δεν είναι μόνοι τους! | ||
Η φαινομενικότητα ως συνθηκολόγηση & τα πειράματα του Παβλόφ Προς κάθε ενδιαφερόμενο:
«Η φαινομενικότητα
δεν είναι κάποιο πράγμα που φαίνεται, η φαινομενικότητα κάποιου
πράγματος μήτε η φαινομενικότητα για κάποιο άλλο . Η φαινομενικότητα
είναι ο κατακλυσμός αυτός που κάνει αυτό που υπάρχει να γίνει κάποιο
πράγμα. Η φαινομενικότητα είναι η καθαρή φαινομενικότητα αυτού που
υπάρχει. Η φαινομενικότητα είναι το τίποτα που υπάρχει. Η
φαινομενικότητα είναι η απόλυτη αφαίρεση, αυτή η αρνητικότητα δεν της
είναι εξωτερική, μα η φαινομενικότητα είναι φαινομενικότητα και τίποτα
άλλο από φαινομενικότητα . Η φαινομενικότητα είναι καθεαυτή άμεσα
καθορισμένη. Μπορεί να έχει τούτο ή το άλλο περιεχόμενο ,όποιο όμως και
να είναι αυτό ,δεν το θεμελιώνει η ίδια αλλά το κατέχει άμεσα.»
Η καταγραφή κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού έγινε διότι: 1} Τα ίδια τα «γεγονότα» έρχονται να δικαιώσουν την προγενέστερη κριτική μας σε αυτά, αν δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την διορατικότητα σε τούτο που είναι προφανές. 2} Ζαλιστήκαμε από την πρεμούρα του στενού πρακτικισμού και των απολογητών της κάθε λογής εξουσίας και ιδεολογίας ,την μικροπολιτική και την συρρικνωμένη στρατηγική δυνατότητα. 3} Γιατί όπως είπαμε και επιμένουμε, στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα τίθεται ουσιαστικά όχι από την παρουσία μας σε ένα πολυδιαφημισμένο γεγονός αλλά από την απουσία απ’ αυτό , τι γεγονός θέτουμε εμείς σε κίνηση και ποιος είναι ο λόγος που επιβάλει αυτή την απουσία. 4}Διότι κληθήκαμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να απαντήσουμε δημόσια ίσως για να καταδείξουμε περισσότερο από όλα ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν είναι αυστηρώς μερικά και ιδιωτικά και η «δημοσιότητα» τους δεν ήταν παρά η διαφήμιση της δημόσιας και προσωπικής απουσίας . 5} Γιατί έτσι καταγράφτηκε το καλοκαίρι του 2003 στην Θεσσαλονίκη.
Με τον όρο φαινομενικότητα, με τον οποίο είμαστε αναγκασμένοι να καταπιαστούμε, εννοούμε τα στενά όρια που βάζει αυτό που διαφημίζεται ότι υπάρχει, την επέκταση του σε κυρίαρχη γλώσσα και πράξη, και την παρακαταθήκη που δημιουργεί ως δικός μας λόγος και σαν αντικειμενική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που κατασκευάζει το φαίνεσθαι και φυσικά, δεν έχει να κάνει με μια ουσιαστική αναζήτηση των φαινομένων , ούτε με ένα άμεσο βίωμα, στο οποίο οι αισθήσεις προκαλούνται και αντιδρούν, όπου φτάνουν στο σημείο να αρνούνται και κατ’ επέκταση να συνθέτουν την άρνηση πιο συνολικά. Η φαινομενοκρατία της εποχής δεν είναι παρά η γνώση των φαινομένων που έχει γίνει επιτρεπτή θέαση τους στην δημοσιότητα ,αλλά είναι ταυτόχρονα και η απώλεια γνώσης των πραγματικών καταστάσεων που δημιουργούν τα φαινόμενα, η απώλεια γνώσης για την σκοπιμότητα των ίδιων των πραγμάτων και η επιβολή των φαινομένων που προκαλούνται από αυτά .Έτσι σήμερα η συνειδητοποιήση των καταστάσεων έχει μετατραπεί σε ψευδή συνείδηση, όπου η φαινομενικότητα ανοιχτά πλέον διδάσκει την σύγχυση και προπαγανδίζει την δικτατορία του απατηλού. Η ακολουθία της επικαιρότητας, των στημένων γεγονότων είναι η ανακολουθία της συνολικής σκέψης και δραστηριότητας. Είναι η απώλεια της καθολικής προοπτικής και κριτικής άποψης.
