Ο ρόλος των γυναικών στις
θρησκευτικές διαμάχες της Ευρώπης (15ος-17ος αιώνας)
Μαργαρίτα Φυλακτού
Εισαγωγή
Από τη δεκαετία του ’60 και την ανάδυση του φεμινιστικού κινήματος οι κοινωνικές
επιστήμες έχουν στραφεί στην έρευνα των έμφυλων σχέσεων. Μέχρι σήμερα έχουν
εξεταστεί πολλές πτυχές με ποικίλες προσεγγίσεις. Μέσα απ’ αυτές προκύπτουν οι
δύο βασικές αρχές της παρούσας εργασίας: α) ότι μια μελέτη για τις γυναίκες
είναι αναγκαστικά και μελέτη για τους άντρες β) ότι όταν μιλάμε για φύλο
εννοούμε το κοινωνικό φύλο όπως κατασκευάζεται σε συγκεκριμένες ιστορικές
συνθήκες. Με κεντρικό μοχλό τις παραπάνω αρχές θα προσπαθήσω να παρουσιάσω τις
γυναίκες της εποχής των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων όχι ως παθητικούς δέκτες
κοινωνικών εξελίξεων, αλλά ως δρώντα υποκείμενα και παραγωγούς ιστορίας.
Το θέμα της εργασίας είναι ο ρόλος των γυναικών
την περίοδο που εμφανίζεται ο προτεσταντισμός στην Ευρώπη. Αφού
γίνει μια στοιχειώδης εισαγωγή πάνω στα ιστορικά γεγονότα που
συνέβησαν την εποχή αυτή θα εκθέσω τις αντιλήψεις που υπήρχαν τότε
για τις γυναίκες όπως φαίνονται μέσα από κείμενα θρησκευτικά, λαϊκά
και οπτικές αναπαραστάσεις τόσο των προτεσταντών όσο και των
καθολικών. Οι αντιλήψεις αυτές βρίσκονται στα πλαίσια ευρύτερων
ζητημάτων όπως ο γάμος, η οικογένεια και συχνά έχουν αφορμή – κυρίως
για τους οπαδούς του προτεσταντισμού – το μοναχισμό και την αρχή της
αγαμίας των κληρικών. Τέλος, η στάση και των δύο δογμάτων απέναντι
στις γυναίκες είναι διφορούμενη, προσάπτοντάς τους τόσο θετικά όσο
και αρνητικά χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια θα γίνει μια προσπάθεια παρουσίασης
της πραγματικότητας της καθημερινής ζωής και των συγκεκριμένων
συνθηκών ύπαρξης των γυναικών. Θα δειχτούν έτσι τα όρια των
αντιφάσεων μεταξύ της πραγματικότητας και του ιδανικού που βρίσκεται
στο φαντασιακό των συγγραφέων των κειμένων και εικόνων που
περιγράφηκαν στο προηγούμενο μέρος. Αυτό θα γίνει κυρίως μέσα από
πορτραίτα μεμονωμένων γυναικών και ομάδων όπου θα φανεί ο ενεργός
τους ρόλος σε σειρές δραστηριοτήτων από τον ιδιωτικό ως το δημόσιο
χώρο.
Θα ακολουθήσουν κάποια συμπεράσματα σχετικά με
την επίδραση που είχαν η προτεσταντική και η καθολική μεταρρύθμιση
πάνω στις γυναίκες και ταυτόχρονα θα αναζητηθούν οι ευρύτερες
κοινωνικές προεκτάσεις των μεταρρυθμίσεων. Αφορμή για το τελευταίο
θα είναι η μελέτη του H.Marcuse, «Εξουσία και οικογένεια», κεντρική
ιδέα του οποίου είναι πως η νομιμοποίηση της πατριαρχικής εξουσίας
στην οικογένεια από τους προτεστάντες, ενδυνάμωσε, νομιμοποίησε και
φυσικοποίησε την πολιτική εξουσία. Το τελευταίο μέρος της εργασίας
αφορά κυρίως σε θεωρητικά ζητήματα. Εδώ θα εξεταστεί το θέμα της
εργασίας μέσα από θεωρητικά και εννοιολογικά πλαίσια που παρουσιάζει
ο P.Bourdieu στην «Ανδρική κυριαρχία», που έχει ως βασική θέση την
διαδικασία παραγνώρισης και κατά συνέπεια φυσικοποίησης μιας κατά
τα’ άλλα αυθαίρετης κυριαρχία – αυτής των αντρών – από τους
κυριαρχούμενους – τις γυναίκες – και την ενσωμάτωση και στα δύο φύλα
μιας ανδροκεντρικής κοσμοαντίληψης. Παράλληλα θα τεθεί το γυναικείο
ζήτημα μέσα σ’ ένα γενικότερο ιστοριογραφικό προβληματισμό.
Η εργασία βασίζεται σε βιβλιογραφική έρευνα. Τα
σημαντικότερα βοηθήματα που χρησιμοποιήθηκαν είναι η «Ιστορία των
γυναικών στην Ευρώπη» της Ο.Χάφτον, το “The reformation and women”
του H.J.Hillerbrand, το “Protestant wives, catholic saints, and the
devil’s handmaid” του William Monter και το “Women of the
reformation” του R.H.Bainton. Τα υπόλοιπα κείμενα αφορούν επιμέρους
όψεις της ιστοίας των γυναικών και κάποια είναι γενικές ιστορίες των
αιώνων που εξετάζονται όπως του E.Burns και των J.Berenger,
PH.Contamine, Fr.Rapp.
Ιστορικό πλαίσιο
Η Ευρώπη την εποχή που προηγήθηκε της
προτεσταντικής επανάστασης βρίσκεται σε πολιτική κρίση.
Χαρακτηριστικά του 14ου και του πρώτου μισού του 15ου
αιώνα είναι οι εμφύλιοι και εξωτερικοί πόλεμοι, η πολιτική αστάθεια,
η οικονομική ύφεση, η δημογραφική μείωση, η θρησκευτική κρίση, οι
λιμοί, η πανούκλα. Την κατάσταση αυτή αρκετοί την ερμήνευσαν ως
προειδοποίηση και τιμωρία απ’ το Θεό. Δημιουργήθηκε έτσι ένα
απαισιόδοξο κλίμα που οδήγησε σε ψύχωση του θανάτου και σε
εσχατολογικό άγχος.
