Μάης 2003 |
θεωρητικά κείμενα | |
Αυτόνομη Εργατική Πρωτοβουλία
Λέγοντας ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ, εννοούμε όλους εκείνους που μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι αναγκασμένοι να πουλούν την ικανότητα για εργασία (εργατική δύναμη) για να επιβιώσουν. Πέρα από την μισθωτή σχέση και τη μη κατοχή μέσων παραγωγής, ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της εργατικής τάξης είναι η μη συμμετοχή της στην διεύθυνση (καταμερισμός) της εργασίας των άλλων. Η διευθυντική θέση, ακόμα και όταν εμφανίζεται με τη μορφή της μισθωτής εργασίας, αφορά τμήματα που χωρίς να κατέχουν αναγκαστικά μέσα παραγωγής είναι πιο κοντά στο κεφάλαιο παρά στην εργατική τάξη. Το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής κατασκευάζει και διακινεί πρωτευόντως ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ και δευτερευόντως ΑΞΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ. Δηλαδή τα αγαθά, είτε πρόκειται για πράγματα, είτε για υπηρεσίες, υποδομές, γνώση κλπ εμφανίζονται καταρχήν και κυρίαρχα ως ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ και δευτερευόντως για να καλύψουν ανθρώπινες ανάγκες (πραγματικές ή μη). Η παραγωγή ενός εμπορεύματος μέσα στην καπιταλιστική σχέση εμπεριέχει όλη την ανθρώπινη εργασία, που αυτό χρειάζεται για να φτάσει στην στιγμή της πραγμάτωσης – κατάργησης ως εμπόρευμα. Τη στιγμή δηλαδή που μέσω της αγοροπωλησίας του μετατρέπεται από ανταλλακτική αξία σε αξία χρήσης, από εμπόρευμα σε αγαθό. Για να ΠΑΡΑΧΘΕΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑ ως εμπόρευμα απαιτείται όλη αυτή η εργασία π.χ. από την συλλογή της πρώτης ύλης έως την τοποθέτηση στο εμπορικό ράφι. Όλη αυτή η κοινωνικά αναγκαία εργασία για την παραγωγή του εμπορεύματος καθορίζει την ΑΞΙΑ του. Ο χρόνος της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας (και όχι η εργασία που κάθε φορά απαιτείται για να φτιαχτεί το εμπόρευμα) είναι και το μέτρο της αξίας του εμπορεύματος. Η αξία ενός εμπορεύματος σχετίζεται με την ΤΙΜΗ του, αλλά δεν την καθορίζει πλήρως, αυτή εξαρτάται και από άλλους παράγοντες. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ εννοούμε κάθε εργασία που εμπλεκόμενη στην καπιταλιστική παραγωγική σχέση παράγει κέρδος για το κεφάλαιο, το οποίο την χρησιμοποιεί ανεξάρτητα από τον τομέα παραγωγής που έχει επενδυθεί το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Η μισθωτή εργασία που πληρώνεται από ένα επενδυμένο κεφάλαιο με στόχο το κέρδος, και όχι από συσσωρευμένο πλούτο με στόχο την απόλαυση και την κάλυψη αναγκών είναι παραγωγική εργασία. Η ΥΠΕΡΑΞΙΑ που ιδιοποιείται το κεφάλαιο είναι η αξία της υπερεργασίας που παρέχει ο εργάτης στο κεφάλαιο. Είναι η απλήρωτη εργασία, η παραπάνω από την αναγκαία εργασία για την επιβίωση του εργάτη και την αναπαραγωγή της ικανότητας του για εργασία – εργατική δύναμη (τροφή, στέγη, κοινωνικό status, εξειδίκευση, γνώσεις και δεξιότητες που αφορούν την εργασία). Η μετατροπή της υπεραξίας σε επενδυμένο κεφάλαιο λειτουργεί πολλαπλασιαστικά για τα κέρδη των καπιταλιστών. Από την ίδρυση της Α' Διεθνούς μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση (περίπου) Στα πρώτα βήματα του καπιταλισμού, την περίοδο που συντελούνταν η πρωταρχική συσσώρευση, ο πλούτος που είχε μαζευτεί στην Ευρώπη από τις αποικίες δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί από τις προηγούμενες παραγωγικές σχέσεις. Η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων