγκιστές, από τον κύριο θεωρητικό της Αμαντέο Μπορντίγκα (20). Δραστηριοποιημένος ήδη στην Ιταλική Σοσιαλιστική Νεολαία πριν από το 1914, ο Μπορντίγκα γίνεται εκδότης της «Avanguardia» το 1917. Υποστηρίζει τη Διάσκεψη του Τσίμμερβαλντ και του Κίενταλ, πριν υποστηρίξει αμέσως τη Ρωσική επανάσταση. Το 1918, συνηγορεί υπέρ της εκδίωξης των ρεφορμιστών από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο, συμπεριλαμβανομένων όλων των τάσεων, μπαίνει στη Γ’ Διεθνή το 1919. Ξεκινά το «II Soviet» το 1920 και διεξάγει εκστρατεία ενάντια στη συμμετοχή στις εκλογές, μια θέση που υπερασπίζεται ανεπιτυχώς στο 2ο Συνέδριο της Κομιντέρν (Ιούλης 1920). Τον Ιανουάριο του 1921, στο Συνέδριο του Leghorn, η κεντρώα τάση (με τον Σερράτι) αρνείται να εκδιώξει τη ρεφορμιστική πτέρυγα και έτσι επέρχεται μια διάσπαση. Η τάση του Μπορντίγκα συμμάχησε τότε με την Ordine Nuevo του Τορίνο (υπό τον Γκράμσι) και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα (ICP), με τον Μπορντίγκα ως γραμματέα. Το Μάρτη του 1922, το 2ο Συνέδριο του ICP υιοθετεί την περιβόητη «Θέση της Ρώμης», η οποία καθορίζει το ρόλο και τη φύση του κόμματος και ακόμα και τώρα θεωρείται ένα θεμελιώδες ντοκουμέντο από την τάση των Μπορντιγκιστών. Αλλά η Κομιντέρν ήδη έχει υιοθετήσει την τακτική του ενωμένου μετώπου στο 3ο Συνέδριό της το 1921 και ενάντια στον Μπορντίγκα υποστηρίζει την ομάδα του Γκράμσι (που βοηθείται από τον Τολιάττι), ο οποίος καταλαμβάνει την ηγεσία του κόμματος  το 1923. Οι Μπορντιγκιστές συντρίβονται στο 3ο Συνέδριο, που έγινε στην εξορία, στη Λυών της Γαλλίας το 1926. Ο μοναχικός διαφωνών Μπορντίγκα παρακολουθεί μια διευρυμένη συνέλευση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν το Φλεβάρη του 1926 και θα εκδιωχθεί από το κόμμα το 1930.

Η Μπορντιγκιστική θέση για το κόμμα εξηγεί τις διαφορές και αργότερα τη διακοπή των σχέσεων με την Κομιντέρν. Αναμφίβολα η νίκη των Μπολσεβίκων έχει ισχυροποιήσει το φετιχισμό των Μπορντιγκιστών για το κόμμα, αλλά η αντίληψή τους είναι αυθεντική και χρωστά πολύ λίγα στο «Λενινισμό», που πρακτικά είναι άγνωστος στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Το τι ακολουθεί δεν θα δικαιώσει μια θεωρία που είναι περισσότερο πολύπλοκη από ό,τι η προφανής της ακαμψία.

Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επανάσταση, η ιστορική αποστολή του προλεταριάτου ενσαρκώθηκε από το κόμμα, το πρόγραμμα του οποίου είναι σταθερά αγκιστρωμένο στη μαρξιστική θεωρία. «Το όραμα μιας συλλογικής δράσης για τους γενικούς στόχους προϋποθέτει τη συμμετοχή ολόκληρης της τάξης και συνεπάγεται τη συνολική ανατροπή του κοινωνικού συστήματος μπορεί να είναι ξεκάθαρο μόνο για μια αξιοσημείωτη μειονότητα» («Κόμμα και Τάξη», 1921). Η τάξη υπάρχει μόνο στο μέτρο που η ύπαρξη του κόμματος είναι δυνατή, ακόμα και ως μια μικρή μειονότητα, μια αντίληψη συνοψισμένη στη φόρμουλα «το κόμμα είναι η τάξη και η τάξη είναι το κόμμα». Μόνο ο θρίαμβος του ακέραιου κομμουνισμού με την εξαφάνιση των τάξεων, θα επιφέρει την αχρήστευση του κόμματος, τότε που θα είναι ικανό να διαλυθεί από μόνο του μέσα στην εργατική τάξη η οποία θα έχει γίνει κομμουνιστική. Είναι αντιδραστικό και λανθασμένο να σκεφτόμαστε ότι τα σοβιέτ θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν το κόμμα. Σε τελευταία ανάλυση, η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί μόνο να είναι η δικτατορία του κόμματος.

Το κομμουνιστικό πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από την αμεταβλητότητά του (21), την αμείωτη αντίθεσή του σε όλες τις μορφές κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η υπεράσπιση του προγράμματος είναι η πρώτη υποχρέωση του κόμματος. Δεν θα εκλιπαρήσει για μια τεχνητή δημοτικότητα δια μέσου του ευνουχισμού των αρχών του. Κάποιος συνδέεται με το κόμμα ως άτομο μετά από μια πολιτική συμφωνία. Και μπορεί να υπάρξει μόνο μια οργάνωση που θα υπερασπιστεί το πρόγραμμα της επανάστασης. Το κόμμα αρνείται τη διείσδυση σε αυτό άλλων οργανώσεων και είναι ενάντια στο σχηματισμό μετώπων και συνασπισμών με αυτές.

Γι’ αυτό στην Ιταλία οι Μπορντιγκιστές αρνούνται το Ενωμένο Μέτωπο με τους σοσιαλιστές. Θα δεχτούν καλύτερα το μέτωπο αυτό σε επίπεδο συνδικάτων. Αργότερα, αντιτίθενται στη συγχώνευση με τους σοσιαλιστές (στο οποίο συνηγορούσε η Κομιντέρν, αλλά αρνήθηκαν οι σοσιαλιστές) και ακόμα με τον Τερζίνι, την αριστερή πτέρυγα που εκδιώχτηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο ερχομός του φασισμού δεν τροποποιεί τη στάση των Μπορντιγκιστών, για τους οποίους φασισμός και δημοκρατία είναι μόνο οι διαφορετικές μάσκες της αστικής εξουσίας, στις οποίες μόνο η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να αντιτεθεί (22).

Η Ιταλική Αριστερά αγωνίζεται επίμονα μέσα στην Κομιντέρν (η οποία είναι κάτω από Ρωσικό έλεγχο), κριτικάροντας την επέμβαση στη ζωή των κομμάτων και, το σπουδαιότερο, προτείνοντας τα προβλήματα του Ρωσικού κράτους να συζητηθούν από τη Διεθνή. Μετά την ήττα τους το 1926, οι Μπορντιγκιστές συγκρότησαν επίσημα την Αριστερή Φράξια του ICP (Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος)  στο Pantin της Γαλλίας. Αργότερα, το 1936, η οργάνωση αυτή εξελίχθηκε στην Ιταλική Φράξια της Διεθνούς Κομμουνιστικής Αριστεράς, δημοσιοποιώντας – αργοπορημένα λένε μερικοί - τη διακοπή των σχέσεων με τη Γ’ Διεθνή. Για μια μικρή περίοδο υπήρξε μια προσέγγιση μεταξύ του Τρότσκι και της Διεθνούς Αντιπολίτευσής του, ακολουθούμενη από μια συνολική διάρρηξη των σχέσεων το 1933. Οι Μπορντιγκιστές δέχονται τις θέσεις μόνο των δύο πρώτων συνεδρίων της Γ’ Διεθνούς – και εκείνων με επιφυλάξεις - ενώ οι Τροτσκιστές θεωρούν τις θέσεις και των τεσσάρων συνεδρίων ως θεμελιώδη ντοκουμέντα (23).