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της κρίσης σε συνδυασμό
με τις πολιτικές εξελίξεις γίνανε αφορμή για τη δημιουργία
θρησκευτικών κινημάτων μικρής και μεγάλης κλίμακας. Έτσι όχι μόνο
θρησκευτικοί, αλλά κυρίως πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί
παράγοντες συνέβαλαν στην προτεσταντική επανάσταση και την αποκοπή
πολλών ευρωπαϊκών εκκλησιών από το ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Οι
σημαντικότεροι είναι οι άνοδος της εθνικής συνείδησης και των
απόλυτων μοναρχιών της Ευρώπης, η ανάδυση της νέας εμπορικής τάξης
και οι οικονομικές φιλοδοξίες της. Σ’ όλα αυτά στεκόταν εμπόδιο η
παπική εξουσία έχοντας στον έλεγχό της – πολιτικό και οικονομικό –
τα κράτη που υπάγονταν σ’ αυτήν.
Με αφορμή την πώληση συγχωροχαρτιών για την
ανέγερση της εκκλησίας του Αγ. Πέτρου στη Ρώμη, ο Λουθήρος
τοιχοκολλεί στην πόρτα της εκκλησίας της Βιττεμβέργης το 1517, τις
95 θέσεις και στρέφεται κατά της διαφθοράς της ρωμαιοκαθολικής
εκκλησίας. Πέρα από την πώληση συγχωροχαρτιών το νέο δόγμα στρέφεται
κατά της καθαγίασης ιερών κειμηλίων και λειψάνων, κατά της
σχολαστικής θεολογίας, κατά της θείας εξουσίας των κληρικών, δέχεται
μόνο τη Βίβλο και καταδικάζει κάθε νέα προσθήκη στην πίστη. Το
κεντρικό δόγμα της λουθηριανής θεολογίας γίνεται η δικαίωση μέσω της
πίστης και όχι των πράξεων.
Το 16ο αιώνα ο προτεσταντισμός
βρίσκεται σε αρκετές χώρες της κεντρικής Ευρώπης όχι πάντα ως
επίσημο δόγμα, αλλά περισσότερο ως κίνημα. Για να περιορίσει την
ανάπτυξή του η καθολική εκκλησία συγκαλεί το 1545 υπό τον πάπα Παύλο
Γ’ συμβούλιο στο Τρέντο που συνεδριάζει ως το 1563 με στόχο τον
επαναπροσδιορισμό των δογμάτων της καθολικής πίστης και την κάθαρσή
της. Οι μεταρρυθμιστές και των δύο δογμάτων δεν άλλαξαν γρήγορα τη
θρησκευτική ζωή, οι αλλαγές ήρθαν με το πέρασμα των χρόνων και
σταδιακά. Όσον αφορά το γυναικείο φύλο και οι δύο έδωσαν τη
δυνατότητα για νέες συνθήκες ύπαρξης. Το κατά πόσο επιτεύχθει αυτό
θα δειχτεί παρακάτω μέσα από τις νέες αντιλήψεις και πραγματικότητες
που ήρθαν στη ζωή των γυναικών αυτούς τους αιώνες (Berenger
1990, Burns 1983: 119-160).
Αντιλήψεις για τις γυναίκες
Η στάση του χριστιανικού κόσμου του ύστερου
μεσαίωνα και της αναγέννησης απέναντι στις γυναίκες είναι
διφορούμενη και ασαφής. Ους αποδίδει ταυτόχρονα θετικούς και
αρνητικούς χαρακτηρισμούς, απ’ τη μια ως ατελείς, διαβολικές,
κακόβουλες κι απ’ την άλλη ευγενικές, ταπεινές και πράες.
(Bainton 1975: 11-12), David, Farge 1994: 1,
Hillerbrand 1973: 194, Χάφτον 2003:
41-45). Έτσι ενώ ο
Botticelli εξυμνεί τη γυναίκα στην Άνοιξη,
ο Giordano Bruno
γράφει γι’ αυτήν «την ακραία εκείνη πληγή και διαστρέβλωση της φύσης
η οποία με την εξωτερική εμφάνιση, με μια σκιά, μ’ ένα φάντασμα, μ’
ένα όνειρο, μ’ ένα γήτευμα της Κίρκης, τίθεται στην υπηρεσία της
αναπαραγωγής, μας εξαπατά ως είδος ομορφιάς» (Berry
1994: 88-89).
α) Η γυναίκα ως Εύα και ως σάρκα
Η θέση της γυναίκας στους αιώνες που εξετάζουμε
είναι αρκετά σύνθετη. Τη βλέπουμε να ταυτίζεται με το πρώτο μυθικό
χριστιανικό γυναικείο πρόσωπο, την Εύα, που δημιουργήθηκε απ’ το
πλευρό του Αδάμ, εξαπατήθηκε απ’ το φίδι κι έφαγε τον απαγορευμένο
καρπό. Μετά απ’ αυτό ο Θεός είπε στη γυναίκα: «πληθύνων πληθυνώ τας
λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαίς τέξη τέκνα, και προς τον
άνδρα σου η αποστροφή σου, και αυτός σου κυριεύσει» (Γένεση Γ,
16). Στο μύθο της Γένεσης κατηγορείται για το προπατορικό
αμάρτημα συνέπεια του οποίου είναι η υποταγή της στον άνδρα. Ο
Απόστολος Παύλος στις επιστολές προς Κορινθίους θα συμπληρώσει τους
κανόνες συμπεριφοράς της γυναίκας η οποία πρέπει να είναι υποκείμενη
στο σύζυγό της και να σιωπά στην εκκλησία (Bainton
1975: 12, Hillerbrand 1973: 194,
Seeman 1999: 398, Χάφτον 2003: 46). Η
έξωση από τον παράδεισο είναι ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα της
ζωγραφικής της Αναγέννησης που έχει ως λειτουργία να θυμίζει τη θέση
των γυναικών (Χάφτον 2003: 43).