Συμβαίνει όλο και πιο συχνά να ακολουθείται το ένα επίκαιρο γεγονός από το άλλο, ένα τρέξιμο σε ότι διαφημίζεται και προπαγανδίζεται ως γεγονός. Και τούτος ο αγώνας μοιάζει όλο και περισσότερο με διαφημίσεις. Μοιάζει με το life style, που διδάσκουν οι διαφημίσεις. Τα «γεγονότα» στα οποία τρέχει κανείς από πίσω δίχως να μπορεί να διακρίνει γραμμή τερματισμού μοιάζουν με εμπορεύματα, με την διαρκή κίνηση παραγωγής-κατανάλωσης και τις σχέσεις που την διέπουν. Αυτό το θλιβερό σκηνικό του επίκαιρου θαρρείς ότι είναι χάρτινο κουτί με γάλα που διαλαλεί ότι είναι φρέσκο και όλο αυτό μετά την παστερίωση και πριν την ημερομηνία λήξης του. Έτσι όπως οι κατευθυνόμενες μάζες καταβροχθίζουν λαίμαργα τις ψευδαισθήσεις τις προόδου και της ανάπτυξης έτσι ακριβώς και οι ενίοτε υπερασπιστές των μαζών ή οι ενίοτε επικριτές τους, καταβροχθίζουν τις αλλότριες σχέσεις ενός ανύπαρκτου κινήματος που το χαρακτηρίζει ο ακολουθητισμός και το οποίο αρέσκεται να τρέχει πίσω από ένα κόσμο, που ουσιαστικά θέλει να του επιτεθεί. Ένα κίνημα αντίστασης που βρίσκεται περισσότερο στις εικόνες και στα χαρτιά παρά στην αντίσταση. Ενώ προσωπικά , το ίδιο πρόσωπο που προσπαθεί να κρατήσει τον εαυτό του μέσα στο συνοθύλευμα της σύγχυσης και τις πλάνες, στις οποίες αυτό συμμετέχει και τις οποίες αναδημιουργεί , βρίσκεται στη δεινή θέση να είναι έτοιμο να καταπιεί τα πάντα .Να κάνει πλάτες σε οτιδήποτε για τον ίδιο λόγο που χρειάζεται να έχει πλάτες για να κρύψει μέσα σ’ ένα πλήθος ανυπαρξίας την δικιά του ανυπαρξία. Τελικά αυτό που μας ενοχλεί περισσότερο απ΄ όλα σχετικά με τα γεγονότα της παγκοσμιοποίησης και κατ΄ επέκταση την Θεσσαλονίκη του 2003 είναι ότι όλα αυτά δεν αναπτύσσονται σ ΄ένα επίπεδο πολεμικής αλλά είναι ένα ακόμα πείραμα από την πλευρά της κυριαρχίας . Ο Παβλόφ ανάβει τα φώτα της δημοσιότητας και τρέχουν τα σάλια των σκυλιών με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε μέχρι ποιό σημείο βλακείας θα έφτανε κάποιος για να επιχειρηματολογήσει ότι σε τούτες τις διεθνείς - πανευρωπαϊκές συναντήσεις της κυρίαρχης τάξης παίρνονται αποφάσεις και μάλιστα σημαντικές για την τύχη του κακόμοιρου πλανήτη. Φυσικά είναι εύκολο να κατανοήσει κάποιος ότι, οι συναντήσεις και οι διαβουλεύσεις των κυριάρχων δεν χρειάζονται δημόσιες συνόδους κορυφής για να εκφραστούν. Η ιστορία της κυριαρχίας είναι ένα λαμπρό παράδειγμα και δυστυχώς η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η επέκταση του ελέγχου δεν είναι καινούργιος σχεδιασμός. Είναι εφαρμοσμένη τακτική εδώ και μισό αιώνα . Είναι ιστορικά και κοινωνικά κατατεθειμένο και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί πλέον να εκφράζεται απρόσωπα ενώ συνάμα τα διευθυντικά γραφεία του κόσμου γίνονται πιο αόρατα .