Το 1923 η Φράξια αρχίζει να εκδίδει το «Bilan» (στα τέλη Οκτωβρίου) στα γαλλικά. Στις αρχές του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου η Φράξια καθορίζει τη θέση της: το ισπανικό προλεταριάτο είναι ανίκανο να συγκροτήσει το ταξικό του κόμμα, δεν έχει οικοδομήσει τη δικτατορία του και στο όνομα του αντιφασιστικού αγώνα έχει αφήσει την αστική εξουσία άθικτη. Ο πόλεμος είναι ιμπεριαλιστικός και η Φράξια του ICL κάνει έκκληση προς τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα μέτωπα, να συναδελφωθούν και να μετασχηματίσουν τον πόλεμο σε εμφύλιο ενάντια στο κεφάλαιο.

Η Union Communiste, η Revolution Proletarienne και μερικοί αναρχικοί γνωρίζουν πολύ καλά τον αντεπαναστατικό ρόλο των Σταλινικών, που θα αποκορυφωθεί στο διωγμό των δεύτερων σε βάρος των επαναστατών και στις επιθέσεις τους ενάντια στις κολεκτιβοποιήσεις. Κριτικάρουν – μερικές φορές αυστηρά - ό,τι θεωρούν συνθηκολόγηση από το POUM και τη CNT-FAI, αλλά δεν ακολουθούν τους Μπορντιγκιστές, οι οποίοι σύμφωνα με αυτούς χρησιμοποιούν μηχανικά συνθήματα για την Ισπανία κληρονομημένα από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Μπορντιγκιστές δεν είναι ομόθυμοι σ’ αυτό το ζήτημα: γίνεται μια διάσπαση στην Ιταλική Φράξια και σε μια μικρή ομάδα από το Βέλγιο που βρίσκεται κοντά στους Μπορντιγκιστές.

Οι Μπορντιγκιστές αντιτίθενται στην υπεράσπιση του Ρωσικού κράτους, το οποίο θεωρούν διαβρωμένο από τον καπιταλισμό. Το κριτήριό τους είναι οπωσδήποτε πολιτικό, από τη στιγμή που το Ρωσικό κόμμα και η Κομιντέρν του έχουν εγκαταλείψει το επαναστατικό πρόγραμμα η Ρωσία δεν μπορεί να είναι σοσιαλιστική. Αγνοείται μια ανάλυση της ρωσικής κοινωνίας. Μερικές φορές η γραφειοκρατία θεωρείτο ως ένα απλό εργαλείο του διεθνούς καπιταλισμού, μερικές φορές σαν να παιζόταν κορώνα-γράμματα ανάμεσα στο προλεταριάτο και κάποιες μυστηριώδεις παλιές κοινωνικές τάξεις. Αυτό ίσως επεξηγεί το αρχαϊκό επίθετο «κεντρισμός» (centrism) όσον αφορά το Σταλινισμό ακόμα και μετά την Ισπανία.

Αδιάλλακτοι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ισπανία, οι Μπορντιγκιστές δεν έχουν κανένα δισταγμό όταν αρχίζει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: αυτός είναι ένας ακόμα ιμπεριαλιστικός πόλεμος που θα πρέπει να μετασχηματιστεί σε εμφύλιο ενάντια σε όλες τις αστικές τάξεις. Η Φράξια πρέπει να συνεχίσει το έργο της προς τη συγκρότηση ενός επαναστατικού κόμματος. Η διάσπαση που προήλθε από το Ισπανικό ζήτημα (μια ανασύνταξη θα επιχειρηθεί ανεπίσημα) και ο πόλεμος έχουν διασκορπίσει τους αγωνιστές. Ένας μικρός πυρήνας σχηματίζεται γύρω από τον Περόνε (Βερκέζι), ηγετικό θεωρητικό της Φράξιας, ο οποίος επιβιώνει στον πόλεμο απομονωμένος στις Βρυξέλλες. Στη Μασσαλία μια μικρή ομάδα Ιταλών Μπορντιγκιστών και μερικών νεαρών Γάλλων συγκεντρώνεται γύρω από τον Μαρκ (βετεράνο της κομμουνιστικής αντιπολίτευσης) και σχηματίζουν το γαλλικό τμήμα της ICL. Γράφονται μερικά κείμενα (που τώρα δεν είναι διαθέσιμα). Τελικά η Φράξια μετακινείται στο Παρίσι και αποκτά επαφές με Ιταλούς που δεν έχουν επιστρέψει στη χώρα τους μετά την πτώση του Μουσολίνι. Κατά το τέλος του πολέμου εκδίδονται μερικά τεύχη της «LEtincelle».

Το 1945 ο άνεμος φυσάει από την Ιταλία. Οι Μπορντιγκιστές που συγκροτούν την οργάνωσή τους κατά τη διάρκεια της παρανομίας, συγκαλούν ένα συνέδριο στο Τορίνο. Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κόμμα τους είναι η μόνη επαναστατική οργάνωση στον κόσμο, με ένα μικρό, αλλά πραγματικό ακροατήριο (αρκετές χιλιάδες μέλη), ένα εβδομαδιαίο όργανο («Battaglia Communista»), μια θεωρητική επιθεώρηση («Prometeo») και μερικές εκδόσεις σε επαρχιακές περιοχές.

Αν και οι Ιταλοί δεν μπορούν να προσφέρουν κάποια υλική βοήθεια, η Γαλλική Φράξια αποκτά κάποιο γόητρο και μια νέα ζωτικότητα. Ανάμεσα σε άλλους που προσκολλούνται στη φράξια είναι βετεράνοι της πρώην Union Communiste, όπως ο Davoust (Chaze) και ο Lasterade και ακόμα η μικρή ομάδα «Against the Current», προϊόν της διάσπασης στο RKD-CR. Η Φράξια εκδίδει την «LInternationaliste» και αποκτά διάφορες επαφές με αρκετά εργοστάσια, ειδικά με τη Ρενώ, όπου τα μέλη της παίζουν κάποιο ρόλο στην απεργία του 1948. Οι προσπάθειες αυτές φέρνουν ελάχιστα αποτελέσματα και τα θεωρητικά προβλήματα επανέρχονται: το 1950 η πλειοψηφία των Γάλλων μελών θεωρούν ότι ο Μπορντιγκισμός είναι ένα απολίθωμα και εισέρχονται στην ομάδα «Socialisme ou Barbarie». Αρκετά αποδεκατισμένη η Γαλλική Φράξια θα αρχίσει μια άλλη πορεία στην έρημο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Το 1944 αρκετά ιδρυτικά μέλη της Φράξιας (Μαρκ και Σαλαμά/Μουσσώ) την εγκαταλείπουν, συγκροτώντας την Gauche Communiste de France και εκδίδοντας το «Internationalisme», ως όργανο έρευνας και συζήτησης. Θεωρούν τη συγκρότηση ενός κόμματος στην Ιταλία πρόωρη και οπορτουνιστική (24).

Η δραστηριότητα της Γαλλικής Φράξιας θεωρείται άσχετη και χωρίς αρχές. Η ομάδα αυτή αποτελεί τον πρόγονο της International Communist Current που υπάρχει μέχρι σήμερα.