Το προπατορικό αμάρτημα μεταφέρεται από γενιά σε
γενιά μέσω της σεξουαλικής πράξης για την οποία οι γυναίκες φέρουν
το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης όντας πιο ασύδοτες από τους άνδρες.
Στον αντίποδα της σεξουαλικής ασυδοσίας οι θεολόγοι θέτουν το
ιδανικό της παρθενίας και της αγνότητας εκθειάζοντάς το αρνούμενοι
τον σεξουαλικό και αναπαραγωγικό ρόλο των γυναικών. Έτσι η
θηλυκότητα επιδέχεται έναν ειδικό ορισμό με το διαχωρισμό του
φυσικού – σεξουαλικού απ’ το πνευματικό – διανοητικό. Το δεύτερο
εκθειάζεται σε μια γυναίκα γιατί συμπίπτει με το θρησκευτικό
στοιχείο (Hillerbrand 1973: 194).
Πέρα απ’ τη θεολογία η παραπάνω διάκριση και
αντίληψη για τη γυναίκα ενισχύεται και από την νεοπλατωνική
ιδεολογία η οποία βλέπει τη σάρκα ως εμπόδιο του πνεύματος. Το σεξ
θεωρείται όψη της σάρκας και σκοπός του ανθρώπου πρέπει να είναι η
απόδραση από το σώμα (Bainton 1975: 12,
Berry 1994: 81-102).
Την κατωτερότητα του γυναικείου σώματος προσπαθεί
να αποδείξει η αναγεννησιακή ιατρική με έντονες επιρροές από την
κλασική αρχαιότητα. Η γυναίκα θεωρείται ατελές αρσενικό και απόκλιση
από το αντρικό σώμα. Η διαφορετικότητα σήμαινε κατωτερότητα του
γυναικείου σώματος και περιστρέφεται γύρω από τρία σημεία: το
κρανίο, τη μήτρα (αρχ. ελλ.: υστέρα) και την έμμηνο ρήση. Έτσι το
μικρότερο κρανίο της γυναίκας σημαίνει μικρότερο εγκέφαλο, άρα
κατώτερο και εύκολη λεία για ανορθολογισμό. Η μήτρα απ’ την άλλη
θεωρούνταν πως καθόριζε τη διάθεση των γυναικών γιατί είχε ένα
μηνιαίο κύκλο, την έμμηνο ρήση η οποία συσχέτιζε τη γυναίκα με τη
σελήνη. Η σχέση αυτή την έκανε πάνω επιρρεπή στο σεληνιασμό, τον
παραλογισμό και στην έλλειψη ελέγχου πάνω στα πάθη της. Η μήτρα
γεννούσε την υστερία και κάθε παράλογη συμπεριφορά αποδίδονταν σ’
αυτήν. Ταυτόχρονα η έμμηνος ρήση καθιστούσε τη γυναίκα μιαρή και η
επαφή με το αίμα της ήταν κίνδυνος για την πρόκληση πολλών δεινών
(Χάφτον 2003: 59-32).
β) Η γυναίκα στη διδακτική λογοτεχνία και
στη σάτιρα
Μια από τις συνέπειες της διαμάχης προτεσταντών
και καθολικών ήταν η αύξηση των ηθικοπλαστικών κειμένων τόσο από
θεολόγους όσο κι από τους λαϊκούς που πραγματεύονταν τους ρόλους των
δύο φύλων και τις οικογενειακές σχέσεις. Τα κείμενα αυτά διαβάζονταν
από τον πατέρα στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας με σκοπό τη μίμηση
της χρηστής ζωής, το ιδανικό της χριστιανικής οικογένειας που είναι
«ένας εκ θεού τακτοποιημένος οργανισμός με μια κεφαλή, το σύζυγο,
που δικαιούται να περιμένει υπακοή από τη γυναίκα και τα παιδιά του»
(Χάφτον 2003: 50). Ο ρόλος του συζύγου είναι να επιβλέπει
συνεχώς τη γυναίκα του και να την επαναφέρει σε τάξη. Η οικογένεια
είναι πατριαρχική και τα δύο φύλα αλληλοσυμπληρώνονται.
Στη διδακτική λογοτεχνία η γυναίκα εμφανίζεται
κυρίως σε τέσσερις ρόλους με συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς: ως
κόρη, μητέρα, σύζυγος και χήρα. Η ιδανική γυναίκα πρέπει να
χαρακτηρίζεται από αγνότητα, να περιορίζει τη σεξουαλική επαφή, να
μένει στο σπίτι, να μην έχει πολλές επαφές έξω απ’ αυτό, να ντύνεται
διακριτικά, να λογοδοτεί στον άντρα της (47-55). Επίσης σε
πολλ κείμενα βλέπουμε έναν πιο ενεργητικό ρόλο: της γυναίκας που
ελέγχει τον αδύναμο σύζυγό της (63).
Παράλληλα, στις σάτιρες και στις κωμωδίες
κυρίαρχο θέμα είναι η ανυπότακτη γυναίκα και η διάβρωση του
αρσενικού από την πονηριά της. Τα χαρακτηριστικά της είναι: η
αυθάδεια, η ηδυπάθεια, η σεξουαλική ασυδοσία, η σπατάλη, η
ματαιοδοξία και η αυταρέσκεια. Προσπαθεί να καταστρέψει το σύζυγό
της και να ανατρέψει την εξουσία του συχνά με τη βοήθεια κι άλλων
γυναικών (Χάφτον 2003: 63-68).
Οι δύο τύποι λογοτεχνίας παρά τη διαφορά στην
εικόνα που παρουσιάζουν για τις γυναίκες έχουν τελικά τον ίδιο
στόχο, την ενίσχυση του πατριαρχικού χαρακτήρα της οικογένειας και
της σχέσης των δύο φύλων (44). Τα διδακτικά κείμενα είναι
προσκολλημένα στις Γραφές και στο ιδανικό της χριστιανικής
οικογένειας. Η γυναίκα έχοντας τα ελαττώματα της Εύας μπορεί να
σωθεί μόνο όταν ελέγχεται από τον σύζυγο ή πατέρα της (57).