Έτσι αυτές οι σύνοδοι κορυφής δίνονται στις μάζες προς κατανάλωση ως ένα ακόμη εμπόρευμα, που αντί να φτιάχνει τον εαυτό του για να καταναλωθεί καλλιεργεί το ίδιο το κοινό της κατανάλωσης , ελέγχει τις προτιμήσεις του , δοκιμάζει τις αντιστάσεις του , κατασκευάζει την συνεύρεσή του, διαπλάθει τις σχέσεις αυτού του κοινού . Ο καπιταλισμός ήδη έχει ξεπεράσει αυτή την έκφρασή του και μάλιστα έχει ξεπεράσει και την κριτική και αυτόν τον τρόπο που εκφράζεται η κριτική του. Η κυρίαρχη τάξη είναι ήδη πολύ μακριά από τέτοιες συνευρέσεις και τις αντιστάσεις που δημιουργούν. Το πείραμα αυτό λειτουργεί ως επαλήθευση . Από τη μια διαφημίζει την υπεροχή της κοσμικής τάξης και τους πολιτισμούς της θριαμβολογώντας και από την άλλη καταδεικνύει την ανεπάρκεια του συνολικού «επαναστατικού προτάγματος» που ήδη από πριν έχει αναγνωρίσει και θέλει να επεκτείνει. Η ανεπάρκεια αυτή έρχεται να δικαιωθεί από το ίδιο το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποιήσης. Από τη μια ρεφορμιστές αριστεροί που έχουν μετατραπεί σε έμπιστους κατασκόπους του καθεστώτος , γνήσιους εκφραστές και ανανεωτές του, να αναζητούν μια αιτία ύπαρξης, εφόσον τα καθεστώτα και οι επιχειρήσεις καταθέτουν μια πιο αριστερή και πιο μαζική ανάλυση απ΄ ότι μπορούν να συλλάβουν τα αρτηριοσκληρωτικά κόμματα και οι οργανώσεις τους. Από την άλλη οι «ακτιβιστές» που είναι έτοιμοι να ενδώσουν σε οτιδήποτε με σκοπό να κάνουν κάτι , να πράξουν για να καλύψουν την αδυναμία να δράσουν ουσιαστικά μεταφέροντας την απώλεια της συνολικής αντίληψης κάτω από το πρίσμα μιας κοντόφθαλμής στρατηγικής. Ανάμεσα σε αυτούς ένας κόσμος που άγεται και φέρεται από διασκεδαστές σε εναλλακτικούς, από οικολόγους σε νεοχίπις , από πάρτυ και συναυλίες σε κουβέντες και πορείες . Ένας κόσμος που αναζητεί κάπου να τον οδηγήσει η κενότητά του πλήθους που δεν εκφράζει παρά την ουσιαστική κενότητα αυτού του κινήματος . Κανένα δεν συμφέρει μια ουσιαστική κριτική , η κατάσταση είναι τόσο συγκεχυμένη ώστε να δικαιολογεί τα πάντα είτε προσωπικά είτε σαν «κοινότητα». Αποσιωπάται λοιπόν αυτό που είναι πιο ουσιώδες , ότι το κίνημα τούτο έχει περισσότερο απ΄ όλα χαρακτηριστικά διαφήμισης και κατατίθεται κοινωνικά ως μόδα. Κατασκευάζει αντιστασιακό τουρισμό οργανωμένο ή ανοργάνωτο και επιδίδεται σε «επαναστατημένα» weekend. Κάθε κριτική που θέλει και προσπαθεί να μιλά την γλώσσα της υπέρβασης και της διαλεκτικής είναι υποχρεωμένη να εκφράζεται ενάντια στο προσωπικό και συλλογικό κενό. Και για να είμαστε κατανοητοί το κενό δεν είναι το τίποτα, το κενό είναι κάτι δίχως καμία ουσία, πάντα είναι κάτι που έρχεται σε αντιδιαστολή με κάτι άλλο, που δημιουργείται και επιβιώνει μέσα σε μια αντιστικτική σχέση με το άλλο, το κενό δεν έχει δικιά του σκέψη και δραστηριότητα δίχως το άλλο, που είναι επίσης ανούσιο. Το σημείο όπου τέμνονται τούτες οι καταστάσεις δημιουργεί τη σχέση αυτή κάθε αυτή, όπου παράγεται το κενό και τίποτα άλλο από αυτό. Η ουσιώδης κριτική διεκδικεί το έδαφος της πέρα από το κενό και την φαινομενικότητα, που ενώ δεν έχουν τίποτα το ουσιώδες να πουν επιβάλλονται ως η μόνη πραγματικότητα. Να ξεσκεπάσει δηλαδή αυτό που υπάρχει ως ενότητα και δεν είναι παρά ο