 

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΑΛΛΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ: RKD ΚΑΙ CR (25)

Η ομάδα που είναι γνωστή ως Revolutionare Kommunisten Deutschlands (RKD – Γερμανοί Επαναστάτες Κομμουνιστές) είναι στην ουσία μέρος του Τροτσκιστικού κινήματος της Αυστρίας και αναγνωρίστηκε το 1938 ως το Αυστριακό τμήμα της 4ης Διεθνούς (RKO). Οδηγημένο στην εξορία εξαιτίας της καταστολής, το RKO εισήλθε γρήγορα σε διαμάχες με το Τροτσκιστικό κίνημα και οι αντιπρόσωποί της ψήφισαν ενάντια στην επίσημη προκήρυξη της 4ης Διεθνούς το Σεπτέμβριο του 1938. Αν και ακόμα συμφωνούσε με την Τροτσκιστική ανάλυση για τη ΕΣΣΔ ως εκφυλισμένου εργατικού κράτους, η ομάδα διαφοροποιείται από τον Τρότσκι όσον αφορά τη στάση που θα πρέπει να υιοθετηθεί  σε περίπτωση πολέμου στις χώρες οι οποίες ίσως βοηθούν τη Ρωσία. Υπερασπίζεται τον επαναστατικό ντεφετισμό σε όλες τις χώρες και πλησιάζει τις θέσεις της American Revolutionary Workers League (Αμερικανική Επαναστατική Εργατική Ένωση – τη λεγόμενη «Oehler group»), η οποία το Σεπτέμβριο του 1939 εκδίδει τις 14 Θέσεις της ως μια πειραματική βάση για μια διεθνή ανασύνταξη (26).

Το 1941 το RKO μετονομάζεται σε RKD και διαρρηγνύει τις σχέσεις του με τον Τροτσκισμό. Το RKD ορίζει την ΕΣΣΔ ως κρατική καπιταλιστική χώρα και αντιτίθεται κατηγορηματικά στην υπεράσπισή της. Επιτίθεται στον Τροτσκισμό ως εκ γενετής κεντριστική τάση, η οποία αντιτίθεται στο «γνήσιο» μπολσεβικισμό της εποχής του Λένιν.

Μετά την κατάρρευση της Γαλλίας, το RKD βρίσκει καταφύγιο στη νότια Γαλλία και επιδεικνύει μια αξιοσημείωτη δραστηριότητα, εκδίδοντας σε τακτά διαστήματα το RK Bulletin (17 τεύχη το 1943) και μετέπειτα το «Spartacus», στο πρώτο τεύχος του οποίου (Μάης 1943) δημοσιεύεται μια έκκληση προς τους εργάτες του κόσμου να σπάσουν τις αλυσίδες τους και να συγκροτήσουν τη διεθνή δημοκρατία των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών.

Επιπλέον, εκτός από αυτή την εντυπωσιακή παραγωγή πρέπει να προσθέσουμε την έκδοση του «Fraternisation Proletarienne», ως οργάνου της Communistes Revolutionnaires de France (η οποία δεν υπήρχε ακόμα), διάφορες προκηρύξεις και θεωρητικά κείμενα. Άρχισαν επίσης επαφές με Γερμανούς στρατιώτες και δημιουργήθηκαν σύνδεσμοι με παράνομους Γάλλους επαναστάτες.

Αν και στις παράνομες δραστηριότητες πήγε πολύ καλά, το RKD δεν ήταν απρόσβλητο στην καταστολή. Το 1942 τρεις γυναίκες-μέλη του συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε 14 μήνες, 3 χρόνια και 15 χρόνια φυλάκιση αντίστοιχα. Μια από τις τρεις απελάθηκε στη Γερμανία, αλλά επέζησε. Η δεύτερη άρχισε ξανά την παράνομη δραστηριότητα μετά την έκτιση της ποινής της. Η τρίτη, η Μέλανι Μπέργκερ, απελευθερώθηκε από μέλη της RKD, χρησιμοποιώντας ψεύτικο γερμανικό διαβατήριο. Δύο άλλα μέλη της RKD, οι Ignaz Duhl και Arthur Streicher, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν από την Γκεστάπο. Ο Καρλ Φίσερ (Εμίλ) συνελήφθη το 1944, επέζησε από το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, αλλά αργότερα απήχθηκε από τη Ρωσική αστυνομία στην Αυστρία (το 1947) και πέρασε οκτώ χρόνια στη Σιβηρία. Τα παραδείγματα αυτά δεν είναι και τα μοναδικά.

Αποδεκατισμένη, αλλά όχι και καταστρεμμένη, η RKD μετακινείται συχνά: Montauban, Μασσαλία, Γκρενόμπλ, Λυών… Το φθινόπωρο του 1944 η οργάνωση μεταφέρει τις δραστηριότητές της στο Παρίσι.

Ακόμα και άνθρωποι που συμμετείχαν στις δραστηριότητες της RKD δεν μπορούν να είναι ακριβείς όσον αφορά τον αριθμό των μελών, αλλά μιλούν μάλλον για 12 περίπου μέλη (συμπεριλαμβανομένων μερικών Γάλλων) την εποχή της απελευθέρωσης του Παρισιού. Η οργάνωση καθοδηγείται από τον Αυστριακό Scheuer (Armand), πεπειραμένο αναμφίβολα στην παράνομη δουλειά. Στην ομάδα υπήρξε ένας αυστηρός διαχωρισμός, αφού τα μέλη δεν ήταν πάντα καλά πληροφορημένα όσον αφορά την ακριβή επιρροή μιας οργάνωσης σαν κι αυτή η οποία δεν είναι αντίθετη στην προπαγάνδα. Τα μέλη της RKD είναι ειδήμονες στη δημιουργία και στην αξιοποίηση συνδέσμων και επαφών, στο εκ περιτροπής καλόπιασμα και στις κακεντρεχείς καταγγελίες. Τον Οκτώβρη του 1942 κάνοντας έκκληση για τη δημιουργία μιας αυθεντικής νέας Διεθνούς, η ομάδα στέλνει ένα γράμμα στην Τροτσκιστική ομάδα «La Seule Voie», δηλώνοντας ότι η καταστολή σε βάρος των τροτσκιστών έχει εξαλείψει ένα εμπόδιο προς αυτό το καθήκον! Το άστοχο αυτό άνοιγμα προκαλεί μια αγανακτισμένη απάντηση της «Le Seule Voie»: «Έχετε λάθος διεύθυνση σύντροφοι». Οι μεμονωμένες επαφές είναι περισσότερο αποδοτικές και η RKD έχει κάποια επιρροή σε νέους Τροτσκιστές στην Τουλούζη, στη Λυών και στο Παρίσι.

Τον Απρίλη του 1944 τρεις γαλλικές Τροτσκιστικές οργανώσεις οι POI, CCI και η ομάδα «October» διαλύονται και σχηματίζουν το Parti Communiste Internationaliste (PCI – Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα). Η μικρή Union Communiste of Korner (Barta), που εκδίδει το «Lutte de Classe» («Ταξικός Αγώνας») αρνείται να συμμετάσχει. Η RKD καταγγέλλει σφοδρά την κοινή διακήρυξη των τριών ομάδων: «Η έκκληση αυτή, αντί να καταγγέλλει τις φιλοφασιστικές, αγγλόφιλες και φιλοσταλινικές παρεκκλίσεις οι οποίες ανθούν στα έντυπα και τα δελτία των POI και CCILa Seule Voie»), εξαπατούν συνειδητά την εργατική τάξη με το να υποστηρίζουν ότι οι προαναφερόμενες ομάδες ποτέ δεν έπαψαν να καταγγέλλουν αυτό τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό». Πλην όμως μια μεγαλύτερη οργάνωση σημαίνει μεγαλύτερες πιθανότητες πολιτικής δουλειάς και οι νέες γαλλικές στρατολογήσεις της RKD σχηματίζουν μια τάση μέσα στο νέο κόμμα.