συντελείται από την ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων (βιομηχανική επανάσταση) και την βίαιη προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Τεράστιοι αριθμοί αγροτών εκδιώκονται από την ύπαιθρο προς τα βιομηχανικά κέντρα. Οι αγροτικές γαίες και κυρίως οι κοινοτικές μετατρέπονται σε λιβάδια. Παρόλη την ανάπτυξη των μηχανών, την συγκέντρωση αυτών και των εργατών σε μεγάλα εργοστάσια και την αποειδίκευση σε σχέση με προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής (βλ. μανιφατούρα, βιοτεχνία), οι εργάτες μέσα από την εμπειρία τους κατέχουν ένα μεγάλο κομμάτι της τεχνογνωσίας της παραγωγικής διαδικασίας. Δημιουργούνται νέα στρώματα ειδικευμένων εργατών. Η γνώση της παραγωγικής διαδικασίας περνάει στον καπιταλιστή μέσα από την εμπειρία του ειδικευμένου εργάτη. Πολλές φορές οι όποιες βελτιώσεις ακόμα και η βελτίωση των ίδιων των μηχανών είναι επίτευγμα της εμπειρίας και της δημιουργικότητας των εργατών. Οι εργάτες και κυρίως οι ειδικευμένοι νοιώθουν ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και πάνω σ’ αυτή τη βάση συγκροτούν ένα κοινωνικό, πολιτιστικό, πολιτικό μοντέλο. Η ηθική της εργασίας, η περηφάνια για την τάξη, αλλά και το επάγγελμα τους και τη μαστοριά τους Είναι ΚΑΙ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ. Πάνω σ’ αυτή τη βάση θα συγκεντρωθεί και η ταξική τους ταυτότητα. Μια ταυτότητα διεκδικητικών αγώνων που όμως βάζουν σ’ έναν άμεσο ορίζοντα τον έλεγχο της παραγωγικής διαδικασίας από τους ίδιους τους εργάτες. Πάνω σε αυτή τη βάση δημιουργούνται οι πρώτες εργατικές ενώσεις, οι εργατικοί μορφωτικοί σύλλογοι, οι σοσιαλιστικοί όμιλοι, κόμματα, οργανώσεις. Είναι η περίοδος των μεγάλων κατακτήσεων (π.χ. 8ωρο), αλλά και επαναστάσεων (Οκτωβριανή, Σπαρτακιστές). Από τα τέλη του 1920 έως τα τέλη του 1970 Ο Τεϊλορισμός-Φορντισμός, η γραμμή παραγωγής, με λίγα λόγια αυτό που ονομάστηκε ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ είναι η προσπάθεια του κεφαλαίου να αφαιρέσει ακόμα πιο πολύ την γνώση και την εμπειρία την οποία κατείχε η εργατική τάξη. Η παραγωγική διαδικασία κατατεμαχίζεται σε συγκεκριμένες εργασίες, χρονομετρείται και συγκεκριμενοποιείται σε επαναλαμβανόμενες μηχανικές κινήσεις. Η πρωτοβουλία, η παρέμβαση και η δυνατότητα βελτίωσης της παραγωγικής διαδικασίας από τον εργάτη εκμηδενίζονται. Ο εργάτης καθηλώνεται σε μια συγκεκριμένη θέση μέσα στην αλυσίδα παραγωγής. Το μόνο που ζητείται είναι να πιάνει και να αυξάνει τις νόρμες παραγωγής. Και η ελάχιστη δημιουργικότητα που είχε απομείνει στην εργασία καταστρέφεται. Οι μετακινήσεις και οι «νεκροί χρόνοι» ελαχιστοποιούνται, το ίδιο και η επικοινωνία των εργατών μεταξύ τους. Ο ένας δίπλα στον άλλον, αλλά ουσιαστικά απομονωμένοι για όλο το οχτάωρο. Τα εργοστάσια γιγαντώνονται και απασχολούν δεκάδες χιλιάδες εργάτες. Έχουμε περάσει στο μοντέλο του ΕΡΓΑΤΗ ΜΑΖΑ. Αποπροσωποποιημένος και μηχανοποιημένος όσο ποτέ άλλοτε αρχίζει να χάνει τα προηγούμενα χαρακτηριστικά που τον καθόρισαν σαν τάξη. Η ηθική της εργασίας, η επαγγελματική περηφάνια κονιορτοποιούνται μέσα στην μηχανή της τεράστιας βιομηχανίας. Ταυτόχρονα όμως το Νιου Ντίλ και ο Κεϋσιανισμός και η επέκταση του σ’ όλο τον δυτικό αλλά και ανατολικό καπιταλισμό, δημιουργεί ένα νέο πλέγμα εξάρτησης και πειθάρχησης της εργατικής τάξης με την διαμεσολάβηση του επίσημου συνδικαλισμού ή του κομματικού κράτους στην Ανατολική Ευρώπη. Το αντάλλαγμα που προσφέρει