από το ξ3

δεν είναι μόνοι τους!
 

 

ξενοδοχείο των ξένων

Ή με τη ζωή ή με τον καπιταλισμό

Τον Ιούνιο του 2003 η Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, αποτελώντας την αφορμή για ένα ακόμη παγκόσμιο ραντεβού, για όσους διαδηλώνουν ενάντια στην «παγκοσμιοποίηση». Το λεγόμενο «κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», αυτό το συλλογικό φαντασιακό που αναδύθηκε στη φρασεολογία των μήντια το Νοέμβριο του 1999 στο Σιάτλ, θα δώσει το παρόν στην πόλη που ζούμε. Θα ήταν σωστότερο, ωστόσο, να μιλάμε για κινήματα αντίστασης στον παγκόσμιο καπιταλισμό και όχι για «κίνημα», αφού αυτό ούτε ενιαία μορφή έχει ούτε κοινούς στόχους. Πρόκειται για κινήματα που έρχονται από πολλές μεριές και η πορεία τους είναι η ζωντανή ιστορία.

α. νέα στοιχεία στη ρίζα των κινημάτων

Ολόκληρη η Ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία: όχι με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, όπου σύγχρονη ιστορία νοείται η ιστορία του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, αλλά με την ακριβή έννοια: η συνειδητοποίηση της πράξης τη στιγμή που συντελείται. Έτσι η ιστορία είναι η αυτογνωσία της ζωντανής διάνοιας.

Μετά την πτώση του τείχους το 1989 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, νεοφιλελεύθεροι κύκλοι ανήγγειλαν το τέλος της ιστορίας και έχρισαν τον καπιταλισμό θριαμβευτή. Λίγο αργότερα, το καλοκαίρι του 1992, η εξέγερση στο Λος Άντζελες, που επεκτάθηκε μέσα σε λίγα μόλις εικοσιτετράωρα σε πολλές άλλες πόλεις των ΗΠΑ, έδειξε πως η θριαμβολογία περί νίκης του καπιταλισμού στην παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή δεν αρκούσε για να κρύψει τις αδυναμίες του: αντίθετα τις ενέτεινε. Οι καπιταλιστικές σχέσεις, που τείνουν να καταλάβουν το σύνολο του χώρου και του χρόνου, παράγουν διάχυτη δυσφορία: το ίδιο το νόημα των πράξεων των ανθρώπων, η ιστορία τους, έχει εκλείψει. Η ζωή τους ολοένα τους διαφεύγει. Η δυσφορία αυτή, μπορεί να μην μεταφράζεται πάντα σε συνειδητή άρνηση του καπιταλισμού· συχνά ενσωματώνεται ως κυνική παραίτηση, νευρώσεις, αυτοκαταστροφή. Σίγουρα, όμως, βρίσκεται στη ρίζα της γέννησης των νέων κινημάτων αντίστασης, αξιοσημείωτη καθώς αντιλαμβάνεται –διαισθητικά έστω– ότι δεν είναι ζωή αυτή, ότι τα προβλήματα είναι αλληλένδετα και παγκόσμια κι ότι η λύση δεν μπορεί παρά να είναι ριζική.

Στη δεκαετία του ’90 η έκλειψη της αριστεράς και ο χώρος που αυτό το φαινόμενο διάνοιξε, απεγκλώβισε πολλούς ανθρώπους από την νωθρότητα των κομμάτων. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, το ιδεολογικό κενό και η συρρίκνωση των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς οδήγησαν πολλά «ανήσυχα πνεύματα» σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, αλλά και σε ομάδες που έχουν έντονα στοιχεία ακτιβισμού και άμεσης δράσης. Γίνεται συνείδηση λοιπόν ότι η δυσφορία απέναντι στην γενικευμένη καπιταλιστική συνθήκη πρέπει να εκφράζεται με πράξεις αντίστασης – αλλιώς μεταφράζεται απλώς σε θλίψη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος της κουρασμένης αριστεράς παρουσιάζει το παράδειγμα των Ζαπατίστας: η αστραφτερή τους γλώσσα δεν είναι τόσο αποτέλεσμα ενός «ποιητικού» νου, όσο μιας συλλογικής πράξης που αρνείται την πρωτοπορία και την κατάληψη της εξουσίας, και ανοίγεται στο σύνθετο πεδίο του ανθρώπινου.

Η εξέγερση των Ζαπατίστας στην επαρχία Τσιάπας του Μεξικού ξέσπασε την πρωτοχρονιά του 1994, ημερομηνία που συνέπεσε με την έναρξη της ισχύος της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA) ανάμεσα στις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό. Σύντομα φάνηκε ότι η επιλογή του χρόνου εκδήλωσης της εξέγερσης δεν ήταν –μόνο– συμβολική: το κίνημα των Ζαπατίστας επιδίωκε να ενθαρρύνει τους καταπιεσμένους τόσο στην Τσιάπας και το Μεξικό όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο και να θέσει και πάλι το ζήτημα της απελευθέρωσης από την καπιταλιστική βαρβαρότητα: το «ξαναμάγεμα του κόσμου». Το καλοκαίρι του 1996 διοργανώνεται από τον EZLN (Εθνικοαπελευθερωτικό Ζαπατιστικό Στρατό) η πρώτη διεθνής («διαγαλαξιακή») συνάντηση με θέμα: «Η ανθρωπότητα ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό», η οποία συγκεντρώνει στην Τσιάπας χιλιάδες ακτιβιστές από πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου, θέτοντας τις βάσεις για την αναζωογόνηση της αντικαπιταλιστικής κριτικής.