Απ’ την άλλη μεριά η σάτιρα αποκαλύπτει κάποια στοιχεία της
πραγματικότητας, αυτό που υπήρχε κι όχι το ιδανικό, αυτό που θα’
πρεπε να υπάρχει (64) ενδυναμώνοντας όμως τελικά το δεύτερο,
το πρότυπο οικογενειακής και συζυγικής ζωής του χριστιανισμού
(68).
γ) Το ζήτημα της αγαμίας των κληρικών και η
επίδρασή του στην αντίληψη για τις γυναίκες
Ο κανόνας της αγαμίας των κληρικών επιβλήθηκε την 11ο αιώνα με τη
Γρηγοριανή μεταρρύθμιση. Η προπαγάνδα υπέρ αυτού του κανόνα δυσφήμισε το
γυναικείο φύλο και ευρύτερα το γάμο (Bainton 1975:
13). Την αρνητική αυτή στάση θα ανατρέψει ως ένα βαθμό η πολεμική του
Λουθήρου κατά της αγαμίας των κληρικών και κατά της χριστιανικής αντίληψης ότι η
παρθενία είναι ιδανική συνθήκη για τους ανθρώπους (Hillerbrand
1973: 194-195, Minter 1987: 205).
Ο Λουθήρος θεωρούσε την αγαμία αφύσικη και αιτία
για τη χαλαρότητα που επικρατούσε στα μοναστήρια. Ο γάμος αντίθετα
ήταν η φυσική κατάσταση για τους χριστιανούς, αφού ο Θεός τέλεσε τον
πρώτο γάμο του Αδάμ και της Εύας. Ως επιταγή του θεού ο γάμος
απαιτούσε υπευθυνότητα και συμπληρωματικότητα και για τα δύο φύλα
(Hillerbrand 1973: 195,
Monter 1987: 205, Χάφτον 2003: 56).
Οι αντιλήψεις των μεταρρυθμιστών για το γάμο και
τη γυναίκα μέσα σ’ αυτόν δεν είχαν να κάνουν με το ζήτημα της
ισότητας των δύο φύλων.
Ο άγγλος μεταρρυθμιστής Miles
Coverdale θεωρεί την ανωτερότητα του άντρα
αναμφισβήτητη γιατί αποδεικνύεται από την ιστορία της δημιουργίας
της Εύας. Η γυναίκα για τον Coverdale
πρέπει να βρίσκεται δίπλα στον άντρα ως βοηθός και σύντροφος (Hillerbrand
1973: 195-196). Ακόμα και για το Λουθήρο το μοντέλο της
οικογένειας είναι αυστηρά πατριαρχικό και οι γυναίκες παρουσιάζονται
συχνά στα κείμενά του ως «αναπαραγωγικά σκεύη με ελάσσονα λογική και
μια τάση να υποκύπτουν στον πειρασμό» (Χάφτον 2003: 56).
Σε γενικές γραμμές οι μεταρρυθμιστές υποστήριζαν
μια «διαφοροποιημένη ισότητα» για τα φύλα. Σύμφωνα με τον Καλβίνο το
σχέδιο του θεού δεν απαιτούσε ούτε ανδρική τυραννία, ούτε γυναικεία
αυτονομία, αλλά μια αμοιβαία συνεργασία (Monter
1987: 205).
Παρόμοιες ήταν κι οι απόψεις της καθολικής
εκκλησίας για τη θέση των γυναικών στην οικογένεια μολονότι
εξακολουθούσε να θεωρεί την παρθενία υψηλό ιδανικό. Η Αγία
Οικογένεια και το πατριαρχικό μοντέλο ήταν το πρότυπο κάθε
χριστιανού. Ο πατέρας έφερνε όλο το βάρος των αμαρτημάτων της
οικογένειας και της συζύγου του (Χάφτον 2003: 56).
Η διαφορά των προτεσταντών βρίσκεται στο ότι
θεωρώντας την αγαμία αφύσικη και το γάμο φυσικό προορισμό των
ανθρώπων εισήγαγαν την έννοια της φυσικής διάστασης της ύπαρξης και
απέρριψαν τη διάκριση σώματος – πνεύματος. Είδαν έτσι θετικά το
ζήτημα της σεξουαλικότητας και αντιμετώπισαν τη γυναίκα ως ον με
σάρκα και οστά. Επιπλέον υποστήριξαν τόσο την πνευματικότητα της
συζυγικής ζωής όσο και την αγνότητα του σώματος. Από μια άποψη η
θέση της γυναίκας αναβαθμίστηκε γιατί κατείχε κάποιους ρόλους στην
οικογένεια δικής της αποκλειστικά ευθύνης (Hillerbrand
1973: 195-196, Χάφτον 2003: 56).
Ο σημαντικότερος ίσως ρόλος της γυναίκας ήταν
αυτός της μητέρας με πρότυπο την Παναγία. Αυτό φαίνεται πέρα από τα
γραπτά κείμενα και από τη δημοτικότητα των εικόνων που αναπαριστούν
την Παναγία που θηλάζει το Χριστό. Οι εικόνες αυτές δείχνουν ένα
επιπλέον στοιχείο για το ρόλο των γυναικών σε μια εποχή που οι λιμοί
ήταν ακόμα ορατοί και το μητρικό γάλα συμβόλιζε την ανάγκη και το
άγχος για τη διατήρηση της ζωής (Miles
1986: 193-208).