ο καπιταλισμός στους εργάτες είναι η συμμετοχή στην κατανάλωση των εμπορευμάτων, η σταθερότητα και η ασφάλεια της εργασίας, το πλέγμα των παροχών και των υπηρεσιών που προσφέρει το κράτος πρόνοιας. Όμως δεν θα αργήσουν σ’ Ανατολή και Δύση να δημιουργηθούν νέες αντιστάσεις και αμφισβητήσεις καθώς και νέες πολιτικές, πολιτιστικές και κοινωνικές ταυτότητες που θα συγκροτήσουν μια νέα ταξική συνείδηση. Αρχικά στην δεκαετία του 1950 (κυρίως στον γραφειοκρατικό καπιταλισμό της Αν. Ευρώπης) και με κορύφωση (και επέκταση σε Δυτ. Ευρώπη, ΗΠΑ, Ιαπωνία) στις δεκαετίες 1960, 1970 και με αιχμή τους νέους εργάτες. Η άρνηση της ηθικής της εργασίας οδηγεί στην άρνηση της εργασίας ως τρόπου ζωής και συγκρότησης της υποκειμενικότητας. Πλέον η ζωή αρχίζει μετά το 8ωρο. Η ίδια η εργασία γίνεται το πιο αδιάφορο κομμάτι της ζωής, σ’ αυτό σπαταλιέται η ελάχιστη αναγκαία δραστηριότητα. Το σαμποτάζ, η λούφα, το μπλοκάρισμα της αλυσίδας παραγωγής και το χαμήλωμα της εντατικοποίησης των χρόνων παραγωγής είναι τα νέα καθημερινά όπλα της ταξικής πάλης, που φυσικά στην όξυνση τους καταλήγουν στις άγριες απεργίες και τις καταλήψεις των εργοστασίων. Όμως αυτή η νέα ταξικότητα διοχετεύεται και έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Η άρνηση της εργασίας, η κινητικότητα, η εργασιακή περιπλάνηση μαζί με την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσφέρει το κράτος πρόνοιας (π.χ. επιδόματα ανεργίας κλπ) αποτελούν μια ευρύτερη κοινωνική αντεπίθεση στο πειθαρχικό μοντέλο του τεϊλορισμού-φορντισμού-κεϋσιανισμού. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 γίνονται προσπάθειες για την συγκρότηση νέων στρατηγικών του κεφαλαίου, που αντικαθιστώντας το προηγούμενο μοντέλο, θα είχαν την δυνατότητα να δώσουν μια νέα ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, να προωθήσουν ακόμα παραπέρα την καπιταλιστικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων σ’ όλο τον πλανήτη. Οι αδυναμίες του προηγούμενου μοντέλου πρέπει να γίνουν οι δυνατότητες του νέου. Τα σημεία της προηγούμενης αντεπίθεσης της εργατικής τάξης γίνονται τα σημεία εκκίνησης μιας νέας επίθεσης του κεφαλαίου εναντίον της. Με βασικούς πυλώνες: Η ευελιξία της παραγωγικής διαδικασίας από την μια επιβάλλει την εργασιακή πειθαρχία και μεγιστοποιεί την εκμετάλλευση της εργασίας, ενώ από την άλλη αποτελεί όρο οικονομικής επιβίωσης μέσα στη τάση για παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Ευελιξία λοιπόν στο πως, πότε, που και τι παράγουμε. Συνεχής ανατροφοδότηση δεδομένων από την αγορά. Μηδενικό στόκ εμπορευμάτων και αν είναι δυνατόν πρώτων υλών. Δυνατότητα άμεσης αλλαγής του παραγόμενου εμπορεύματος με την χρήση του υπάρχοντος εξοπλισμού και προσωπικού. Ευελιξία στο πόσους εργαζόμενους, που, πόσο και πως κάθε φορά απασχολεί. Για να εφαρμοστεί όμως αυτό το μοντέλο παραγωγής, που όλα θεωρούνται άμεσα αναλώσιμα χρειάζεται να καταργηθεί ή να περιοριστεί δραματικά το δίκτυο θεσμικών εγγυήσεων της εργασίας (μονιμότητα, επιδόματα ανεργίας, εγγυημένο εισόδημα, περιορισμοί απολαύσεων, συνδικαλιστικά δικαιώματα, συλλογικές συμβάσεις εργασίας κλπ) και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί ένας εφεδρικός στρατός ανέργων που να κάνει την «απειλή» πιο ορατή και άρα την αποδοχή του εκβιασμού πιο εύκολη. Ο εργάτης-μάζα του τεράστιου φορντικού εργοστασίου, προστατευόμενος από το κράτος πρόνοιας και με τις εγγυήσεις για τη θέση εργασίας του και την κοινωνική του ασφάλιση ως