Η δεύτερη διηπειρωτική συνάντηση στην Ισπανία, το καλοκαίρι του 1997, επιβεβαίωσε σε ακτιβιστές την άποψη ότι διάφορα μείζονα προβλήματα απαιτούν λύσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Τον επόμενο χρόνο, το Μάιο του 1998, διοργανώθηκε η πρώτη «ημέρα παγκόσμιας δράσης» εναντίον της φιλελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου, με την ευκαιρία της συνόδου του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και με διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε 65 διαφορετικές πόλεις του κόσμου. Η εξέλιξη αυτών των κινητοποιήσεων, ιδιαίτερα μετά την «εξέγερση του Σιάτλ», στις 30 Νοεμβρίου του 1999, ημερομηνία που θεωρήθηκε ως εναρκτήρια του «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης», απέδειξε ότι τόσο η ανάγκη διεθνούς οργάνωσης όσο και η συνείδησή της υπάρχουν. Το «σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά» μετατρέπεται σε «δράσε παγκόσμια, σκέψου τοπικά», αντιδρώντας στις καινούριες ιδεολογικές, πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες που δημιούργησε ο διεθνοποιημένος καπιταλισμός. Στην ανάπτυξη των κινητοποιήσεων συμβάλλει και το Internet, που δίνει τη δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ ατόμων και ομάδων από διάφορα μέρη του κόσμου, αλλά μεταφέρει και την αίσθηση του παγκόσμιου χωριού – πλέον δεν αρκεί να χτυπάς την κυβέρνηση του κράτους σου μόνο.

Απέναντι στην έλλειψη «νομιμοποίησης» οργανισμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ή ανεξέλεγκτων/απομακρυσμένων εξουσιών όπως η G8 και η Ευρωπαϊκή Ένωση, το «κίνημα», που υπερασπίζεται ενεργά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, είναι ηθικά καταξιωμένο σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Είναι γνωστό ότι συχνά η πολιτική των διεθνών οργανισμών έχει οδυνηρές συνέπειες για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, γι’ αυτό και οι αντιδράσεις δεν περιορίζονται μονάχα μεταξύ των παραδοσιακών πολέμιων του καπιταλισμού, αλλά προέρχονται από ένα ευρύ φάσμα καταπιεσμένων, που περιλαμβάνει ακτήμονες χωρικούς του Τρίτου Κόσμου, μετανάστες των δυτικών μητροπόλεων, δυτικοευρωπαίους αγρότες, άνεργους, εργαζόμενους της ελαστικής εργασίας, νεολαίους μπροστά στην απειλή της προλεταριοποίησης. Επιπλέον, η σταδιακή μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από το εθνικό κράτος σε υπερεθνικές δομές δημιουργεί φόβους σε όλους εκείνους που έχουν ταυτίσει το αστικό εθνικό κράτος με τη δημοκρατία. Καθόλου μικρής σημασίας δεν είναι και η φυσιολογική αντίδραση που προκαλεί η σταθερή επίδειξη ισχύος και η αυτοκρατορική συμπεριφορά από την πλευρά των ΗΠΑ, μοναδικής υπερδύναμης αλλά και βασικού παράγοντα καθοδήγησης της παγκοσμιοποίησης. Τέλος, η επίκληση από το «κίνημα» κοινωνικών και οικολογικών αιτημάτων, που συνδέονται με το φαινόμενο της ανεξέλεγκτης καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διατήρησης ή διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων ενισχύει την κοινωνική του αποδοχή. (Ωστόσο, μέρος της αποδοχής αυτής δεν είναι παρά θεαματικό και παθητικό: Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κάλυψη από τα εγχώρια μήντια των γεγονότων της Γένοβας το 2001, όπου ενσωματώθηκε ο λόγος περί «αυτοκρατορίας» και η ανέξοδη αγανάκτηση για τη δράση των «πραιτοριανών» της.)

Τέλος, στην ανάπτυξη των κινήσεων αντίστασης συνέβαλε η πολυμορφία τους (και το γεγονός ότι όλες οι τάσεις μπορούσαν να εκφραστούν παράλληλα) και η απουσία ηγεμονίας (πολιτικής, οργανωτικής ή ιδεολογικής), στοιχεία που επέτρεψαν τη μαζικότητα, τον αιφνιδιασμό και επέβαλαν, σε γενικές γραμμές, την οριζόντια οργάνωση.

Από τη στιγμή που γεννιέται μία τέτοια διαδικασία αποκτά τη δική της δυναμική και παύει να είναι απλώς η συνισταμένη των κινημάτων που εμπεριέχει. Κι όσο παραμένει ρευστή και ανεξέλεγκτη είναι ελπιδοφόρα – κάτι που η εξουσία έχει ήδη καταλάβει: γι’ αυτό και η ένταση της καταστολής στο Γκέτεμποργκ και τη Γένοβα, η διενέργεια συνόδων σε ερήμους (ή στη Χαλκιδική), αλλά και η συνεχιζόμενη προσπάθεια διαχωρισμού των διαδηλωτών σε «καλούς» και «κακούς» και η προώθηση των «ειρηνικών και συντεταγμένων αντιδράσεων».