Η γυναίκα ως πραγματική
ύπαρξη
Στο προηγούμενο μέρος είδαμε τις αντιλήψεις που
υπήρχαν κατά τους αιώνες των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων για τις
γυναίκες. Το κατά πόσο αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματική ζωή των
γυναικών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Τα όρια μεταξύ
αναπαράστασης της γυναίκας και της γυναίκας ως ύπαρξη είναι
δυσδιάκριτα. Αυτό που αναδύεται μέσα από κείμενα, διδάγματα και
εικόνες είναι στερεοτυπικά χαρακτηριστικά και κανονιστικά πρότυπα
συμπεριφοράς. Πρόκειται έτσι για επινόηση και πολιτισμική κατασκευή
της γυναίκας και ταυτόχρονα του άντρα η οποία μολονότι βρίσκεται στο
φαντασιακό των ατόμων της εποχής δεν παύει να κατευθύνει ως ένα
βαθμό τη δράση τους (Davis,
Farge 1994: 1-7,
Hillerbrand 1973: 196, Χάφτον 2003: 71). Σ’ αυτό το μέρος
θα δούμε κατά πόσο οι γυναίκες ήταν πιστές στο ρόλο που τους δόθηκε,
πόση επίδραση είχαν οι μεταρρυθμίσεις στη ζωή τους, τι είδους
στρατηγικές χρησιμοποιούσαν για να ξεφύγουν από στερεοτυπικούς
ρόλους και με ποιο τρόπο κατάφεραν να γίνουν παραγωγοί ιστορίας.
Πριν προχωρήσουμε θα πρέπει να γίνουν κάποιες
διευκρινήσεις για το βαθμό ευκολίας που είχαν οι γυναίκες να
δράσουν. Οι περίοδοι αναταραχών όπως αυτή των μεταρρυθμίσεων δίνουν
πάντα την ευκαιρία στους περισσότερους ανθρώπους να βγουν στη
δημόσια ζωή άσχετα από το φύλο, ηλικία, θρήσκευμα (Bainton
1975:13). Στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις αυτό είναι πιο εύκολο.
Έτσι βλέπουμε στην Ιταλία της Αναγέννησης οι αριστοκράτισσες να
θεωρούνται ίσες με τους άντρες, η εκπαίδευση να αφορά και τους δύο
και πολλές να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στους κύκλους των
διανοούμενων όπως η Cassandra
Fedele, η Isabella
Gonzanga. Η γυναίκα της υψηλής κοινωνίας
στην Ιταλία έπρεπε να έχει μια τέλεια και ολοκληρωμένη προσωπικότητα
και την επαινούσαν αποκαλώντας την “virago”,
τίτλος που δήλωνε δόξα γιατί σήμαινε πως είχαν αντρικό πνεύμα και
φρόνημα (Μπούρκχαρντ 1997: 271-274). Μέσα από τα ανώτερα
κοινωνικά στρώματα ήταν πιο εύκολο να διακριθούν κάποιες
προσωπικότητες, ειδικά αν επρόκειτο για βασίλισσες όπως στην Αγγλία
η Άννα Μπολένα, η Μαρία Ι η καθολική κ.α. οι οποίες όμως δεν
γίνονταν πάντα δεκτές ούτε από τους προτεστάντες ούτε από τους
καθολικούς (Monter 1987: 211).
Πέρα από τις αριστοκρατικές τάξεις οι υπόλοιπες
γυναίκες βρίσκανε τρόπους και χρησιμοποιούσαν διάφορες στρατηγικές
για να δράσουν έξω από στερεοτυπικούς ρόλους, όπως είναι οι
ομαδώσεις μοναχών, οι φιλανθρωπικές δραστηριότητες, η παιδοκτονία, η
άσκηση μαγείας, η πορνεία όχι πάντα χωρίς αντίδραση εναντίον τους.
α) Μαγεία και παιδοκτονία
Η μαγεία και η παιδοκτονία είναι δύο όψεις του 16ου
και 17ου αιώνα που αντανακλούν και ταυτόχρονα συγχέουν
απ’ τη μια κάποιες στερεοτυπικές αντιλήψεις για τις γυναίκες κι απ’
την άλλη στρατηγικές που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να ξεφύγουν
από άλλες κυρίαρχες αντιλήψεις.
Τόσο οι προτεστάντες όσο και οι καθολικοί έβλέπαν
κάθε παγανιστικό απομεινάρι ως διαβολικό και προωθούσαν μια
εκπαίδευση φόβου για το διάβολο. Το 1486 δημοσιεύτηκε από δυο
δομινικανούς γερμανούς το “Malleus
Maleficarum” σύμφωνα με το οποίο οι
γυναίκες ήταν πιο επιρρεπείς από τους άντρες στη μαγεία. Στην
περίοδο μεταξύ 1560-1670 η καταδίωξη των μαγισσών φτάνει στο
αποκορύφωμά της με περίπου εκατό χιλιάδες δίκες.
Την ίδια εποχή πολλές γυναίκες καταδικάζονται για
παιδοκτονία, χωρίς να την έχουν διαπράξει πάντα. Ο λόγος είναι ότι
οι γιατροί δεν μπορούσαν ακόμη να ξεχωρίσουν τη θνησιγονία από τη
θανάτωση ενός νεογνού.
Η μαγεία και η παιδοκτονία αποτελούσαν
στρατηγικές των γυναικών, όμως δεν ασκούνταν σε τόσο μεγάλο βαθμό
όσο δείχνουν οι καταδίκες. Το ζήτημα αντίθετα είχε διογκωθεί από τις
αντιλήψεις για τις γυναίκες και από ορισμένες ιστορικές εξελίξεις.
Έτσι βλέπουμε πως οι κατηγορούμενες είναι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό
ηλικιωμένες επαρχιώτισσες ή ανύπαντρες γυναίκες των πόλεων που
ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Ταυτόχρονα μ’ αυτό
αλληλεπιδρούν τρεις ιστορικοί παράγοντες: α) η όλο και μεγαλύτερη
εμπλοκή κράτους και εκκλησίας στην καθημερινή ζωή με σκοπό τον
έλεγχο της συμπεριφοράς των ατόμων, β) η επίθεση σε κάθε είδους
παγανιστικές προκαταλήψεις και πρακτικές και γ) η ενίσχυση των
πατριαρχικών θεωριών, θύματα των οποίων ήταν κυρίως οι ομάδες
γυναικών που ζούσαν χωρίς αντρικό έλεγχο πράγμα που δημιουργούσε
υποψίες και ίσως φόβο (Monter 1987:
212-217).
β) Ο ενεργός ρόλος των γυναικών στη
θρησκεία: γυναικείος μοναχισμός και θρησκευτικές ομαδώσεις.