αντάλλαγμα για την συνεργασία του στην παραγωγική διαδικασία και την ταξική ειρήνη, καθηλωμένος σε μια συγκεκριμένη θέση της αλυσίδας παραγωγής, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο νέο παραγωγικό μοντέλο. Μαζί με την ευελιξία της παραγωγικής διαδικασίας και του παραγόμενου προϊόντος χρειάζεται και η ίδια η ευελιξία της εργασίας. Η ευελιξία των ικανοτήτων του εργάτη ώστε να ανταποκρίνεται στο κάθε φορά διαφορετικό αντικείμενο εργασίας. Όσο όμως ο εργάτης διαχέεται μέσα στην παραγωγική διαδικασία, τόσο η εμπειρία του γίνεται πολύτιμη και δεν χωράει πλέον στα δομημένα κουτάκια της «Επιστημονικής Οργάνωσης της Εργασίας». Το μοντέλο του Τογιοτισμού προσπάθησε να αξιοποιήσει αυτή ακριβώς την εμπειρία των εργατών. Να την διαχύσει μέσα στην επιχείρηση, να αυξήσει τις συνεργασίες και την συνάθροιση όλων αυτών των πολύτιμων γνώσεων που μπορούν να βοηθήσουν την αύξηση της παραγωγικότητας και την βελτίωση των μεθόδων παραγωγής, αλλά και των εμπορευμάτων. Στον τογιοτισμό τη θέση του καθηλωμένου και αδιάφορου «εξασφαλισμένου» εργάτη του φορντισμού παίρνει ένας κινητικός εργάτης ανάμεσα στα διάφορα στάδια της παραγωγής, ο οποίος πρέπει συνεχώς να ανανεώνει τις εργασιακές του ικανότητες (και είναι ο ίδιος υπεύθυνος γι’ αυτό), να συνεργάζεται παίρνοντας μέρος σε ομάδες εργασίας και κύκλους ποιότητας (που πολλές φορές αναιρούνε την κάθετη ιεραρχία του φορντικού εργοστασίου) για την βελτίωση της παραγωγικής μονάδας και να συμμετέχει στην κοινωνικής της ζωή εσωτερικεύοντας την επιτυχία ή την αποτυχία της. Αλλά αυτά φυσικά κάτω από μια διαρκή ανασφάλεια ότι εάν δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα πολύπλοκα και πολύπλευρα καθήκοντά του, θα είναι αυτός υπεύθυνος που θα βρεθεί χωρίς εργασία. Ο εργάτης απομαζικοποιείται και εξατομικεύεται στους όρους ύπαρξης μέσα στην παραγωγική διαδικασία, εξέλιξη, απολαβών, εργασιακών σχέσεων, ωραρίων, ασφαλιστικών δικαιωμάτων. -ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΟΣ ως προς την σχέση του με το αφεντικό -ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΕΝΌΣ ως προς την αίσθηση του συλλογικού υποκειμένου -ΕΛΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ ως προς τις σχέσεις εργασίας και τις απολαβές -ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ως προς κάθε φορά συγκεκριμένη εργασία, που ακόμα και αν δεν είναι προσωρινός, έτσι αισθάνεται ζώντας πάντα κάτω από αυτή την απειλή -ΑΝΑΣΦΑΛΗΣ ως προς τις όποιες κοινωνικές εγγυήσεις για το παρόν και το μέλλον του -ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΣ ως προς τον ελεύθερο χρόνο του και όπως αυτός προσαρμόζεται κάθε φορά από τις ανάγκες της παραγωγής. Αν στις δύο προηγούμενες φάσεις ο δευτερογενής τομέας και η παραγωγή των βιομηχανικών/μηχανικών υποδομών και διαρκών καταναλωτικών προϊόντων ήταν η αιχμή του δόρατος της καπιταλιστικής παραγωγής, που όμως συμπαρέσυρε και τους άλλους τομείς της παραγωγής, στην τωρινή φάση ο τριτογενής τομέας φαίνεται να γίνεται κομβικότερος. Ο ίδιος ο δευτερογενής
τομέας αποσυγκεντρωποιείται. Το φορντικό εργοστάσιο για να ανταποκριθεί
στις ευέλικτες μορφές παραγωγής διαχέεται μέσα στο χώρο (όχι μόνο του
εθνικού, αλλά και του παγκόσμιου) χρησιμοποιώντας τις υπεργολαβίες και
την ανάθεση τμημάτων της παραγωγής σε άλλες επιχειρήσεις. Με την βοήθεια
της πληροφορικής και των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών η συνεργασία του