β. δίκτυα και παγίδες

Ένα τέτοιο πλήθος αποτελεί σοβαρή δοκιμασία για τον άνθρωπο. Συγκεντρώνεται για να πιστοποιήσει την κοινή του μοίρα όπου οι προσωπικές διαφοροποιήσεις έχουν γίνει ασήμαντες. Αυτή η μοίρα αποτελείται, όσον αφορά τη μνήμη του ίδιου του πλήθους, από συνεχείς στερήσεις και εξευτελισμό. Ωστόσο οι ορέξεις του δεν έχουν ατροφήσει! Ένα και μόνο ζευγάρι μάτια που συναντάς σ’ αυτό το πλήθος είναι αρκετό για να σου αποκαλύψει την έκταση των ενδεχόμενων απαιτήσεων. Και οι περισσότερες από αυτές τις απαιτήσεις θα ικανοποιηθούν δύσκολα. Αναπόφευκτα αυτή η αναντιστοιχία θα οδηγήσει στη βία: τόσο αναπόφευκτα όσο το πλήθος θα βρίσκεται αδυσώπητα εκεί. Έχει συγκεντρωθεί για να απαιτήσει το αδύνατο. Έχει συγκεντρωθεί για να εκδικηθεί την αναντιστοιχία. Έχει ανάγκη να ανατρέψει την τάξη που έχει ορίσει και διαχωρίσει το εφικτό από το ανέφικτο εις βάρος του, από γενιά σε γενιά.

Αν και η δικτύωση μεταξύ των διάφορων ακτιβιστών-επικριτών της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης άρχισε από την εποχή ακόμα των κινήσεων για τη συμπαράσταση στους Ζαπατίστας, η συγκρότηση του πρώτου διεθνούς δικτύου ακτιβιστών, της Παγκόσμιας Λαϊκής Δράσης (People’s Global Action - PGA), πραγματοποιήθηκε μετά το πέρας της δεύτερης διηπειρωτικής συνάντησης στην Ισπανία το 1997. Η PGA ιδρύθηκε από οργανώσεις διαφορετικών προσανατολισμών, όπως το ινδικό αγροτικό κίνημα KRRS, το κίνημα ακτημόνων της Βραζιλίας MST, την ισπανική αναρχοσυνδικαλιστική συνομοσπονδία CNT, το κίνημα των ιταλικών αυτόνομων κοινωνικών κέντρων, την οικολογική οργάνωση Earth First! κλπ. Βασικές της αρχές η αντίθεση προς όλους τους θεσμούς του ελεύθερου εμπορίου, η αντίθεση σε κάθε σύστημα καταπίεσης και κυριαρχίας, η άμεση δράση, η οικοδόμηση εναλλακτικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης και η αυτόνομη και αποκεντρωμένη λειτουργία των επιμέρους συλλογικοτήτων που το απαρτίζουν. Η PGA αποτέλεσε μία μονάχα από τις διαφορετικές συλλογικότητες-δίκτυα που οδήγησαν τελικά στην δημιουργία του «κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση», και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των μορφών οργάνωσης και δράσης που χαρακτήρισαν τις διεθνείς εκδηλώσεις του, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της συνάντησης στη Γένοβα, το καλοκαίρι του 2001.

Η δικτύωση, αναγκαία απέναντι σ’ έναν παγκόσμια δικτυωμένο εχθρό, επιχειρεί να γεφυρώσει ή να υπερβεί τις αντιθέσεις ανάμεσα στην τοπική και τη διεθνή δράση, αντιθέσεις που συν τοις άλλοις επικαθορίζονται από το λόγο της εξουσίας – τη διαμεσολάβηση των κυρίαρχων μήντια.

Η τοπική δράση έχει συχνά χαρακτήρα βαρετό, ατελείωτες ώρες συζητήσεων, απουσία από την «κεντρική σκηνή» των μήντια, αλλά και επιμονή, καθημερινότητα, σχέσεις πρόσωπο με πρόσωπο. Τα αποτελέσματά της «χάνονται» στο βάθος του χρόνου και συχνά παραμένουν περιθωριακά – αφορούν κυρίως τους δρώντες και κινούνται στο σκοτάδι της δημοσιότητας.

Η διεθνής δράση, από την άλλη, παίρνει χαρακτήρα γιορτής, είναι κεντρική, μαζική, τα μήντια είναι εκεί, το θεαματικό έχει διαβρώσει και πλήθος συμμετεχόντων. Η αποτελεσματικότητά της δεν βρίσκεται τόσο στους στόχους που θέτει –τη ματαίωση των συνόδων κορυφής– όσο στη φανέρωση μιας χαοτικής δύναμης που δίνει κουράγιο στους διαδηλωτές και ανησυχεί την εξουσία.

Για τους περισσότερους συμμετέχοντες, βέβαια, οι λίγες ημέρες ενός παγκόσμιου ραντεβού αποτελούν μια στιγμή της πορείας τους, της καθημερινής τους συμμετοχής σε συλλογικότητες, μια στιγμή της δράσης τους. Αλλιώς θα ήταν ένα επαναστατικό λούνα-παρκ σαν αυτό που θέλουν να παρουσιάζουν τα μήντια: με εντυπωσιακές εικόνες καταστροφής, με έμφαση στις στιγμές στρατιωτικής σύγκρουσης, σε διαρκή απόσταση από τα γιατί και τα πώς της αντίστασης.