Τον Αύγουστο του 1944 κατά τη διάρκεια της απελευθέρωσης του Παρισιού, η RKD και η γαλλική CR, για πρώτη και τελευταία φορά, παίζουν το ρόλο του αυθεντικού κινήματος της εργατικής τάξης: οι μαχητές της CR ηγούνται της απεργιακής επιτροπής στο μεγάλο εργοστάσιο της Ρενώ. Η ευφορία βασιλεύει – η CR, μερικοί ορθόδοξοι Τροτσκιστές (που φτάνουν τελευταίοι στη σκηνή) και δύο τυπογράφοι της GRP-UCI (οι οποίοι τύπωσαν μια αφίσα της επιτροπής), αδελφοποιούνται, ενώ ένας Σταλινικός, καθηλωμένος στο τραπέζι, μιλά με υπαινιγμούς για «ανεύθυνα στοιχεία». Οι Σταλινικοί αντιδρούν γρήγορα. Ένας αγωνιστής της CR συλλαμβάνεται και τρομοκρατείται. Η Ρενώ καταρρέει εξαιτίας του ελέγχου των Σταλινικών, αλλά οι αριστεροί διατηρούν κάποια στηρίγματα και παίζουν κάποιο ρόλο στην απεργία του 1948 αντέχοντας στις προκλήσεις της Σταλινικής CGT.

Τον Οκτώβριο του 1944 η τάση της CR κάνει μια δήλωση στη συνδιάσκεψη της PCI και εγκαταλείπει το κόμμα. Η γαλλική ομάδα Organisation Communiste Revolutionnaire (Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση), έχει τότε 40 ίσως μέλη και εκδίδει άφθονα έντυπα μόνη της ή σε συνεργασία με την RKD: το «Rassemblement Communiste Revolutionnaire», επίσης το «Pouvoir Ouvrier» για τη CR, το «Vierte Kommunistische Internationale» για τη RKD και το «L Internationale», όργανο της Διεθνούς Επιτροπής που δημιουργήθηκε από τη CR και την RKD. Αλλά καθώς οι αυταπάτες για ένα επαναστατικό κύμα στην Ευρώπη διασκορπίζονται, πρέπει να σχεδιαστούν μακρόχρονες προοπτικές και να συζητηθούν κάποιες θεωρητικές θέσεις. Υπάρχουν ερωτήματα όσον αφορά τα ζητήματα της Κροστάνδης, της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ), της συμφωνίας Μπρεστ-Λιτόφσκ και τελικά τον ίδιο το Λενινισμό. Ο ρόλος του μέντορα για την παλιά ηγεσία της RKD έχει παρέλθει. Επέρχεται ένταση και αποστασίες. Ελάχιστοι αγωνιστές ενώνονται με την International Communist Left (Μπορντιγκιστές), ενώ άλλοι σχηματίζουν μια νέα εφήμερη οργάνωση, τη CRAgainst the Current (Le Pouvoir Ouvrier), η οποία γρήγορα ενώνεται επίσης με τους Μπορντιγκιστές. Ο ηγέτης της RKD πλησιάζει τους αναρχικούς. Τα υπολείμματα της οργάνωσης διασκορπίστηκαν το 1946.

Ανεξάρτητα από κάθε πολιτική εκτίμηση, η εκπληκτική αυτή εργασία που εκπληρώθηκε από τη χούφτα αυτή των Αυστριακών και Γερμανών της RKD κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες, αξίζει σεβασμού.

 

Η ΟΜΑΔΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΩΝ-  
ΕΝΩΣΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ (
GRP-UCI) (27)

Στα τέλη του 1941 μεμονωμένοι αγωνιστές, προερχόμενοι από διαφορετικές ομάδες, συναντιούνται για να ανανεώσουν παλιές επαφές και να αποφασίσουν για τη συγκρότηση μιας νέας ομαδοποίησης, της GPR. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό τον καιρό, οι Μπορντιγκιστές και το RKD ήδη δρούσαν στη νότια Γαλλία. Επιτυγχάνεται μια πλατιά συμφωνία όσον αφορά την ιμπεριαλιστική φύση του πολέμου και τον ορισμό της Ρωσίας ως κρατικού καπιταλιστικού συστήματος. Οι αγωνιστές αυτοί προέρχονται από τους Τροτσκιστές, τους αναρχικούς και διάφορες γερμανικές αντιπολιτευτικές ομάδες και αντιπροσωπεύουν αρκετές εθνικότητες. Στην πραγματικότητα, μερικές συνελεύσεις γίνονταν στα γερμανικά, επειδή οι Γάλλοι ήσαν μειοψηφία.

Το 1943, η GPR δημοσιεύει ένα μανιφέστο στο οποίο δηλώνει ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος πρέπει να μετασχηματιστεί σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια σε όλες τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις και ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η διεθνής δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων. Ως άμεσα βήματα στο μανιφέστο μνημονεύονται η προπαγάνδα και η αδελφοποίηση με τους Γερμανούς στρατιώτες και εργάτες, η καταγγελία των ιμπεριαλιστικών στόχων, η υποστήριξη των οικονομικών αιτημάτων των εργατών, η πάλη ενάντια στην απέλαση των εργατών στη Γερμανία – της οργανωμένης από την κυβέρνηση Βισύ και τους ναζιστές - και ο σχηματισμός επαναστατικών ομάδων στα εργοστάσια ως ένα βήμα προς τη συγκρότηση εργατικής πολιτοφυλακής και εργοστασιακών επιτροπών. Αφού αποτίεται φόρος τιμής στον Τρότσκι, στο μανιφέστο δηλώνεται ότι η 4η Διεθνής είναι ανίκανη να ενώσει τους Τροτσκιστές και γι’ αυτό είναι περισσότερο ανίκανη να ανασυντάξει όλους τους επαναστάτες. Οι γραφειοκρατικές της μέθοδοι είναι κενές από κάθε πραγματική ζωή και η δογματική της προσκόλληση στη Ρωσική εμπειρία αποτελεί ένα εμπόδιο σε κάθε θεωρητική πρόοδο. Μια αυθεντική Διεθνής πρέπει να οικοδομηθεί.

Εξαιτίας της κοινωνικής και εθνικής της σύνθεσης, η ομάδα είναι τρωτή και στερούμενη από αρκετά υλικά μέσα. Δικαιολογημένα, οι φιλοδοξίες της συμβαδίζουν με τη RKD και με μια αναρχική ομάδα, η οποία σχηματίστηκε εκείνη την εποχή με σκοπό να αναλάβει μια συνδυασμένη δράση. Οι τελευταίες δύο επαφές είναι αποδοτικές. Στην απελευθέρωση του Παρισιού, η ομάδα προσπαθεί να εξασφαλίσει χρήματα και υλικό, αλλά αποτυγχάνει. Μοιράζονται δίγλωσσες προκηρύξεις, περισσότερο ως μια επιθυμία να γίνει μια κίνηση. Το 1944, για χάρη των νέων Γάλλων μελών που είναι ακόμα προσκολλημένα στην Τροτσκιστική παράδοση, η GRP μετονομάζεται σε LUnion des Communistes Internationalistes για μια 4η Διεθνή (Ένωση Κομμουνιστών Διεθνιστών για την 4η Διεθνή).