Οι θρησκευτικές γιορτές και ο εκκλησιασμός
αποτελούσε για τις γυναίκες αφορμή για να βγούνε έξω από το σπίτι
και να συναντήσουν ανθρώπους πέρα απ’ το στενό οικογενειακό τους
περιβάλλον (Χάφτον 2003: 418). Η θρησκεία αποτελούσε
σημαντικό τμήμα της ζωής τους και ο ρόλος τους στις εξελίξεις και
τις μεταρρυθμίσεις δεν μπορούσε παρά να είναι καθοριστικός.
Η προτεσταντική πολεμική κατά του μοναχισμού είχε
ως συνέπεια το κλείσιμο αρκετών μοναστηριών και τη φυγή πολλών
γυναικών από αυτά. Παράδειγμα αποστάτισσας καλόγριας ήταν η Κατερίνα
βον Μπόρα, σύζυγος τους Λουθήρου η οποία είχε κλειστεί στο μοναστήρι
από πολύ νεαρή ηλικία. Το να φύγει όμως μια μοναχή από το μοναστήρι
δεν ήταν πάντα εύκολο γιατί συχνά δεν είχαν που να πάνε κι οι
οικογένειές τους δεν είχαν πάντα την οικονομική δυνατότητα να τις
συντηρήσουν (Monter 1987: 206, Χάφτον
2003: 425-426).
Οι γυναίκες που αφιερώθηκαν στο Θεό και
ακολουθούσαν μοναστική ζωή είχαν έναν έντονα ενεργητικό ρόλο τόσο
μέσα στη μονή όσο κι έξω απ’ αυτήν όσο τους το επέτρεπαν οι κανόνες
της εκκλησίας. Οι δραστηριότητές τους περιλάμβαναν μουσική, θέατρο
και συγγραφή κειμένων σχετικά με τη μονή, όπως χρονικά και
βιογραφίες των ιδρυτών τους, βίους αγίων και στοχασμούς πάνω στη
θρησκεία (Χάφτον 2003: 427). Οι δραστηριότητές τους έξω απ’
τη μονή αποτελούνταν κυρίως από κηρύγματα, φιλανθρωπίες, φροντίδα
ηλικιωμένων και εκπαίδευση νεαρών κοριτσιών. Αυτά αντιμετωπίστηκαν
με καχυποψία κυρίως από την καθολική εκκλησία η οποία με τη σύνοδο
του Τρέντο εντατικοποίησε τον εγκλεισμό στις μονές, την αυστηρή
πειθαρχία και επέβαλε τον έλεγχο από επισκόπους (Davis,
Farge 1994: 1-7, Monter
1987: 209, Χαφτον 2003: 427). Πέρα απ’ τους περιορισμούς που
επιβλήθηκαν οι μοναχές και γενικότερα οι γυναίκες που είχαν
αφιερώσει τη ζωή τους στο Θεό βρήκαν διάφορους τρόπους να δράσουν
στη δημόσια ζωή με τη συνένωση με άλλες γυναίκες.
Μία από τις πιο δραστηριοποιημένες ομαδώσεις
γυναικών ήταν οι Ουρσουλίνες απ’ τις οποίες ξεκίνησε η κύρια
καθολική μεταρρύθμιση στη γυναικεία θρησκευτική ζωή. Το 1535, στη
Μπρέσια, η Άντζελα Μερίτσι μαζί με άλλες γυναίκες είχε το όραμα μιας
μη έγκλειστης μοναστικής ζωής αφιερωμένης στη μόρφωση φτωχών
κοριτσιών και στη φροντίδα αρρώστων υπό τη προστασία της Αγίας
Ούρσουλας. Αρχικά οι κινήσεις αυτές είχαν την υποστήριξη του πάπα,
μετά όμως τη σύνοδο του Τρέντο η στάση του άλλαξε. Έτσι ενώ οι
ουρσουλίνες ως τότε δεν εφάρμοζαν τον εγκλεισμό, δεν είχαν δώσει
μοναστικό όρκο και φορούσαν απλά ρούχα άρχισαν να προσαρμόζονται
στους κανόνες που επέβαλε η σύνοδος για το μοναχισμό. Η αποστολή
τους παρόλ’ αυτά συνεχίστηκε και εξαπλώθηκαν ως τη Γαλλία και τις
Κάτω Χώρες. Οι ουρσουλίνες για τα επόμενα διακόσια χρόνια
καθιερώθηκαν ως το πιο αξιοσέβαστο εκπαιδευτικό τάγμα της καθολικής
εκκλησίας και αποτέλεσαν γι’ αυτήν μέσο της διάδοσης των κηρυγμάτων
της και όπλο κατά του προτεσταντισμού (Monter
19897: 209-210, Χάφτον 2003: 433-435).
Μερικές δεκαετίες αργότερα στην Αγγλία, η Μαίρη
Γουόρντ ακολούθησε ένα όραμα παρόμοιο, την ιδέα ενός γυναικείου
τάγματος αφοσιωμένου στο ενεργό αποστολικό έργο και τη διδασκαλία.
Το τάγμα της εξαπλώθηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και διαλύθηκε το
1629 (Monter 1987: 210, Χάφτον 2003:
440-441). Το 1610 η Ζαν ντε Σαντάλ ιδρύει το τάγμα της
Επισκέψεως τα μέλη του οποίου δεν είχαν δώσει επίσημο όρκο, δεν
τηρούσαν τον κανόνα αυστηρού εγκλεισμού και κάνανε φιλανθρωπικά έργα
(Χάφτον 2003: 441-442).
Ο ρόλος των ταγμάτων αυτών ήταν πολύ σημαντικός
για τις γυναίκες οι οποίες ήταν μέλη τους γιατί τους δινόταν η
δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν στο δημόσιο χώρο και ταυτόχρονα να
βοηθήσουν άλλες γυναίκες όπως κακοποιημένες συζύγους, ιερόδουλες, να
βοηθήσουν ορφανά, να προικοδοτήσουν τις φτωχότερες. Οι
δραστηριότητες αυτές συνεχίστηκαν και μετά την επιβολή του αυστηρού
εγκλεισμού σε μικρότερο βέβαια βαθμό και μέσα στα μοναστήρια
(Χάφτον 2003: 442-443).