Αν όμως η πολυμορφία, η ενότητα στη διαφορά και η αποκεντρωμένη και αντιιεραρχική λειτουργία ήταν αρχικά το ζητούμενο, η εξέλιξη την τελευταία διετία, με κομβικό σημείο τη Γένοβα τον Ιούλιο του 2001, υπήρξε διαφορετική: ο διαχωρισμός των διαδηλωτών σε «καλούς» και «κακούς», αλλά και η εμφάνιση αυτόκλητων ηγετών και διαμεσολαβητών με τους θεσμούς υπονόμευσαν την αποδοχή και τη συνεργασία μεταξύ των διαφορετικών συνιστωσών του «κινήματος». Οι συναντήσεις στο Πόρτο Αλέγκρε και η συγκρότηση του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ εκφράζουν την επιστροφή της ρεφορμιστικής Αριστεράς και την επίσημη παρέμβασή της για την απόκτηση ηγεμονίας και τη μετατροπή των κινημάτων σε ανώδυνο μπλοκ συνομιλητών των πρωτεργατών του παγκόσμιου κεφαλαίου. Για να το πούμε πιο απλά, η πολυμορφία κινδυνεύει απ’ αυτούς που επιδιώκουν να αναλάβουν την καθοδήγηση των κινημάτων, να τα ενσωματώσουν σε θεσμούς, να επιστρέψουν στην παραδοσιακή πολιτική. Αλλά κι από όσους υποκύπτουν στη θεαματική γοητεία των «συγκρούσεων», ξεχνώντας το λόγο και το διάλογο μεταξύ των συλλογικοτήτων που συμμετέχουν.

Πώς μπορούν να επηρεάζουν δημιουργικά τα κινήματα το ένα το άλλο; Η παράδοση της αντίστασης –του αρνητικού, θα έλεγε κάποιος– δείχνει λεπτά κόκκινα νήματα που ενώνουν, και ότι όσοι μπόρεσαν τις καίριες συνθέσεις βγήκαν νικητές. Στη σημερινή φάση, και με δεδομένο ότι δεν έχουμε τη μαγική συνταγή, η θετική επιρροή κι οι συναντήσεις μπορεί να προκύψουν από την εξερεύνηση των στοιχείων αυτής της πολυμορφίας – κυρίως όσων συνιστούν αιφνίδιο λόγο και μη ενσωματώσιμη δράση.

γ. σε πρώτο πληθυντικό

Τα οδοφράγματα βρίσκονται ανάμεσα στους υπερασπιστές τους και τη βία που καταφέρεται εναντίον τους σ’ ολόκληρη τη ζωή τους. Δεν μετανιώνουν για τίποτα γιατί αυτό που βαδίζει τώρα εναντίον τους είναι η πεμπτουσία του παρελθόντος. Στη δική τους πλευρά του οδοφράγματος βρίσκεται ήδη το μέλλον.

Γνωρίζουμε ότι πλέουμε μέσα στην ιστορία – και κουβαλάμε ποικίλους προγόνους, πίκρα κι αγάπη. Τα ρεύματα αντίστασης στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση είναι υπαρκτά και είναι αναγκαία κι επιθυμητά. Έρχονται από μακριά, από τις παγωμένες χώρες – λιωμένο χιόνι. Κι είμαστε μέρος τους, επειδή μας αφορά η αντικαπιταλιστική και αντιθεσμική δράση και η αντιιεραρχική αυτοοργάνωση – και υπάρχει ανάγκη αλλά και χώρος να τις προτάξουμε.

Κι επειδή ψυχανεμιζόμαστε την ανάγκη ύπαρξης μιας νέας γλώσσας (δηλαδή μιας νέας πράξης), κοινής και αιφνίδιας, που κατανοώντας το μικρό και το μεγάλο, την καθημερινή αλλοτρίωση και το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, μπορεί να νικήσει· κι ακόμη, επειδή ψυχαναγκαζόμαστε από την παραγωγή θανάτου, αλλά είμαστε σε θέση να φανταστούμε έστω πώς θέλουμε να ζήσουμε.

[Με πλάγια στοιχεία αποσπάσματα από το βιβλίο G. του Τζων Μπέρτζερ]

 

Μαζί ή χώρια;

Άλλο ATTAC κι άλλο ΕΠΙΘΕΣΗ

Η αρχική ευδαιμονία που προκάλεσε η επανεμφάνιση μίας κοινωνικής κινητοποίησης διεθνικών διαστάσεων, η οποία πήρε συμβατικά τον τίτλο του «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης», αλλά και τα χαρακτηριστικά της κινητοποίησης (πολυμορφία, απουσία σαφούς ηγεμονίας, μαζικότητα, αυθορμητισμός, οριζόντια οργάνωση), έχει ήδη αρχίσει να υποχωρεί. Τα γεγονότα της Γένοβας το 2001 και η δεύτερη συνδιάσκεψη του Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε την ίδια χρονιά αποτέλεσαν κομβικά σημεία που αφαίρεσαν πλέον πολλές από τις ελπίδες ή ψευδαισθήσεις μας για την «αγνότητα» και, κυρίως, την «ενότητα» του κινήματος. Η ανάληψη της «ηγεσίας» του κινήματος στη Γένοβα από τους αρχηγίσκους του Ιταλικού Κοινωνικού Φόρουμ, η συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων στην πόλη και η καταδίκη των «εξτρεμιστών» αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την συμπόρευση όλων των συνιστωσών του πολύμορφου αυτού κινήματος ή τη μεταξύ τους ανοχή. Η εμπειρία του Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας σηματοδότησε πλήρως αυτή τη στροφή, με την ATTAC και τις αντίστοιχες ΜΚΟ να αυτοπροβάλλονται ανοιχτά ως ηγετικές δυνάμεις του κινήματος κατά της «νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης», όπως οι ίδιες αντιλαμβάνονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, και να αναλαμβάνουν το ρόλο του υπερασπιστή του κράτους ως εγγυητή της κοινωνικής και οικονομικής δικαιοσύνης. Παράλληλα, οι ίδιες οργανώσεις ήταν αυτές που έσπευσαν, τόσο στην περίπτωση της Γένοβας όσο και του Πόρτο Αλέγκρε να ξεκαθαρίσουν ότι «δεν θέλουν να τρομάξουν τους πολιτικούς» και ότι επιδίωξή τους είναι η συνδιαλλαγή με τις οικονομικές ελίτ (όπως φάνηκε και από τις εντυπωσιακές τηλεσυνδιασκέψεις μεταξύ Κοινωνικού Φόρουμ και ΠΟΕ). Ταυτόχρονα προβάλλουν το ιδανικό της «κοινωνίας των πολιτών» (έννοια που αγνοεί τις ταξικές διακρίσεις, συνενώνει αφεντικά και εργαζόμενους, και θυμίζει τις αντίστοιχες ιδεολογικές εμπνεύσεις του μεσοπολέμου για το συνεταιριστικό κράτος), την οποία θεωρούν ικανή να ελέγξει το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλισμού.1