ψευδής κοινός τόπος που βρίσκουν το άλλοθι τους όλοι οι διαχωρισμοί και τα ψευτοδιλήμματα, στα οποία ενυπάρχουν όλες οι ιδεολογικές αντιφάσεις και τα «προσωπικά αδιέξοδα». Είναι ευκολονόητο ότι η αναφορά στην φαινομενικότητα δεν γίνεται τυχαία . Η φαινομενικότητα δεν είναι αυτό που υπάρχει αλλά αυτό που αποσκοπεί να καταλάβει κάθε τι υπαρκτό ενώ η ίδια παραμένει ένα μη-είναι, να κλέψει την αντανάκλαση από ότι προσπαθεί να εκφραστεί αληθινά και να το κάνει δικό της, δηλαδή ακόμα μια στιγμή του ψεύτικου . Κατ’ αυτό τον όρο με την έννοια φαινομενικότητα καταγράφεται το «γίγνεσθαι», που δημιουργεί η ανυπαρξία με την διάρκεια της παρουσίας της. Είναι το αποσπασματικό, το τμηματικό, που ενοποιείται και βιώνεται ως κοινωνική σχέση, θεαματική σχέση που μπορεί να υπάρξει μονάχα στο φαίνεσθε και στην άνευ όρων αποδοχή του. Ο αγώνας ενάντια στο σύνολο του κόσμου δεν μπορεί να εκφραστεί με στρατηγικές και σχεδιασμούς που να εξαντλούνται σε μια πορεία. Ενώ οι ψευδαισθήσεις διαρκούν περισσότερο δεν μπορούμε συνάμα να αναγνωρίσουμε εκείνη την διάθεση και την κίνηση που καταθέτει μια συνολική αντίληψη, που να μάχεται για την ισχύ της. Αντί τα πράγματα να μπουν κάτω στο τραπέζί και μάλιστα σε τραπέζί χειρουργικό ο καθένας αρπάζεται απ’ ότι τύχει, ότι του φαίνεται πιο εύκολο, ότι του πετάνε σαν ευκαιρία, θεωρεί κιόλας ότι έχει αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά, ότι έχει κάνει την ανακάλυψη που θα τον οδηγήσει έξω απ’ τα ιδεολογικά και καθημερινά αδιέξοδα. Αυτή η ίδια ευκαιρία είναι που οδηγεί το ψάρι στο δόλωμα .Διότι οι πραγματικές ευκαιρίες δεν χαρίζονται, ανακαλύπτονται ,δημιουργούνται και τις περισσότερες φορές με κόπο, και όλο αυτό φυσικά αν δεν θέλουμε μια δράση ευκαιριακή. Δεν υπάρχει μια κίνηση ξεπεράσματος της θέσης, στην οποία έχει βρεθεί το επαναστατικό εγχείρημα, υπάρχει μια αρτηριοσκλήρωση γύρω από αυτή τη θέση, που την κάνει πλέον γραφική . Μια συνολική αντίληψη που θέλει να εγκυμονεί μέσα της το νέο, είναι αδιανόητο να κάνει κινήσεις στατικές και να κυνηγάει σαν το σκύλο την ουρά της. Δεν μπορεί κανείς να επαναλαμβάνει συνεχώς των εαυτό του και μάλιστα να πιστεύει ότι έτσι μπορεί να εξελίσσεται. Αρχίζει κάνεις να βρίσκει από τότε που σταματά να ψάχνει έλεγε ο ποιητής, το να εφεύρουμε το νέο τρόπο ζωής διεκδικώντας κάθε στιγμή την ισχύ του φαντάζει κοινοτυπία και όμως αντί για τούτο παντού αντικρίζουμε την συντηρητικοποίηση. Οι λογικές που κατατίθενται σήμερα ως κοσμοϊστορικές δεν λενε κάτι το καινούργιο, δεν έχουν τη δύναμη να υπερβούν την εποχή γιατί απλά δεν την κατανοούν και μην έχοντας προοπτική στρέφονται σε εκπτώσεις και υπεραπλουστεύσεις της θεωρίας και της πραγμάτωσης της . Στρέφονται στις παραδόσεις μάλιστα αγνοώντας τα λάθη του παρελθόντος, αγκαλιάζοντας σύγχρονος ότι σκουπίδι ξερνά η μεταμοντέρνα κατάσταση. Κατά τέτοιον τρόπο σήμερα βιώνουμε την έλλειψη μιας πρωτοποριακής λογικής,{όχι μιας πρωτοπορίας},και κατά επέκταση την αδυναμία να