Στις αρχές του 17ου αιώνα
δημιουργείται στη Γαλλία ένα ρεύμα γυναικείου κοινωνικού
καθολικισμού. Το πιο πετυχημένο απ’ όλα τα τάγματα αυτού του
ρεύματος είναι οι Αδερφές του Ελέους που ιδρύθηκε από την Λουίζ ντε
Μαριγιάκ και τον Βικέντιο ντε Πολ. Οι Αδερφές του Ελέους είχαν το
ρόλο κοινωνικών λειτουργών, ασχολούνταν με φιλανθρωπίες και
προσέφεραν βοήθεια σε ορφανά, ηλικιωμένους και αρρώστους. Δεν
τηρούσαν τους κανόνες μοναχισμού και μοιάζανε ν’ ανήκουν τόσο στον
έξω κόσμο όσο και στο μοναστήρι. Για να μην προκαλέσουν την
αντίδραση της εκκλησίας χρησιμοποιούσαν διάφορα τεχνάσματα, κυρίως
λεκτικά. Έτσι δεν ονομάζονταν «μοναχές» αλλά «κόρες της ενορίας». Με
τέτοιου είδους τεχνάσματα κατάφεραν να κερδίσουν την έγκριση του
πάπα και να ανοίξουν το δρόμο για την κατάργηση του κανόνα του
αυστηρού εγκλεισμού (Monter 1987: 210,
Χάφτον 2003: 443-445).
Ο μοναχισμός αντιμετωπίστηκε όπως είδαμε από τους
προτεστάντες με έντονα εχθρικό τρόπο και «η καλόγρια αποτέλεσε το
σήμα κατατεθέν του παπισμού» (Χάφτον 2003: 461). Στον
αντίποδα της καθολικής καλόγριας οι μεταρρυθμιστές της Γερμανίας
ανέδειξαν τη φυσιογνωμία της συζύγου του πάστορα με πρότυπο την
Κατερίνα Τσελ, σύζυγο του Ματέους Τσελ που προωθούσε το έργο του και
συμμετείχε σε θεολογικές συζητήσεις (Χάφτον 2003: 472).
Σημαντικός ήταν επίσης ο ρόλος των γερμανίδων στον πόλεμο των
χωρικών που βοηθούσαν τους συζύγους τους με τρόφιμα και εφόδια
(461).
Σχετικά με το ρόλο των γυναικών μέσα στο χώρο της
εκκλησίας οι κοινωνικές συνθήκες ήταν πιο ευνοϊκές στην Ολλανδία
γιατί εκεί οι άντρες λόγω εμπορίου απουσίαζαν τον περισσότερο χρόνο
αφήνοντας περιθώρια εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων για τις γυναίκες.
Έτσι στην Ολλανδία ξεκίνησαν στις αρχές του 17ου αιώνα οι
πρώτες διεκδικήσεις εκκλησιαστικών αξιωμάτων από γυναίκες (Χάφτον
2003: 476-477).
Συμπεράσματα
Η διαμάχη του καθολικού και προτεσταντικού
δόγματος και η δράση των γυναικών μέσα σ’ αυτήν επέδρασε
αποφασιστικά στον τρόπο ζωής των γυναικών. Η καθολική μεταρρύθμιση
είχε δυο σημαντικές συνέπειες. Σύμφωνα με τη Χάφσον (2003:
458-459) οι γυναίκες μετατράπηκαν σε σημαντικούς φορείς
μετάδοσης του δόγματος μέσα στην οικογένεια και ταυτόχρονα έξω απ’
αυτήν σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα δημιουργώντας στενές σχέσεις η μία
με την άλλη και ομαδώσεις. Τόσο στα κείμενα όσο και στις οπτικές
αναπαραστάσεις ισχυρότερη ήταν η εικόνα της γυναίκας ως μητέρα και
σύζυγος, πιστής στο δόγμα που της υποσχόταν την αιώνια σωτηρία αν
έμενε πιστή στους ρόλους της. Ο καθολικισμός τους προσέφερε
ανακούφιση, ελπίδα και τρόπους κοινωνικοποίησης μέσα από
φιλανθρωπικές δραστηριότητες.
Η προτεσταντική μεταρρύθμιση δημιούργησε τις
προϋποθέσεις για να αποκτήσουν οι γυναίκες μεγαλύτερη αυτονομία και
ανεξαρτησία κι έδωσε και αυτή τη δυνατότητα κοινωνικοποίησης. Οι
σημαντικότεροι παράγοντες επίδρασης για τη θέση των γυναικών ήταν η
μετάφραση της Βίβλου στην καθομιλουμένη, η διάδοση βιβλίων που
αύξησαν αρκετά το ποσοστό αλφαβητισμού και η σταδιακή μείωση του
μοναχισμού που κατέστησε το σπίτι και την οικογένεια κύριους χώρους
έκφρασης και εκμάθησης των χριστιανικών αρετών με βασικό μεταδότη
τους τις μητέρες (Bainton 1975: 9-10,
Χάφτον 2003: 484-485).
Παρ’ όλες αυτές τις αλλαγές και τα δύο δόγματα
έμεναν προσκολλημένα στην παράδοση της Βίβλου και στο πρότυπο της
πατριαρχικής οικογένειας. Σύμφωνα με τον Marcuse
(1976) η προτεσταντική μεταρρύθμιση ενίσχυσε την πατριαρχία
καταργώντας τους μεσολαβητές μεταξύ θεού και ανθρώπου, ρόλο που
είναι οι ιερείς και οι εξομολόγοι στον καθολικισμό και τους
αντικατέστησε στο πρόσωπο του επικεφαλή της οικογένειας, τον πατέρα
«στον οποίο απονεμήθηκε ένας σχεδόν ιερατικός ρόλος». Η ενίσχυση της
πατριαρχικής εξουσίας που αντιμετωπίζονταν ως φυσική και αυτονόητη
είχε ως συνέπεια την ενίσχυση και της κρατικής εξουσίας. Για τον
Marcuse ο Λουθήρος είδε πως η εγκόσμια
εξουσία βασίζεται στην εξουσία μέσα στην οικογένεια και πως αν
διαλυθεί η τελευταία θα διαλυθεί και κάθε άλλη εξουσία. Η υποταγή
των συζύγων και των παιδιών στον αρχηγό της οικογένειας ήταν
απαραίτητη για την κοινωνική ευταξία.