Ποιοι είναι αυτοί που συγκροτούν όλες αυτές τις διεθνικές οργανώσεις και ποιοι τις χρηματοδοτούν είναι λίγο πολύ γνωστό: Η ΑΤΤΑC αποτέλεσε πρωτοβουλία της γαλλικής εφημερίδας Monde Diplomatique και Ευρωπαίων και Αμερικάνων διανοούμενων της σοσιαλδημοκρατίας, με βασικό στόχο την προώθηση του «φόρου Τόμπιν», την επιβολή δηλαδή ενός φόρου 0,1% επί των κινήσεων κεφαλαίου στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές, που αναγορεύτηκαν ως βασικές υπεύθυνες της παγκόσμιας φτώχειας και οικονομικής ανισότητας. Οι διαδικασίες του Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε χρηματοδοτήθηκαν από ευγενή ιδρύματα όπως το Ford Foundation, και διαφημίστηκαν ανοιχτά ακόμη και από την Παγκόσμια Τράπεζα. Το Κοινωνικό Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε διαδέχτηκε, με πρωτοβουλία της ιταλικής αντιπροσωπείας, η συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, που εστιάζει κι αυτό στο «νεοφιλελεύθερο» χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης, και το οποίο χαρακτηρίστηκε εύστοχα ως «Ελντοράντο των ρεφορμιστών σοσιαλιστών και των ηθικιστών».2

Η επικράτηση των ρεφορμιστικών τάσεων στα διεθνή φόρα εναντίον της παγκοσμιοποίησης δεν ήταν, βέβαια, ο μοναδικός λόγος της κρίσης στο εσωτερικό του κινήματος. Η ενεργοποίηση της (δια)κρατικής τρομοκρατίας έπαιξε εξίσου σημαντικό ρόλο. Η 11η Σεπτεμβρίου και οι αντιδράσεις που ακολούθησαν δεν ήταν η αρχή, παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα. Η στροφή της καπιταλιστικής εξουσίας προς περισσότερο βίαιη αντιμετώπιση των αμφισβητιών της είχε αρχίσει νωρίτερα και έγινε ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση της κινητοποίησης στο Γκέτεμποργκ και κυρίως στη Γένοβα, όταν οι αρχές προχώρησαν σε μία άνευ προηγουμένου, για τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, καταστολή, παραβιάζοντας συλλήβδην ακόμα και τα στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα των διαδηλωτών, δικαιώματα που απορρέουν από τους ίδιους τους θεσμούς, τους οποίους ο «αγώνας εναντίον της τρομοκρατίας» υποτίθεται ότι προστατεύει. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, βέβαια, οι εξελίξεις στον τομέα των παραβιάσεων αυτών των πολιτικών δικαιωμάτων και της κρατικής τρομοκρατίας είναι ραγδαίες: συλλήψεις και κρατήσεις χωρίς την απαγγελία κατηγοριών, φυλακίσεις χωρίς τη δυνατότητα νομικής υπεράσπισης, αλλά και θεσμοποίηση της παρακολούθησης της τηλεφωνικής και ηλεκτρονικής επικοινωνίας, απαξίωση των κανόνων του αστικού και διεθνούς δικαίου, κυνισμός, τρομολαγνεία και προσπάθεια εγκληματοποίησης της αντίστασης (για να αναφερθούμε και στην πρόσφατη ελληνική εμπειρία). Το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», ή καλύτερα οι ρεφορμιστικές του συνιστώσες, αντέδρασαν αμυντικά και ενίοτε απολογητικά απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις. Κι έτσι σήμερα, από την κριτική της βαρβαρότητας της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης διολισθαίνει σταθερά προς την υπεράσπιση των πολιτικών δικαιωμάτων, που υποτίθεται ότι διασφαλίζονται στα καθεστώτα της αστικής δημοκρατίας.

Greek –reformist– salad

Οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας και της ελληνικής παράδοσης των κινημάτων κριτικής στο καπιταλιστικό σύστημα έγιναν ιδιαίτερα εμφανείς στον τρόπο που αντιμετωπίστηκε στη χώρα το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης». Η απουσία υπολογίσιμου κινήματος βάσης, η περιορισμένη διάδοση των ΜΚΟ και της ηθικής του εθελοντισμού και, ταυτόχρονα, η μονοπώληση σχεδόν της «κριτικής» του συστήματος από κόμματα και οργανώσεις της ρεφορμιστικής και σταλινικής Αριστεράς καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και την ελληνική εκδοχή του «κινήματος». Από την πλευρά του, ο χώρος των αντιεξουσιαστών-αναρχικών έκανε αισθητή την παρουσία του στις κινητοποιήσεις της Πράγας και της Γένοβας, περισσότερο όμως σε θεαματικό και συμβολικό επίπεδο.