διάχυτου εργοστασίου γίνεται δυνατή. Τμήματα της παροχής υπηρεσιών, που στις προηγούμενες φάσεις ανήκαν στο τομέα της αναπαραγωγής π.χ. υγειονομικές υπηρεσίες, εκπαίδευση, κοινή ωφέλεια, κοινωνικές υποδομές, και που το κόστος τους καλύπτονταν από το συσσωρευμένο κοινωνικό πλούτο, που διαχειριζότανε το κράτος, παραδίδονται στην άμεση εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο επενδύει άμεσα σ’ αυτούς τους τομείς, τους μετατρέπει σε εμπορεύματα και αποσκοπεί στο άμεσο κέρδος που παρέχει η υπεραξία της παραγωγικής εργασίας. Ακόμα παραπέρα ο καπιταλισμός προχωράει στην εμπορευματοποίηση της ίδιας της ζωής. Το γενετικό υλικό φυτών και ζώων πατεντάρεται και μετατρέπεται σε ιδιοκτησία και εμπόρευμα. Η πληροφορικοποίηση της οικονομίας σημαίνει ακόμα πιο ολοκληρωτική υπαγωγή στο κεφάλαιο όλων των μορφών παραγωγής (π.χ. αγροτική παραγωγή). Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (π.χ. η φροντίδα των υπερήλικών ή των παιδιών) πρέπει να υπάρχει κάτω από την σχέση κεφαλαίου-εργασίας, να μετατραπεί σ’ εμπόρευμα, να αποφέρει κέρδος. Αυτό είναι ένα ακόμα λόγος που πρέπει να διαρρηχτεί ο προϋπάρχων κοινωνικός ιστός και οι όποιες δυνατότητες κάλυψης αναγκών εξυπηρετούνται έξω από το καπιταλιστικό πλέγμα. Με διαφορετικούς τρόπους, ταχύτητες, τακτικές έρχεται ένα σύνολο ρυθμίσεων από τη μια να διαμορφώσει το νέο μοντέλο εργάτη και από την άλλη να συμπιέσει ακόμα πιο πολύ το άμεσο και έμμεσο κόστος στην παραγωγή:
Από την άλλη στην ίδια την εργατική τάξη τόσο συλλογικά, όσο και ατομικά συνυπάρχει η τάση της ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗΣ με αυτή της ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ. Η εργατική τάξη αποτελεί όχι μόνο το ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΔΕΟΣ του καπιταλισμού, αλλά και μέρος του. Γίνεται ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ όταν μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, βάζει το αίτημα της αυτοκατάργησης της, μέσα από την ανατροπή του καπιταλισμού. Ο αγώνας μας δεν είναι μονάχα απέναντι στον καπιταλισμό, αλλά και στην τάση της ενσωμάτωσης που ενυπάρχει στην εργατική τάξη, αλλά και σε μας τους ίδιους. Προσπαθώντας να αποσαφηνίσουμε το χαρακτήρα της ΑΕΠ θα λέγαμε ότι θα θέλαμε να είναι μια πολιτικοκοινωνική συλλογικότητα ενοποίησης εργαζομένων από διαφορετικούς χώρους, ανέργων, περιπλανώμενων, που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη ενός αυτοοργανωμένου αντικαπιταλιστικού εργατικού κινήματος, που θα ξεπερνάει τον διαχωρισμό πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, θέτοντας τόσο το ζήτημα των άμεσων διεκδικητικών αγώνων για την συνολική καλυτέρευση της θέσης της εργατικής τάξης, όσο και της συνολικής ανατροπής του καπιταλισμού. Θέλοντας για το επόμενο διάστημα να θέσουμε πιο συγκεκριμένους τρόπους προώθησης της δράσης μιάς τέτοιας συλλογικότητας, θα βλέπαμε τους εξής άξονες:
Η περιήγηση του κειμένου στην πορεία της εργατικής τάξης, έγινε με κύρια αναφορά και παράδειγμα τους βιομηχανικούς εργάτες του δευτερογενούς τομέα. Νομίζουμε, ότι οι κάθε φορά παραγωγικές σχέσεις αφορούν το σύνολο της εργατικής τάξης, δηλαδή τόσο τον πρωτογενή τομέα (π.χ. εργάτη γης) όσο και τον τριτογενή. Χωρίς όμως να υποστηρίζουμε ότι σε κάθε μια από τις περιόδους που αναφέρουμε οι παραγωγικές σχέσεις εμφανίζονται σε καθαρή μορφή και ότι δεν συνυπάρχουν με τις παραγωγικές σχέσεις προηγούμενων περιόδων ή πολλές φορές με προκαπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. |
||