ισχύσει αυτή η λογική στην πραγματικότητα. Αντιθέτως παρατηρούμε την παλινόρθωση μιας λογικής, που δεν είναι κίνηση ξεπεράσματος αλλά έχει μετατραπεί σε πρωτοπορία της συντήρησης με όλα τα γραφικά της χαρακτηριστικά. Η απουσία της διαυγούς και διεισδυτικής σκέψής, του ουσιαστικού λόγου και της κριτικής, η απώλεια της ριζοσπαστικής θεωρίας , η πραγμάτωση χωρίς καμία προοπτική και συνολική δραστηριότητα, οδηγεί αναπόφευκτα στην πτώχευση του επαναστατικού προτάγματος. Στην πτώχευση της ανθρώπινης ύπάρξης και στις εντός μέτρου διεκδικήσεις. Η ψυχολογία με την οποία κατεβαίνει κανείς στο «πεδίο της μάχης» δεν είναι τυχαία. Έχει να κάνει τόσο με την διεργασία και την διάθεση που δημιουργείται και παράγεται στο εσωτερικό όσο και τις δυνάμεις που διατίθενται και κατατίθενται για την εφαρμογή τους σε εκείνο το πεδίο, όπου οι ίδιες αναγνωρίζουν και σχηματοποιούν. Είναι απαραίτητο να γνωρίζεις το πεδίο που ασκείς τις δυνάμεις σου και το πως εγγράφεται ο εχθρός. Ο ίδιος ο εχθρός είναι πολύ πιθανόν να μην κατοικεί πολύ μακριά , μπορεί να κατοικεί μέσα μας ! Ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προαναγγέλλουν τα επεισόδια αυτό δεν σημαίνει ότι τα επεισόδια θα γίνονταν επειδή έκαναν αναφορά σε αυτά οι δημοσιογράφοι. Όταν δημιουργείται κλίμα από δυνάμεις ολότελα εχθρικές προς κάθε τι ανθρώπινο είναι τουλάχιστον ανόητο να ασκεί πάνω μας γοητεία πόσο μάλλον να γίνεται μέτρο, διαπιστευτήριο των δυνατοτήτων. Και ενώ κάποιος με περισσή απερισκεψία θα περίμενε βροχή από πέτρες η αστυνομία δέχτηκε βροχή από ιδεολογικές αναλύσεις , από ψευδαισθήσεις, από μετριοπάθεια και έλλειψη «οργανωτικότητας» και ευελιξίας. Αν η αστυνομία ,καλά προετοιμασμένη, δεν ήταν υποχρεωμένη να επεμβαίνει στα «γεγονότα» τόσο ώστε να διαλύει το πλήθος, που στήριζε τις δυνάμεις του μόνο στον όγκο του (και αυτό νομίζουμε ότι αποδείχτηκε) θα είχε εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης από ανία. Προφανώς κάποιοι είχαν πάρει τις αποφάσεις τους για το πως θα πράξουν (δεν ήταν λοιπόν μόνο η αστυνομία προετοιμασμένη). Προς μεγάλη τους απογοήτευση διαπίστωσαν ότι οι διπλανοί τους δεν είχαν πάρει καμία απόφαση και οι μικροκαμωμένοι τους σχεδιασμοί ήταν καταδικασμένοι να παλεύουν στο ανέκφραστο των επιθυμιών και να παραμείνουν διαθέσεις ανεκπλήρωτες που πνίγηκαν μέσα στο συνοθύλευμα του πλήθους και στα δακρυγόνα τις αστυνομίας. Σχεδιασμοί που εκ του κενού και εκ των πραγμάτων ήταν καταδικασμένοι να αποτύχουν επειδή ακριβώς δεν μπορούσαν λόγω του κοντόφθαλμου βλέμματός τους να είναι διορατικοί. Στην περίπτωση που σχέδια τους στέκονταν ικανά να προβλέπουν καταστάσεις αναρωτιόμαστε ποιο είναι το σημείο που έκρινε απαραίτητη την συμμετοχή τους και αν δεν περιμένανε τίποτα παραπάνω από ότι έγινε, ποια αγωνιά οδήγησε σε αυτή την συμμετοχή στον Ιούνη του 2003; Φυσικά και ορισμένοι άλλοι είχαν πάρει τις αποστάσεις τους και δεν εννοούμε την αστυνομία που κατάφερε να φέρει εις πέρας το δικό της σχέδιο (σχέδιο που βασίστηκε στα χημικά όπλα και στην μελέτη του πεδίου της μάχης ) αλλά εκείνους που ήταν αποφασισμένοι να τραβήξουν με τις κάμερες τους τα επεισόδια, που άλλοι θα έκαναν. Και εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο .Να μιλάνε αυτοί για τα επεισόδια και όχι οι πραγματικοί δράστες. Έπειτα έρχονται οι χειριστές των φακών και γίνονται χειριστές του λόγου κάνοντας εκδηλώσεις εδώ και εκεί, εξιστορώντας με δελεαστικό ύφος τα γεγονότα ενώ ταυτόχρονα η ίδια η κάμερα μαρτυρεί την σαφή θέση τους η οποία ήταν πίσω από το φακό και ότι ο σκοπός της δικιάς τους παρουσίας ήταν να καταγράψουν εικόνες στο φακό. Όμως σε μια εποχή που κατακλύζεται από εικόνες και όπου οι εικόνες έχουν γίνει σχέση, κάτι τέτοιο περνά απαρατήρητο διότι ταιριάζει με ένα κλίμα που η εποχή έχει επιβάλλει. Έτσι κι αλλιώς οι ευρωσυναντήσεις έχουν μία παρακαταθήκη από εικόνες. Δεν είναι λίγες οι φορές που αυτοί που φιλμάρουνε είναι περισσότεροι από εκείνους που πράττουν. Δεν ξέρουμε κατά πόσο οι δράστες αισθάνονται ικανοποιημένοι από αυτό γιατί δεν μιλάνε ή μήπως ότι έχουν να πουν είναι ότι οι άλλοι καταγράφουν; Σε αυτό το σημείο πρέπει να καταδείξουμε και έναν άλλο αγώνα. Το τρέξιμο για να μονταριστούν τα πλάνα και να φτιαχτούν έτσι όπως τα θέλει ο εικονολήπτης. Έναν αγώνα ποιος θα προλάβει να κάνει πρώτος την εκδήλωση με το εικονικό γεγονός και σε ποιανού την εκδήλωση το γεγονός θα είναι πιο ελκυστικό. Τους φανταζόμαστε να δίνουνε την δικιά τους μάχη πριν τον Σεπτέμβρη και το αγκομαχητό τους πριν τις διακοπές και πραγματικά τους λυπόμαστε. Από την άλλη πλευρά, όλα αυτά είναι λεπτομέρειες που δεν έχουν μεγάλο νόημα, αλλά είναι ότι δυσκολευόμαστε να βρούμε το νόημα που άφησε η Θεσσαλονίκη πέρα από τον ιστορικό συμβιβασμό στο φαίνεσθε. Αλλά πάλι, κάποια πράγματα έμειναν. ‘Έμαθαν οι άνθρωποι να κρύβονται ακόμα πιο βαθιά σε καναπέδες και τηλεοράσεις πριν από τέτοια μεγάλα γεγονότα διότι όπως και να το κάνουμε η προπαγάνδα της κυριαρχίας έχει πολλούς αποδέκτες, οι έμποροι να οχυρώνουν τα μαγαζιά τους, οι πόλεις να φιλοξενούν τους ταραξίες τους και οργανώνουν καλύτερα την χωροταξική τους οχύρωση, αρκεί εκείνοι να μην δημιουργούν μεγάλες ταραχές (δηλαδή να ανταποδίδουν την φιλοξενία με μετριοπάθεια). Σιγά-σιγά οι αστυνομίες όλων των μεγάλων χωρών θα εκπαιδευτούν από αυτές τις διαδηλώσεις και θα γνωρίζουν την αντιμετώπιση και τον έλεγχο ενός μεγάλου πλήθους, που πλανάται για το ανεξέλεγκτο της παρουσίας του (γιατί όπως και να το κάνουμε η παρουσία μόνη της δεν φτάνει). Και πριν ο εχθρός αποχωρήσει διακριτικά, όλα έχουν τελειώσει, όλα αποτελούν μία ανάμνηση, { τουλάχιστον θα μπορούσε να παραταθούν η μέρες διαμονής για χάρη των συλληφθέντων, να πιεστούν κάπως η καταστάσεις, να χρησιμοποιηθεί ο όγκος του πλήθους ως μοχλός πίεσης όταν ήταν ακόμα ζεστό το «γεγονός» αλλά προφανώς το εξεγερμένο πλήθος βιαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής}, ένας φαινομενικός απολογισμός