Στις θρησκευτικές διαμάχες της εποχής που
εξετάζουμε οι παράγοντες που καθόρισαν τις εξελίξεις δεν ήταν πάντα
θρησκευτικοί. Ο Monter (1987)
υποστηρίζει πως πέραν απ’ τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις άλλες
εξελίξεις επηρέασαν περισσότερο τις γυναίκες οι οποίες συνδέονται
μερικώς μόνο με θρησκευτικά ζητήματα όπως η αυξανόμενη δύναμη των
μοναρχιών και η ενδυνάμωση της πατριαρχικής ιδεολογίας, η
παραδοσιακές αντιλήψεις για τους έμφυλους ρόλους και ο αυξανόμενος
κρατικός έλεγχος πάνω στην καθημερινή ζωή.
Τα όρια μεταξύ αναπαραστάσεων και βιωμένης
πραγματικότητας αρχίζουν να ξεδιαλύνουν όταν βλέπουμε τον ενεργητικό
ρόλο των γυναικών στους αιώνες των μεταρρυθμίσεων. Η πραγματικότητα
είναι πιο σύνθετη απ’ την αναπαράσταση και καταρρίπτει το μύθο ότι
οι γυναίκες ήταν πάντα καταπιεσμένες και οι άντρες καταπιεστές. Ο
μύθος αυτός αντικατοπτρίζει την αντίληψη της παθητικότητας των
γυναικών και της ενεργητικότητας των αντρών. Μια από τις αιτίες της
επικράτησής του είναι η αποσιώπηση του ρόλου των γυναικών στην
ιστορία και η προσκόλληση στις αναπαραστάσεις για τις γυναίκες κι
όχι στους πραγματικούς όρους ύπαρξής τους (Χάφτον 2003: 13-15).
Ο Bourdieu (1996)
δίνει εν μέρει μια απάντηση στο μύθο της γυναικείας υποταγής. Η
ανδρική κυριαρχία παράγεται και αναπαράγεται με την παραγνώρισή της
ως κυριαρχία με τους ίδιους όρους που τη δημιούργησαν. Είναι
αυθαίρετη, εγγεγραμμένη στην πραγματικότητα του κόσμου ως θεμελιώδης
δομή της κοινωνικής τάξης και ενσωματωμένη στα άτομα. Παρουσιάζεται
ως αδιαμφισβήτητη και γι’ αυτό δικαιολογεί την κοινωνικά
κατασκευασμένη διαφορά μεταξύ των φύλων (Bourdieu
1996: 30). Η ανδροκεντρική θεώρηση του κόσμου ταυτίζεται με το
μύθο της γυναικείας υποταγής. Πρόκειται για θεωρήσεις που έχουν
εσωτερικευθεί τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες και είναι οι
βασικοί παράγοντες απουσίας των γυναικών από την ιστορία ή της
παθητικοποίησής τους όταν είναι παρούσες σ’ αυτήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Bainton R.H, 1974, Women of the
Reformation in Germany and Italy, The Beacon Press, Boston
-
Bainton R.H, 1975, Women of the
Reformation in France and England, The Beacon Press, Boston
-
Berengerj,
Contamine Ph,
Rapp Fr,
1990, Γενική ιστορία της Ευρώπης, τ.3: Η Ευρώπη από το
1300 μέχρι το 1660, Παπαζήσης, Αθήνα
-
Berenger J,
Durard Y,
1990, Γενική ιστορία της Ευρώπης, τ.4: Η Ευρώπη από το
1660 μέχρι το 1789, Παπαζήσης, Αθήνα
-
Berry Ph,
1994, Ο αναγεννησιακός νεοπλατωνισμός και το αινιγματικό
σώμα της γυναίκας στο Θ. Ν. Πελεγρίνης (επιμ.) Φάουστ: η
μαγεία της φιλοσοφίας, η φιλοσοφία της μαγείας, σ.81-102,
Ελληνικά γράμματα, Αθήνα
-
Bourdieu P,
1996, Η ανδρική κυριαρχία, Δελφίνι, Αθήνα
-
Burns E,
1983, Ευρωπαϊκή ιστορία. Εισαγωγή στην ιστορία και στον
πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης τ.Α, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
-
Davis N.Z, Farge A, 1994, Women as
historical actors στο N.Z.Davis,
A.Farge (ed), A History of women in the west v.III: Renaissance
and Englishtenment paradoxes, The Belknap Press of Harvard
University Press, Cambridge, Massachusetts, London
-
Hillerbrand H.J, 1973, The
reformation and women στο
H.J.Hillerbrand The world of the reformation p.193-198,
London
-
Μπουρκχαρντ
Γ, 1997, Ο πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία,
Νεφέλη, Αθήνα
-
Marcuse H,
1976, Εξουσία και οικογένεια, Κάλβος, Αθήνα
-
Miles M.R, 1986, The virgin’s one
bare breast: female nudity and religious meaning in Tuscan early
renaissance culture στο
S.R.Suleiman (ed), The female body in western culture p.193-208,
Harvard University Press
-
Monter W, 1987, Protestant wives,
catholic saints and the devil’s handmaid: women in the age of
reformations στο Bridenthal R,
Koonz Cl, Stuard S (ed), Becoming Visible, Women in the European
History p.203-220, Houghton Mifflin Company, Boston
-
Seeman E.R, 1999, “It is better to
marry then to burn”, Anglo-American attitudes toward celibacy,
1600-1800 στο Journal of Family
History v.24, n.4, Oct. 1999
-
Χάφτον Ο,
2003, Ιστορία των γυναικών στην Ευρώπη (1500-1800),
Νεφέλη, Αθήνα
|