Αρχικά, η ελληνική Αριστερά ενεπλάκη στο «κίνημα» αποσπασματικά και χωρίς κοινή πλατφόρμα: κάθε παράταξη επιχείρησε να προβάλει την παρουσία της στις διεθνείς συναντήσεις, προκειμένου να ενισχύσει το «αγωνιστικό κύρος» της στο εσωτερικό. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία κοινής πλατφόρμας και ενός φόρουμ-ομπρέλας όλων των επιμέρους κομμάτων, οργανώσεων και συνδικάτων άρχισαν μετά την Πράγα και υλοποιήθηκαν μετά τη Γένοβα. Το ελληνικό τμήμα της ΑΤΤΑC ιδρύθηκε στις αρχές του 2002, βασικά από γραφειοκρατικά συνδικάτα, τη ΓΣΕΕ, το Συνασπισμό, τις εφημερίδες Αυγή και Εποχή, πανεπιστημιακούς όπως ο Κ. Βεργόπουλος κλπ. Η ίδρυσή του παρουσιάστηκε μάλιστα ως ιδιαίτερα ελπιδοφόρα εξέλιξη στο χώρο της ελληνικής Αριστεράς και ως ευκαιρία ανανέωσης του κοινωνικού της προσώπου (δηλαδή ως ευκαιρία στρατολόγησης και συσπείρωσης στα γρανάζια του ρεφορμισμού ανθρώπων που εξακολουθούν να ανησυχούν για τις οικολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του καπιταλισμού, και που επιθυμούν να κάνουν κάτι γι’ αυτό). Παράλληλα, και ενόψει της Συνδιάσκεψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2003, οργανώνεται το ελληνικό Τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, με τη συμμετοχή όχι μόνο των εργατοπατέρων και γραφειοκρατών της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και αρκετών φορέων της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Συμμετέχει επίσης το Δίκτυο για την Υπεράσπιση των Πολιτικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που, από την άποψη του στελεχικού δυναμικού, δείχνει να πρωταγωνιστεί στις πρωτοβουλίες για την οργάνωση του Φόρουμ. Για τους γνώστες όλων αυτών των συσσωματώσεων, το Κοινωνικό Φόρουμ αποτελεί άλλη μία συλλογή σφραγίδων, χωρίς κανένα κοινωνικό αντίκρισμα: εργατικά κέντρα, συνδικάτα, κομματικές νεολαίες και οργανώσεις (που στην πορεία π.χ. της Πρωτομαγιάς 2002 στη Θεσσαλονίκη συγκέντρωναν με το ζόρι καμιά διακοσαριά άτομα)· ανάμεσά τους βρίσκονται και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, που δηλώνει κι αυτό τμήμα της ευρύτερης Αριστεράς.

Για την πολιτική νομιμοποίηση της συμμετοχής των παραπάνω παραγόντων ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό και εκείνοι οι φορείς της Αριστεράς, που μάχονται κατά των θεσμών της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας, και οι οποίοι επέλεξαν τη συστράτευση μαζί τους, χάριν της «ενότητας του κινήματος».3 Η επιλογή αυτή, είτε βασίζεται στη λογική του «εισοδισμού» λογική που ιστορικά αποδείχθηκε πάντοτε ατυχής για οποιαδήποτε επαναστατική κίνηση είτε στην ελπίδα της ευρύτερης κοινωνικής απεύθυνσης, οδηγεί αναπόφευκτα στην ταύτιση των φορέων αυτών με τη ρεφορμιστική κριτική στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Ταυτόχρονα, όμως, αποδυναμώνει τη δυνατότητα συγκρότησης ενός συγκροτημένου ελευθεριακού κινήματος αντίστασης, με σαφή αντιιεραρχικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.

Το παραπάνω τσίρκο παρακολουθεί, λίγο καθυστερημένα είναι αλήθεια και με εξαιρετικές επιφυλάξεις, και το ΚΚΕ. Εδώ τα πράγματα ήρθαν κάπως περίεργα, αλλά το Κόμμα έδειξε και πάλι τις δυνατότητές του να οικειοποιείται τους αγώνες των άλλων. Αρχικά το ΚΚΕ είχε αποστασιοποιηθεί όχι μόνο από το «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης» αλλά και από τον ίδιο τον όρο «παγκοσμιοποίηση», τον οποίο θεωρούσε «ένα από τα πάμπολλα ιδεολογήματα που διοχετεύθηκαν μετά την αντεπανάσταση στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού».4 Εν ολίγοις, το Κόμμα θεωρούσε και θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της σημερινής παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής πραγματικότητας είναι τα ίδια με εκείνα των αρχών του αιώνα, που ο Λένιν περιέγραψε ως «ιμπεριαλισμό». Το Κόμμα στάθηκε κριτικό απέναντι στα «μικροαστικά ιδεολογικά ρεύματα του κινήματος» και επέκρινε μάλιστα το ΠΑΣΟΚ και το Συνασπισμό (όχι αδικαιολόγητα), επειδή, ενώ έσπευσαν να υμνήσουν την κινητοποίηση της Γένοβας, αγνοούσαν την ανάπτυξη των κινημάτων σε εθνικό επίπεδο. Τα δεδομένα άλλαξαν βέβαια ενόψει της Συνδιάσκεψης της Ε.Ε. στη Θεσσαλονίκη, που αναπόφευκτα θα προκαλέσει νέα διεθνή κινητοποίηση στην πόλη μας. Το Κόμμα δεν άργησε να διακρίνει τις νέες δυνατότητες κομματικής επίδειξης και στρατολόγησης. Γι’ αυτό και δημιούργησε τη μετωπική οργάνωση (κοινότυπη τακτική, πλην όμως πολλάκις επιβραβευθείσα), με το όνομα «Δράση: Θεσσαλονίκη 2003» και με στόχο, «με τις παρεμβάσεις και τις δράσεις της να συμβάλει ώστε να αναπτυχθεί ένα πολύμορφο κίνημα που θα ριζώνει και θα αναπτύσσεται στους χώρους δουλειάς, τους τόπους κατοικίας, τα χωριά, που θα αγκαλιάσει τους μαζικούς φορείς της πόλης μας, της χώρας μας. Η επιδίωξή μας είναι... να στείλουμε όλοι μαζί ένα μήνυμα Αντίστασης, Αντεπίθεσης, Ρήξης με τη Νέα Τάξη».5 Πρόσφατα, μάλιστα, το Κόμμα αποφάσισε να στείλει μόνο του αυτό το μήνυμα, αποφεύγοντας τη συνεργασία με το Κοινωνικό Φόρουμ, πιθανότατα επειδή διαπίστωσε την αδυναμία του να το ελέγξει.