Οι εκδόσεις της GRP είναι πασίγνωστες για τη φτωχή τους τυπογραφική ποιότητα. Έως τον Ιανουάριο του 1945 η ομάδα εκδίδει 16 τεύχη του «Le Reveil Proletarien» και 5 ή 6 τεύχη της θεωρητικής επιθεώρησης «La Flamme». Στα τελευταία δύο τεύχη (τυπωμένα κανονικά το 1946), εμφανίζεται ξεκάθαρα η εξέλιξη της ομάδας προς τις θέσεις του κομμουνισμού των εργατικών συμβουλίων.

Μετά την απελευθέρωση του Παρισιού, μια περιορισμένη οργανωτική προσπάθεια ανάμεσα στη σοσιαλιστική νεολαία φέρνει νέο αίμα στην οργάνωση και τις πιθανότητες νέων επαφών. Αλλά η GRP-UCI – κάτι που γίνεται επίσης και σε άλλες οργανώσεις – είναι προετοιμασμένη να αφομοιώσει αυτό το νέο κόσμο, που έχει, χωρίς αμφιβολία, κινητοποιηθεί από μια υγιή αντίδραση ενάντια στην ταξική συνεργασία, αλλά, που δεν έχει πολιτική εμπειρία και είναι επιρρεπής στο να αποθαρρύνεται εύκολα από την ολιγομελή ατμόσφαιρα της ομάδας και την έλλειψη έκφρασης. Μερικά μέλη φεύγουν από την ομάδα, ενώ μερικοί από τους ξένους φεύγουν από τη Γαλλία, όχι τόσο εξαιτίας πραγματικών διαφορών, αλλά εξαιτίας της μη επιθυμίας τους να εξερευνήσουν άλλες πιθανότητες. Η ομάδα παρακμάζει και σταματά τη λειτουργία της το 1947. Έχει εκπληρώσει ένα χρήσιμο ρόλο κατά τη διάρκεια του πολέμου και είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι, αν και η εξέλιξή τους ήταν διαφορετική, τα πρώην μέλη της ομάδας φαίνεται ότι διατήρησαν φιλικές επαφές μεταξύ τους.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η μελέτη αυτή επιχειρεί να εξηγήσει μόνο την προϊστορία και τις δραστηριότητες των τριών ομάδων που τήρησαν μια σαφή στάση στον πόλεμο: της RKD-CR, της GRP-UCI και της International Communist Left (Μπορντιγκιστές). Και καθώς οι ομάδες αυτές δεν είχαν υποφέρει, όπως οι Τροτσκιστές, από τα προβλήματα της στρατηγικής και της τακτικής που προκλήθηκαν από τη συμμετοχή της ΕΣΣΔ στη διαμάχη, διαφοροποιούνται ελάχιστα στην ανάλυσή τους για τον πόλεμο. Δεν είναι τώρα σχετικό να γνωρίζουμε κατά πόσο η RKD ή η GRP εκτίμησαν σωστά ή όχι την Ιταλική κατάσταση ή να ανασυνθέσουν παλαιά επιχειρήματα καθιστώντας τα αιώνια θεωρητικά προβλήματα.

Η μνεία στην αναρχική τάση ήταν απαραίτητη και για να δώσει έμφαση στην κατάρρευση ενός κινήματος και για να αναγνωρίσει τις προσπάθειες εκείνων των αγωνιστών που προσπάθησαν τουλάχιστον να κάνουν κάτι αξιόλογο.

Με αρκετές μικρές διαφορές, οι τρεις αυτές ομάδες ήσαν οι περισσότερο αισιόδοξες -όπως ήταν και οι Τροτσκιστές - όσον αφορά την πιθανότητα επαναστατικής εξέλιξης του πολέμου. Οι ελπίδες τους συντρίφτηκαν ανηλεώς, οι αδύναμες προσπάθειές τους εδώ και εκεί σε αυτόνομες δραστηριότητες της εργατικής τάξης εξαφανίστηκαν γρήγορα με την αποκατάσταση της κρατικής εξουσίας, τη βοηθούμενη από τους Σταλινικούς και τους ρεφορμιστές.

Η υπερ-αριστερή ανάλυση για την ΕΣΣΔ επιβεβαιώθηκε, ενώ η υπερ-εργασία των Τροτσκιστών κατέρρευσε. Η γραφειοκρατία δεν υπέκυψε στην καπιταλιστική πίεση ούτε και στην προλεταριακή επανάσταση. Προάσπισε και επέκτεινε την εξουσία της και έγινε ένας ανταγωνιστής για την παγκόσμια κυριαρχία. Ο αντεπαναστατικός ρόλος του Ρωσικού κράτους και των εξωτερικών του πρακτορείων, των κομμουνιστικών κομμάτων, αναδείχθηκε ξανά, ενώ οι αποκαλύψεις όσον αφορά τις εκκαθαρίσεις και τα Γκουλάγκ απέδειξαν τη βαρβαρότητα του συστήματος.

Η περίοδος κατά και μετά τον πόλεμο έδειξε ότι η γραφειοκρατική κοινωνία δεν αποτελούσε μια ιδιότροπη κατάσταση που συνέβαινε περιορισμένα στη Ρωσία. Γραφειοκρατικές κοινωνίες υπήρξαν στη μισή Ευρώπη και αλλού στον κόσμο, δίνοντας στους Τροτσκιστές άλλα υποδείγματα εργατικών κρατών που γεννήθηκαν αλλοιωμένα και ασχημάτιστα. Η αναντίρρητη απόδειξη ότι η εξάλειψη του ιδιωτικού καπιταλισμού χωρίς δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας γεννά νέες μορφές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης αποτελεί το σημαντικότερο γεγονός του αιώνα.

Η σύντομη ιστορία της υπερ-αριστεράς δεν είναι μια μεταγενέστερη δικαίωση, πλην όμως θα πρέπει να διαλυθούν κάποιες παρανοήσεις.

Ενώ μη αμφισβητώντας τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου, μερικοί έχουν κατηγορήσει τους διεθνιστές ότι είχαν δώσει έμμεση βοήθεια στους ναζιστές με το να μην υποταχθούν στην ανάγκη του αντιφασιστικού αγώνα. Αυτό είναι το σοβαρότερο ζήτημα και η πολυπλοκότητά του αποκαλύφθηκε σε ποικίλες συζητήσεις που έγιναν πριν από τον πόλεμο.

Οι διεθνιστές εμπνεύστηκαν ακόμα από τη μεγάλη παράδοση των Λήμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, του Τσίμμερβαλντ και των συνθημάτων που υιοθετήθηκαν εκείνη την περίοδο: «ο εχθρός είναι η δική μας αστική τάξη και πρέπει να μετασχηματίσουμε τον καπιταλιστικό πόλεμο σε εμφύλιο πόλεμο, με στόχο την ήττα της αστικής τάξης» κ.λπ. Αλλά οι αμφιβολίες υπήρχαν.

Με την εξαίρεση της Ρωσίας, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος περιέπλεξε κράτη με κοινωνικά συστήματα αρκετά παρόμοια μεταξύ τους και με σπουδαίες πριν σοσιαλιστικές οργανώσεις εξασθενισμένες και αποθαρρυμένες μεν, αλλά όχι κατεστραμμένες. Σε κάθε χώρα υπήρχε ένας επαναστατικός πυρήνας (υποκείμενος σε μια μάλλον ελαφρά καταστολή), η ανάπτυξη του οποίου βοηθήθηκε από τη στασιμότητα των πολεμικών μετώπων. Ακόμα και χωρίς επαναστατικό αποτέλεσμα στη Δυτική Ευρώπη, η ειρήνη τροποποίησε τα σύνορα, αλλά δεν εξάλειψε τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Το 1939 η κατάσταση ήταν διαφορετική. Ακόμα και χωρίς να προβλεφθεί ο γερμανικός αστραπιαίος πόλεμος, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει αν ο πόλεμος ήταν αρκετά μακρύς ώστε να επιτρέψει στο προλεταριάτο – συντριμμένο στο ένα μέρος από τους φασίστες και αποθαρρυμένο στο άλλο από τους Σταλινικούς και τους ρεφορμιστές - να αναπτύξει μια επαναστατική συνείδηση; Μια γρήγορη νίκη των δυνάμεων του Άξονα θα μπορούσε να καταβυθίσει την Ευρώπη σε σκοτάδια για αρκετά χρόνια. Ακόμα και η στρατηγική του Τρότσκι ήταν αρκετά απλοποιημένη, δημιουργώντας διαφορές ανάμεσα στις φασιστικές και στις δημοκρατικές χώρες και παίρνοντας υπόψη την πιθανή τους συμπαράταξη με την ΕΣΣΔ.

Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί Τροτσκιστές – των οποίων οι χώρες δεν αντιμετώπισαν επίθεση και των οποίων οι αστικές τάξεις συμμάχησαν με την ΕΣΣΔ και απολάμβαναν μια δόση νομιμότητας - έπρεπε να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα αυτά τα προβλήματα. (Το πώς το έκαναν δεν είναι ο σκοπός του κειμένου αυτού) (28).

Η γρήγορη Γερμανική νίκη στη Γαλλία έδωσε μια μερική απάντηση στα ερωτήματα αυτά των διεθνιστών. Στο μέτρο που η Γαλλική άρχουσα τάξη με αρκετή δολιότητα, για να εξασφαλίσει το μέλλον της, συντάχθηκε πίσω από τους Ναζί, ο αγώνας ενάντια στο Βισύ και τους Φασίστες έγινε ο ίδιος αγώνας. Αλλά ο πόλεμος  συνεχίστηκε και άφησε άθικτο το πρόβλημα της συνδιαλλαγής με την Αντίσταση.

Η υπερ-αριστερά και οι Τροτσκιστές διατήρησαν την πλήρη αυτονομία τους και αγωνίστηκαν ενάντια στο Βισύ και τους Ναζί μέσα στο πλαίσιο της ανάλογης παγκόσμιας προοπτικής τους.

Η υπερ-αριστερά ήταν μόνο ένας κόκκος της άμμου στη θύελλα και μπορούσε να καταπιαστεί μόνο με ορισμένα καθήκοντα. Παρά την αδυναμία της, είναι αναγκαία η διατήρηση της οργάνωσής της για να περιφρουρήσει τη θεωρία της, να ανασυντάξει τους αγωνιστές της και να καταγγείλει τα ψέματα και τις αυταπάτες των ποικίλων ιμπεριαλιστών. Η υπερ-αριστερά υποστήριξε την προάσπιση των προλεταριακών συμφερόντων ενάντια στο Γαλλικό και Γερμανικό κεφάλαιο, συνηγόρησε υπέρ του σαμποτάζ των Ναζιστικών πολεμικών προσπαθειών και της αντίστασης στη γερμανική νομοθεσία καθώς και σ’ αυτή του Βισύ. Αν και οι Γερμανοί στρατιώτες πολέμησαν γενναία, πράγματι, δεν ήσαν όλοι Ναζιστές. Χιλιάδες λιποτάκτες εκτελέστηκαν. Η περιορισμένη αλλά αποτελεσματική δουλειά των Τροτσκιστών στα Γερμανικά στρατεύματα απέδειξε ότι δεν ήσαν ανεπηρέαστοι στην προπαγάνδα. Αυτή ήταν μια αντιναζιστική στάση, αλλά στο ταξικό επίπεδο, χωρίς καμιά παραχώρηση στην ταξική συνεργασία και στο σοβινισμό των Σταλινικών και Γκωλλικών.

Μερικοί καλοπροαίρετοι υπονόησαν ότι η υπερ-αριστερά - και επίσης οι Τροτσκιστές - έπρεπε να διεισδύσει στην Αντίσταση με σκοπό να την επηρεάσει. Η αδυναμία της υπερ-αριστεράς εμπόδισε κάθε λοξοδρόμηση των αγωνιστών της. Πιο πολυάριθμοι, οι Τροτσκιστές διάλεξαν τελικά να επικεντρώσουν την προσοχή των αγωνιστών τους στα εργοστάσια. Αλλά το βασικό μειονέκτημα είναι το πολιτικό.

Ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, η παράνομη δραστηριότητα δεν συντελεί σε μακροσκελή διάλογο και δημοκρατική διαδικασία πέρα από τη συζήτηση σε ένα δωμάτιο. Η Αντίσταση δεν ήταν ένα πολιτικό φόρουμ. Για να γίνει γνωστός και σεβαστός σε ένα μικρό αριθμό κόσμου, ένας διεισδυτής θα υπάκουε ίσως σε διαταγές και θα έπρεπε να εκτελέσει καθήκοντα που θα του είχαν ανατεθεί, με άλλα λόγια να χάσει την οργάνωση και τις ιδέες του. Επιτρέψτε μας να μιλήσουμε ακόμα και για τις υποψίες των Σταλινικών όσον αφορά τις οργανώσεις που έλεγχαν. Σε ένα περισσότερο ευνοϊκό κοινωνικό περιβάλλον προς το τέλος της Γερμανικής κατοχής, οι Τροτσκιστές άρχισαν να έχουν επιρροή και να τυχαίνουν σεβασμού σε μερικά εργοστάσια, αλλά ως οι περισσότερο μαχητικοί και καλύτεροι συνδικαλιστές. Όταν ξεδίπλωσαν τις σημαίες τους, οι εργάτες δεν συνέρευσαν στο PCI.

Στο τέλος του πολέμου, παρά μια κάποια στρατολόγηση νέων μελών, οι τρεις υπερ-αριστερές ομάδες επηρέαζαν όλες μαζί μερικές ίσως εκατοντάδες ανθρώπων. Οι συνθήκες ήσαν ξεκάθαρα δύσκολες, οι περισσότεροι αγωνιστές βρίσκονταν σε διάφορα επίπεδα κινδύνου (ως Εβραίοι, ξένοι, αναγκαστικοί απατεώνες, δραπέτες κ.λπ.) και αυτό σε μια χώρα όπου ακόμα και οι νομοταγείς πολίτες υπέφεραν από αρκετές στερήσεις. Χρήματα, ψεύτικα διαβατήρια, δελτία τροφίμων και ασφαλή στέγαση ήταν αυτά που έπρεπε να εξασφαλιστούν. Τυπογραφικά υλικά ήταν δύσκολο να αποκτηθούν. Έχοντας ήδη να διαπληκτιστούν με ποικίλους Γάλλους και Γερμανούς αστυνομικούς, οι διεθνιστές  φοβήθηκαν τους Σταλινικούς και ήσαν καχύποπτοι με την Αντίσταση. Ήσαν πράγματι τρομερά απομονωμένοι και τρωτοί. Οι αναρχικοί, αν και αναποτελεσματικοί, είχαν τουλάχιστον κάποιες ρίζες και παραδόσεις στη Γαλλική κοινωνία και οι Τροτσκιστές, διαμέσου της πολυκύμαντης ιστορίας τους, είχαν αποκτήσει τουλάχιστον έναν κύκλο επαφών και συμπαθούντων. Η υπερ-αριστερά δεν είχε ακόμα κι αυτό το μικρό κοινωνικό περιβάλλον.