απομένει δίχως εχθρό πλέον, μέχρι το επόμενο επίκαιρο γεγονός. Ή μέχρι το επόμενο ραντεβού που θα ορίσουν οι κυρίαρχοι για τη νέα παγκόσμια αντίσταση και η πρεμούρα των διαδηλωτών μέχρι να δώσει το παρόν της αδιαμαρτύρητα. Έπειτα μερικοί θα φωνάξουν ότι είναι νίκη του κινήματος ακολουθώντας τα στενά πλαίσια που καθορίζει η μικροπολιτική και η δογματική προπαγάνδα της. Επίσης δεν θα είναι λίγοι που θα χαρακτηρίσουν την νίκη με όρους ποσότητας αγνοώντας παντελώς των όρο ποιότητα η φέρνοντας τον σε στενά και περιχαρακωμένα μέτρα τους. Άλλοι θα κατηγορήσουν το απροετοίμαστο πλίθος ενώ αρχικά χαιρόντουσαν για την μαζική του προέλαση και γοητεύτηκαν από παρουσία του στους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Είναι εύκολο να μιλάς για λογαριασμό του πλήθους και από την άλλη να του προσάπτεις το οτιδήποτε, διότι η κριτική είναι απρόσωπη και απαλλάσσει τον οποιονδήποτε από της ευθύνες και πολύ περισσότερο αυτόν που ασκεί την κριτική, εναποθέτοντας τον εαυτό του έξω από κάθε ευθύνη και ας τον ακολουθούσε πριν το πλήθος με ζήλο και χωρίς πολλές κουβέντες. Κάποιοι άλλοι ενώ παραβρέθηκαν για την μαζική προσέλευση θα αγνοήσουν πλήρως των κόσμο και θα μιλήσουν καθαρά για τον εαυτό τους εννοώντας φυσικά ότι δεν έχουν καμία σχέση με ότι μπορεί να πήγε στραβά και ότι είναι διαφορετικοί από αυτό το συνοθύλευμα, λες και ήταν μόνοι τους, λες και η μοναξιά τους είναι αδιάρρηκτη άξια. Ορισμένοι θα πουν κάναμε ότι μπορούσαμε δίχως να αισθάνονται την βαρύτητα να αναφερθούν σε εκείνο που σχεδίασαν και πραγμάτωσαν οι ίδιοι, έπειτα θα ρίξουν όλο το βάρος στην αστυνομία και τα μέσα που χρησιμοποίησε σαν να επιζητούν από την αστυνομία να μην αστυνομεύει. Οπωσδήποτε η γκρίνια θα καταλάβει ορισμένους που θα επιχειρηματολογήσουν για την ανεπάρκεια και την αποτυχία του κινήματος, κρύβοντας την δική τους ανεπάρκεια και αποτυχία. Φυσικά μιλούν συνήθως εκ του αποτελέσματος. Επίσης συνήθως συνεχίζουν να ακολουθούν κάθε εκδήλωση του κινήματος σχεδόν άκριτα και δίχως ποτέ να αναλαμβάνουν δράση και να εκφράζουν συνολικό λόγο. Δίχως ποτέ να παίρνουν τίποτα επάνω τους μιλούν έπειτα για όλους και για τα πάντα. Ίσως αρκετοί να είναι της άποψης ότι οι ευρωπορείες και οι παγκόσμιες συναντήσεις έχασαν τη δυναμική τους και έχουν περάσει σε κάποια φθορά, «όπως είναι φυσικό» θα πουν, «όπως γίνεται με το καθετί» θα βεβαιώσουν. Και άλλοι πάλι πήγαν για να διασκεδάσουν, διάλεξαν μια εύκολη λύση για να ικανοποιήσουν την παρουσία τους, μόνο που τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως θα θέλανε αν και έκαναν μεγάλο σκόντο στον όρο. Το γιορτινό σκηνικό στάθηκε για αυτούς πιο δυνατό από τις ψευδαισθήσεις που θέλουν να ικανοποιήσουν την μιζέρια των φτωχών διασκεδαστών και μαρτυρούσε ότι τίποτα δεν θύμιζε γιορτή παρά μονάχα η φιέστα της δικιάς τους φαινομενικότητας. Όλα αυτά έχουν καταφέρει να γειώσουν το αποσπασματικό σαν συνολική αντίληψη και να εφεύρουν ψευδό-επιχειρήματα που δίνουν άλλοθι