Η παρουσία του ΚΚΕ στην κινητοποίηση του Ιουνίου αποτελεί ένα νέο δεδομένο στις εκδηλώσεις του «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης»: για πρώτη φορά ένα σταλινικό κόμμα θα κυριαρχεί αριθμητικά σε μία τέτοια διεθνή συνάντηση. Για εκείνους που ενδιαφέρονταν για τις κινήσεις αντίστασης στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό ακριβώς λόγω των πολύμορφων, χαοτικών και αντιιεραρχικών τους χαρακτηριστικών, γίνεται πλέον σαφές ότι στη Θεσσαλονίκη δεν θα ’χουν να αντιμετωπίσουν μονάχα τους ηγετίσκους της σοσιαλδημοκρατίας και τους «εναλλακτικούς μάνατζερ» των ΜΚΟ, γνωστούς και από τις προηγούμενες διεθνείς κινητοποιήσεις, αλλά και τους θιασώτες του σταλινισμού, που στη χώρα μας διατηρούν ακόμη κάποια επιρροή σε εργασιακούς και συνδικαλιστικούς χώρους.

Το στοίχημά μας

Οι κινητοποιήσεις ενόψει της συνόδου της ΕΕ στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 2003 αποτελούν ευκαιρία και αφορμή νέων συναντήσεων για τις συλλογικότητες και τα πρόσωπα που επιθυμούν να θέσουν σε ευρεία κλίμακα τα ζητήματα της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και του κρατικού αυταρχισμού. Αποτελούν ευκαιρία για να τεθούν οι βάσεις όχι μόνο για την άμυνά μας απέναντι στην εντεινόμενη και νέων διαστάσεων (δια)κρατική τρομοκρατία αλλά και για τη δική μας αντεπίθεση, με στόχο πρώτα απ’ όλα τη δημιουργία «θεσμών ελευθερίας», που τόσο ανάγκη έχουν τα κοινωνικά κινήματα αυτού του τόπου, και την ανταγωνιστικότητα της ελευθεριακής σκέψης και δράσης στο κοινωνικό περιβάλλον. Η προσπάθεια αυτή οφείλει να ξεπεράσει τις ιδεολογικές αγκυλώσεις, τους χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα βερμπαλισμούς, τη λογική της γκετοποίησης και αυτοπεριθωριοποίησης χάριν της ιδεολογικής καθαρότητας. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται τη συστράτευση με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Η συμμετοχή μας οφείλει να διατηρεί ως βασικά χαρακτηριστικά τη σαφή άρνηση του καπιταλισμού και των εξουσιαστικών θεσμών, διαφορετικά ο κίνδυνος της ενσωμάτωσης στη λογική της μεταρρύθμισης και «διόρθωσης» του συστήματος (λογική που δεν δείχνει να οδηγεί ούτε καν σε αλλαγή του «νεοφιλελεύθερου» χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης) είναι προφανής. Η «ενότητα του κινήματος» μπορεί να απασχολεί εκείνους που «δεν θέλουν να τρομάξουν τους πολιτικούς»· οι υπόλοιποι ας μείνουμε μαζί.


Έξοδος: Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2003

Η διάνοιξη της οδού Ολυμπιάδος έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, την περίοδο της χούντας. Μέχρι τότε νότιο σύνορο της Άνω Πόλης ήταν η οδός Κασσάνδρου· από ’κει και πάνω απλωνόταν ένα πολύπλοκο δίκτυο στενών, αδιεξόδων, χαλασμάτων, σπιτιών που έμπαιναν το ένα μέσα στ’ άλλο. Ένας τυπικός πολεοδομικός λαβύρινθος, που επιπλέον κατοικούνταν από φτωχολογιά, πρόσφυγες στην πλειοψηφία, που δεν είχαν κανένα λόγο να τα ’χουν καλά με την εξουσία. Ανεξέλεγκτη περιοχή.

Διόλου τυχαία, στη διάρκεια της κατοχής, οι γερμανοί έλεγχαν ουσιαστικά μονάχα την οδό Ακροπόλεως, το δρόμο που οδηγούσε στις φυλακές του Γεντή Κουλέ. Η υπόλοιπη συνοικία ήταν στα χέρια της Αντίστασης, και από ’δω κατέβηκαν έφιπποι αντάρτες με την απελευθέρωση.

(Η πόλη είναι η αποτύπωση των κοινωνικών σχέσεων στο έδαφος· και η πολεοδομία είναι ένα εργαλείο της εξουσίας, με το οποίο ορίζει το χώρο, τον διαχωρίζει και τον ελέγχει. Ιδίως μετά την ανάπτυξη των πόλεων που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση, η πολεοδομία χρησιμοποιείται συνειδητά με σκοπό την αποδυνάμωση του «εντός των τειχών» εχθρού. Αποδυνάμωση διά της απομόνωσης και του κατακερματισμού των κοινωνικών σχέσεων, τον καιρό της «ειρήνης»· διά της διευκόλυνσης της καταστολής, τον καιρό της αναταραχής.