Αλλά οι υπάρχουσες υλικές συνθήκες δεν επεξηγούν τίποτα και είναι από μόνες τους μια εν μέρει αντανάκλαση πολιτικής απομόνωσης. Οι διεθνιστές βρίσκονταν ολοκληρωτικά στην αντιπολίτευση των διαφόρων ιδεολογιών, οι οποίες διεκδικούσαν την πίστη όλων αυτών των Γάλλων που είχαν ήδη βρει καταφύγιο στην παθητικότητα του οπορτουνισμού. Οι διεθνιστές μπορούσαν μόνο να αντέξουν, να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους και να δουλέψουν για το μέλλον.

 

ΣΤΑΛΙΝΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ

Οι ιστορικοί ακόμα διαφωνούν για τον αριθμό των εκτελέσεων στη Γαλλία το 1944, με τους αριθμούς να κυμαίνονται από 5.000 έως 100.000 ή και περισσότερο (όπως λέγεται από τους αντάρτες του Βισύ). Πέρα από κάθε αμφιβολία, οι Σταλινικοί αντάρτες δολοφόνησαν ένα σημαντικό αριθμό πολιτικών εχθρών τους στις περιοχές που έλεγχαν. Αφού είδαν τη δουλειά των Σταλινικών στην Ισπανία και αλλού, θα μπορούσε κάποιος δικαιολογημένα να ισχυρισθεί ότι επικρατούσε βασίλειο τρόμου ενάντια στους επαναστάτες.

Στην πραγματικότητα, αρκετοί επαναστάτες δολοφονήθηκαν από τους Σταλινικούς, αλλά ο ακριβής αριθμός τους είναι άγνωστος και μια πλήρης έρευνα του εγκλήματος είναι αδύνατη κάτω από το πολιτικό κλίμα της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1943 πέντε Τροτσκιστές ήσαν ανάμεσα σε ενενήντα φυλακισμένους στη φυλακή Puy που απελευθερώθηκαν από μια επίθεση ανταρτών. Τέσσερις από αυτούς οι Σαδέκ, Ρεμπούλ, Σαλινί και ο πασίγνωστος Ιταλός αγωνιστής Πιέτρα Τέσσο (Μπλάσκο) εξαφανίστηκαν μετά την απελευθέρωσή τους. Στο Παρίσι ένας νέος αγωνιστής της LUnion Communiste, ο Mathieu Buchholz, απήχθηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944. Άλλοι Τροτσκιστές δολοφονήθηκαν στο Παρίσι και σε επαρχίες, καθώς και μερικοί Ισπανοί αναρχικοί και αγωνιστές του POUM στη νότια Γαλλία όπου δρούσαν Ισπανοί Σταλινικοί (29).

Τα εγκλήματα βέβαια δεν αντιπροσωπεύουν ένα πραγματικό «βασίλειο τρόμου». Στη χαοτική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης, η εξαφάνιση της Τροτσκιστικής ηγεσίας θα μπορούσε να αποτελεί ένα εύκολο καθήκον για τα εκτελεστικά αποσπάσματα του Κομμουνιστικού Κόμματος που μας επέδειξαν δυσκολότερα παραδείγματα. Αντίθετα, ένας ιστορικός εξιστορεί την απελευθέρωση του Σταλινικού Marrane που συνελήφθη στο Παρίσι από μια ομάδα Τροτσκιστών (30). Αυτό ίσως υπονοεί ότι οι εκτελέσεις ήσαν τοπικές πρωτοβουλίες και ότι το CP είχε άλλες προτεραιότητες αυτή την ώρα.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)    Jean Rabaut, Tout est possible. Denoal, 1974.

(2)    Yvan Craipeau. Conte vens et marees. Les revolutionnairies pendent la deuxieme guerre mondiale. Savelli, 1977. Επίσης, La Liberation Confisquee, Savelli-Syros. 1978.

(3)    Κατά την ίδρυσή του (1901), το Parti Republicain Radical et Radical Socialiste (όπως είναι το πλήρες όνομά του) είναι μια άμορφη συσπείρωση αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως η αριστερά της αστικής δημοκρατίας. Το κόμμα υποστηρίζει μερικές δομικές μεταρρυθμίσεις (εθνικοποίηση), αγωνίζεται για «την άμυνα της Δημοκρατίας» και είναι στην αρχή δυναμικά αντικληρικό. Η μεγαλύτερη δύναμή του βρίσκεται στις επαρχίες, στους αγρότες και στη μεσαία τάξη. Το κόμμα δεν έχει μεμονωμένα μέλη. Είναι ένα κόμμα προυχόντων και εκλογικών επιτροπών με πολύ χαλαρή πειθαρχία από τη βουλή στα χωριά, επιτρέποντας στους ριζοσπάστες να μετακινούνται από τη δεξιά στην αριστερά, ανάλογα με την περίσταση. Το κόμμα υπέφερε από το θαμπό του ρόλο κατά τη διάρκεια του πολέμου και εξαφανίστηκε από τη γαλλική πολιτική σκηνή.

(4)    Leon Blum, For All Mankind. Viking Press, New York, 1946: «Είναι αλήθεια ότι σε ένα πνεύμα τελετουργικής αφοσίωσης σε ένα παραδοσιακό σύμβολο, το κοινοβουλευτικό σοσιαλιστικό κόμμα συνέχισε να ψηφίζει ενάντια στις στρατιωτικές δαπάνες, γνωρίζοντας καλά ότι η ψήφος του δεν θα μπορούσε να προλάβει την επέλασή τους και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι υπήρχε κάτι υποκριτικό σ’ αυτή τη στάση του». Ο Μπλουμ εξηγεί πώς ενώ ήταν στην εξουσία, οργάνωσε το γαλλικό επανεξοπλισμό.

(5)    Robert Wohl, French Communism in the Making: 1914-1924. Stanford University Press, 1996. «Poincare saves the FCP», p.p. 314-316. Άριστη βιβλιογραφία.

(6)    Αξιόλογη πληροφόρηση γι’ αυτή την περίοδο στο βιβλίο του William Shirer, The Collapse of the Third Republic.

(7)    Leon Blum, L’ Histoire Jugera. Editions de L’ Andre, Montreal, 1943, p.p. 294-297. Ο Μπλουμ διηγείται πώς οι βιομήχανοι αποδέχτηκαν με συντριβή την επαναπροσέγγιση των ηγετών των συνδικάτων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Στην ουσία. «Εάν στο παρελθόν δεν είχατε απολύσει συστηματικά τον κόσμο μας στα εργοστάσια θα ήμασταν σε καλύτερη θέση ώστε να επιστρέψουμε στη δουλειά».

(8)    Leon Trotsky, Whither France.

(9)    Annie Kriegel, Le Pain et les Roses. Η Kriegel καταλογίζει το FCP με 109.000 μέλη κατά την ίδρυσή του. Μειώθηκαν στις 55.000 το 1923 και 29.000 το 1933. Το 1934 σημειώθηκε μια μικρή βελτίωση (42.000) και η ανάπτυξή του συνεχίζεται μέχρι τις καταστροφικές απεργίες του 1938: 86.000 μέλη το 1935, 280.000 στα τέλη του 1936 και πάνω από 300.000 στο τέλος του 1937.

(10)                        Rabaut ο.π., p. 377

(11)                        Jean Maitrion, Le mouvemnet anarchiste. Vol 2, p. 37

(12)                        «Death to the cows» το γαλατικό αντίστοιχο του «Deth to the pigs».

(13)                        Το Francisque ήταν το τσεκούρι του πολέμου των παλιών Φράγκων υιοθετημένο ως σύμβολο και επίσης ως μετάλλιο από την κυβέρνηση Vishy.

(14)                        Les Anarchistes das la Resistance. 2 vols. Published be «Le Centre International de Recherche sur l’ Anarchisme». Marseilles, 1984-85. «Testimony of a militant» Vol 2, p. 110.