στην ανεπάρκεια και την απουσία της συνολικής αντιλήψης και κρητικής. Γιατί όπως και να το κάνουμε είναι χαρακτηριστικά της εποχής και των κινημάτων που τρέχουνε να την προλάβουν η αποσπασματικότητα, ο κοντόφθαλμος σχεδιασμός, οι ρόλοι και η γραφικότητα , η φαινομενικότητα και το κενό, οι ιδεολογίες, τα θεωρητικά αδιέξοδα και η πρακτική αμηχανία. Και αν κάποιος θέλει ειλικρινά να αναζητήσει κινήσεις ουσιαστικού ξεπεράσματος δεν έχει παρά να αναζητήσει το ξεπέρασμα του. Ας μην νομίζει κανείς ότι με φτηνές δικαιολογίες μπορεί να κρύψει τα πραγματικά αιτία της αθλιότητας που ή ολότελα θα την αρνηθεί ή καθόλου. Όμως οι θιασώτες του επαναστατικού τουρισμού τώρα έχουν ήδη γυρίσει στις τηλεοράσεις, στις μελαγχολικές οργανώσεις τους, στους ψόφιους έρωτες τους και στις ομαδοποιήσεις τους. Κι από το πρωί της Δευτέρας τους περιμένει πολύ τρέξιμο στην δουλειά και εκείνοι πρέπει να αντεπεξέλθουν με την τόση κόπωση που τους άφησε η Θεσσαλονίκη. Αλλά τουλάχιστον διασκεδάσανε την πλήξη που επιβάλλει η καθημερινότητα, βρέθηκαν στο σημείο της προσωπικής τους εκτόνωσης. Ομολογούν ότι τουλάχιστον «εγώ πέρασα καλά» κατασκευάζοντας μια ανάλυση είτε πολιτική, είτε προσωπική για το τι σημαίνει καλά Και κάπου-κάπου η σκέψη φεύγει μακριά συλλογιζόμενη για το που θα πάει τώρα ο αντιστεκόμενος διακοπές. Φυσικά κανέναν δεν απασχολεί το φαίνεσθαι και το κενό. Πολύ απλά δεν είναι επίκαιρο και ας εκφράζεται γύρω, πανταχού παρόν στο περιβάλλον και ας το εκφράζουν όλες μας οι χειρονομίες. Το βράδυ μια άδεια αγκαλιά περιμένει και είναι σίγουρη η παρηγοριά που προσφέρει η κοινωνία μας μαζί με κακοχωνεμένες ιδεολογίες και παρέα με ηλίθια αστεία που όταν καταρρέουν μένουν γυμνοί από επιχειρήματα. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003 ΕΙΝΑΙ ΓΥΜΝΗ Έχοντας προχωρήσει στην διάλυση μας μες την κοινωνία , συνθέτουμε τον σχεδιασμό και τις δυνάμεις για την οριστική διάλυση της κοινωνίας και οποιουδήποτε ηγείται των αξιών αυτού του κόσμου. Παίρνουμε το μέρος της απουσίας στην δημοσιότητα , αν επιστρέφουμε σε αυτή το πράττουμε με όρους σύγκρουσης και αυστηρής κριτικής καταδεικνύοντας την φαιδρότητα της. Εργαζόμαστε για την ριζοσπαστική κριτική με επεκτατικές βλέψεις και για την δυναμική εφαρμογή της όχι για λογαριασμό της πληροφορίας και της εικόνας. Παραμένουμε στις κατακόμβες του αρνητικού, όχι ως θιασώτες του φαίνεσθε, αλλά επιμένουμε στον σκληρό πυρήνα της ύπαρξης, στο σκληρό πυρήνα της υπόθεσης που δεν είναι η πολιτική και ο πολιτικαντισμός, είναι η υπερπολιτική της ζωής στο σύνολό της .Οικοδομούμε το καθολικό σχέδιο με σύμμαχο την πραγματική θεωρία και την υπερβατική δραστηριότητα. Τίποτα δεν είναι εύκολο . Τίποτα δεν θέλουμε να μας χαριστεί. Αναζητούμε το πέρασμα που θα είναι ικανό να πραγματώσει την μεγάλη έξοδο. Θέλουμε κάτω από το φως του ήλιου θα παρελάσουμε στις μεγάλες λεωφόρους εισβάλλοντας στην ιστορία, αλλάζοντάς την οριστικά.
Σύντροφοι Μηδενιστές
Μακιαβελικοί Επαναστάτες |
||