Από νωρίς έγινε κατανοητό ότι οι ευθείς δρόμοι επιτρέπουν την επόπτευση και κατοχή του χώρου – και σε στιγμές κρίσης είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη των στρατευμάτων. Η ορθογώνια ρυμοτομία έγινε κανόνας στον πολεοδομικό σχεδιασμό και οι διαπλατύνσεις πρόσφεραν τους δρόμους τόσο στην ιδιωτεία των αυτοκινήτων όσο και στις εκάστοτε μονάδες αποκατάστασης της τάξης.

Όμως όλα αυτά είναι μάλλον γνωστά.)

Με τη διάνοιξη της οδού Ολυμπιάδος τα σύνορα της Άνω Πόλης μετατοπίζονται ελάχιστα βορειότερα. Όμως αυτό το «ελάχιστα» –όπως συχνά συμβαίνει– είναι κρίσιμο. Η Άνω Πόλη απομακρύνεται από την άμεση γειτνίαση αφενός με το Διοικητήριο στα δυτικά (σημείο καίριο πραγματικής και συμβολικής εξουσίας) και αφετέρου με τον κόμβο της Ευαγγελίστριας και τα πανεπιστήμια στα ανατολικά (μια ακόμη φτωχογειτονιά, δηλαδή, κι ένα δυνάμει κέντρο αναταραχών).

Για το σύνολο της Άνω Πόλης θα φροντίσει στη συνέχεια η μεταπολίτευση, που επιβάλει όρους δόμησης και τα νεο-γραφικά μοντέλα κατοικιών, ελπίζοντας στην αναβάθμιση της περιοχής με την προσέλευση οικιστών-τουριστών – υψηλότερων, σχετικά, εισοδημάτων. Το σχέδιο μισοπετυχαίνει.

Ωστόσο, η ρυμοτομία και η πυκνότητα δόμησης, στοιχεία που δυσκολεύουν τον έλεγχο της περιοχής, δεν αλλάζουν. Σ’ αυτά έρχονται να προστεθούν την τελευταία δεκαετία νέοι κάτοικοι (μετανάστες και ιθαγενείς), που βρίσκουν φτηνά νοίκια στα παλιά σπίτια.

Στις πόλεις όπου πραγματοποιήθηκαν σύνοδοι και διαδηλώσεις ενάντια σ’ αυτές, έκανε την εμφάνισή του ένας νέος όρος: κόκκινη ζώνη, η απαγορευμένη πόλη, το περιτειχισμένο κέντρο της εξουσίας, το κενό νοήματος που αυτοθαυμάζεται. (Εκτός κι αν νόημα είναι η συνειδητή παραγωγή θανάτου· αλλά δεν νομίζουμε.) Η καθημερινή εμπειρία γνωρίζει, επίσης, ότι κόκκινες ζώνες δεν είναι μόνο οι έκτακτοι αυτοί αποκλεισμοί. Κάθε ταυτότητα, που συγκροτείται αποκλείοντας μονίμως τους άλλους, τους ξένους, προσπαθεί –μάταια– να ακινητοποιήσει το χρόνο, να αρνηθεί την ιστορία. Ο κόσμος του εμπορεύματος, η ψευδής απάντηση στο φόβο, επιλέγει για μας τους τρόπους και τους τόπους, διευρύνοντας απεριόριστα τις κόκκινες ζώνες.

Η κόκκινη ζώνη είναι μια λίμνη φόβου.

Γιορτή, αντίθετα, είναι η προσωρινή συρροή των επιθυμιών. Και οι επιθυμίες είναι ενάντια σ’ αυτόν τον κόσμο.

Σε μια μάχη, βασική προϋπόθεση της νίκης είναι η πρωτοβουλία στην επιλογή του τόπου και του χρόνου.

Η απόσπαση χώρων και χρόνων από την κυριαρχία απαιτεί ενεργοποίηση της μνήμης, γνώση των συνόρων, ανίχνευση του εδάφους, φαντασία. Κι η φαντασία βρίσκει λοξά το στόχο της· η ευθεία επιθυμία χαράζει τεθλασμένους δρόμους.

Όσο προσωρινή κι αν είναι αυτή η απόσπαση, γίνεται πάντα ένα πρίσμα που φωτίζει με ιδιαίτερη ένταση αυτό που θα μπορούσε να υπάρχει.


σημειώσεις:

1 Βλ. το άρθρο του Τ. Φωτόπουλου, «Πόρτο Αλέγκρε και ρεφορμιστική Αριστερά», στο Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 4 (2002), σ. 24.

2 Φωτόπουλος, ό.π., σ. 26.

3 Χαρακτηριστικά αυτής της επιλογής είναι τα σχετικά άρθρα στο Δελτίο Θυέλλης, του Δικτύου Κινήσεων για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, στο αφιέρωμα με τον τίτλο, «Νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», Ιούλιος 2001, σ. 18, 74. Εδώ, ο επιθετικός προσδιορισμός υποδηλώνει και τη στρατηγική του Δικτύου, παρά τη σαφή αντικαπιταλιστική τοποθέτηση που ακολουθεί στην ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία των συγγραφέων του.

4 Η ανεπανάληπτη αυτή διατύπωση βρίσκεται στο θεωρητικό όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, Κομμουνιστική Επιθεώρηση, 2 (2002), σ. 115.

5 Βλ. www.action-salonika2003.org/gr/