(15)                        Le Libertaire, No 51, November 1984.

(16)                        Craipeau, La Revolution Confisquee, ό. π., p. 82.

(17)                        Les Anarchistes das la Resistance, για παράδειγμα. Αυτό το οικογενειακό άλμπουμ αναφέρει αγωνιστές που είναι αδρανείς στο κίνημα από το 1939 και προφανώς αγνοεί αρκετούς άλλους, αλλά προσφέρει μια επαρκή εικόνα του κινήματος.

(18)                        H. Chaze, Cronique de la revolution espagnole, Union Communiste (1933-1939). Spartacus,1979.

(19)                        Η προπολεμική UC δεν πρέπει να συγχέεται με την LUnion Communiste η οποία ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου από την Τροτσκιστική Barta (Korner). Η πολύ μικρή αυτή ομάδα ήταν γνωστότερη  με το όνομα του εντύπου της «Lutte de Classe». Το γαλλικό Τροτσκιστικό έντυπο «Lutte Ouvriere» έχει τις ρίζες της στην ομάδα Barta.

(20)                        Μερικοί έχουν αντιτάξει στην ταμπέλα του Μπορντιγκιστή ποικίλες ομάδες που προέρχονται από την παλαιά ιταλική αριστερά. Αυτό έχει καλώς. Ο «Μπορντιγκισμός» είναι κάπως σαν ένα άρωμα της λατρείας μιας προσωπικότητας, η οποία θα μπορούσε να είναι δυσάρεστο per se εάν ήταν υπαρκτή. Η αλήθεια είναι ότι για ένα μεγάλο διάστημα ο Μπορντίγκα δεν βρισκόταν σε επαφή με τη Φράξια. Δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη συγκρότηση του κόμματος στην Ιταλία και δεν συνδέθηκε με αυτό επίσημα. Αν και πραγματική, η επίδρασή του στο κόμμα αναπτύχθηκε μέσω άρθρων και θεωρητικών κειμένων. Ο Βερκέζι έπρεπε επίσης να απολογηθεί για το ότι απογοήτευσε τους αγωνιστές για την απουσία του Μπορντίγκα στο συνέδριο στη Φλωρεντία το 1948. Οι Ιταλοί αγωνιστές δεν ήσαν με κανέναν τρόπο ντροπαλοί λάτρεις, η οργάνωσή τους ταρακουνιόταν μερικές φορές από σοβαρές κρίσεις (για παράδειγμα η διάσπαση όσον αφορά το Ισπανικό ζήτημα και η διάσπαση που καθοδηγήθηκε από τον Νταμέν το 1954). Ούτε οι Γάλλοι αγωνιστές που συνδέθηκαν με τη Διεθνή Αριστερά ορκίστηκαν τυφλή υπακοή στα θεμελιώδη Μπορντιγκιστικά ντοκουμέντα. Κάτω από τις τότε επικρατούσες συνθήκες επέδειξαν σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης επαναστατικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο μιας τιμημένης παράδοσης. Ελάχιστοι από αυτούς ήσαν «Μπορντιγκιστές». Το επίθετο «Μπορντιγκιστής» - ακριβές ή όχι - έχει χρησιμοποιηθεί για περισσότερο από μισό αιώνα.

(21)                        Ένα θέμα που δηλώθηκε ξανά και ξανά: «Το θεμελιώδες θέμα παραμένει ότι η μαρξιστική θεωρία είναι αμετάβλητη, δεν μπορεί να συζητηθεί ούτε από το κόμμα ούτε από την τάξη» «Le Proletaire», No 101, 1971 (όργανο του Parti Communiste International).

(22)                        Ελάχιστες εβδομάδες μετά την φασιστική πορεία στη Ρώμη, ο Μπορντίγκα εξήγησε στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν ότι ο φασισμός «δεν έδωσε τίποτα καινούργιο στην αστική πολιτική» (Νοέμβρ. 1922). Βλέπε και E.H. Carr, Socialism in One Country, 1924-1926, Part 3, Vol 1, pp 82-84.

(23)                        Η Τροτσκιστική «Lutte de Classe» εξηγεί τις διαφορές ανάμεσα στον Μπορντιγκισμό και τον Τροτσκισμό, συμπεραίνοντας ότι η Ιταλική Αριστερά δεν ανήκει αναγκαστικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση. Βλέπε «Lutte de Classe», Μάρτιος 1932 και Ιαν.-Φεβρ. 1933. Το πρόβλημα της φύσης του ρωσικού κράτους δεν σχολιάστηκε.

(24)                        «Internationalisme», No 23, June 1947. Όσον αφορά το ιταλικό κόμμα: «Σε ένα κόσμο κάτω από το όνομα του κόμματος της Διεθνούς Κομμουνιστικής Αριστεράς έχουμε μια ιταλική συγκρότηση του κλασσικού τροτσκισμού μείον την υπεράσπιση της ΕΣΣΔ.

(25)                        Le Centre dEtudes et de Recherches sur les Mouvemnets Trotskyiste et Revolutionnaires Internationaux, 88 rue St. Denis, Paris, France 75001, έχει δημοσιευτεί στα «αρχεία» του Νο 10 και 11 μια βιβλιογραφία των ντοκουμέντων των RKD και CR από το 1936 έως το 1945. Το τεύχος Νο 5 των Αρχείων Λέον Τρότσκι (Ιανουάριος-Μάρτιος 1980) περιέχει μια μελέτη στον τροτσκισμό στην Αυστρία (1934-1945) με μερικές βιογραφίες και πορτραίτα αγωνιστών του RKD. Institut Leon trotsky, 29 rue Descartes, 75005, Paris, France.

(26)                        Δημοσιεύτηκε στο «International News», Σεπτέμβριο 1939.

(27)                        Ο Craipeau (ό. π.) αναφέρει το GRP-UCI ως «ομάδα Laroche», ψευδώνυμο των Pavel και Clara Thalmann, οι οποίοι ήσαν από τους ιδρυτές και εμψυχωτές της ομάδας. Η μνήμη τους ζωντανεύει κάποιες πτυχές της περιόδου της παρανομίας, αλλά δεν χρονογραφεί τη ζωή της ομάδας: Revolution far die Freiheit, Verlag Association, Hamburg, 1976. Επίσης στα γαλλικά: Combats pour la Liberte, La Digitale, 1983.

(28)                        Τα γραπτά του Τρότσκι και τα ντοκουμέντα της 4ης Διεθνούς για το ζήτημα του πολέμου είναι εύκολα διαθέσιμα. Ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε μια πολεμική μεταξύ του Cannon και του Ισπανού τροτσκιστή Munis για τη στάση του SWP κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ανάμεσα σε άλλα κείμενα δες το Socialism on Trial του James P. Cannon, 1942 και το El Socialist Workers Party y la Guerra Imperialista, της Ισπανικής Ομάδας της 4ης Διεθνούς στο Μεξικό, 1945. Επίσης ένα πληροφοριακό άρθρο, το «Marxists in the Second World War» για το βρετανικό τροτσκισμό στο Labor Review, Δεκέμβριος 1958.

(29)                        Dazy Rene, Fusillez ces Chiens Enrages, Le Genocide des Trotskyistes, Ed. Dorban, Μάρτιος, 1981.

        (30)                Henri Denis, Le Comite Parisien de la Liberation, Paris 1963, παρατίθεται στο Peter Novick, The resistance versus Vishy, Columbia University Press, New York, 1968. Δεν υπάρχει επιβεβαίωση αυτού του επεισοδίου στην Τροτσκιστική βιβλιογραφία ή αλλού.