ΚΕΙΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΙ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημειώσεις του μεταφραστή, 1958
(στο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Ρώσικη Επανάσταση, εκδ. ύψιλον)

 

Η κριτική της Λούξεμπουργκ στα δυο τελευταία κεφάλαια της μελέτης της, αποτελεί ίσως την πιο φωτεινή συμβολή στη λύση του προβλήματος που είναι σήμερα το σημαντικότερο απ' όλα για το εργατικό κίνημα: της ταξικής φύσης του σημερινού ρώσικου κράτους και των «λαϊκών δημοκρατιών».

«Η δικτατορία του προλεταριάτου, γράφει, είναι δικτατορία της τάξης κι όχι ενός κόμματος ή μιας κλίκας, ασκείται από την ίδια την τάξη, μέσα στην πιο πλατιά δημοσιότητα με την ενεργό και ανεμπόδιστη συμμετοχή των λαϊκών μαζών μέσα σε μια απεριόριστη δημοκρατία. . . Αυτή η δικτατορία πρέπει να είναι το έργο της τάξης και όχι μιας μικρής μειοψηφίας, που διευθύνει εν ονόματι της τάξης. Με άλλα λόγια πρέπει να προχωρεί ανάλογα με την ενεργό συμμετοχή των μαζών, να παραμένει κάτω από την άμεσο επίδρασή τους, να υποτάσσεται στον έλεγχο ολοκλήρου του λαού και να είναι προϊόν της αυξανόμενης πολιτικής διαπαιδαγώγησης των λαϊκών μαζών».

Στην μπροσούρα της «Τί ζητάει ο Σπάρτακος», γραμμένη μέσα στη θύελλα της γερμανικής Επανάστασης το Νοέμβρη του 1918, γράφει: «Αύτη η καταστροφή κι αυτή η ανατροπή δεν μπορούν να προκύψουν από διατάγματα μιας οποιασδήποτε διεύθυνσης, από επιτροπή ή συνέλευση αντιπροσώπων. Η πρωτοβουλία και η επίτευξη τους δεν μπορούν να εξασφαλισθούν παρά από τις ίδιες τις λαϊκές μάζες... Η ουσία της σοσιαλιστικής κοινωνίας έγκειται σε τούτο: ότι η μεγάλη εργαζόμενη μάζα παύει να είναι μια μάζα διευθυνόμενη, και αρχίζει αντίθετα να ζει με όλο της το είναι ολόκληρη την ενεργό οικονομική και πολιτική ζωή, που την διευθύνει με τον αυτοκαθορισμό της, όλο και πιο συνειδητό και πιο ελεύθερο... Όμοια η οικονομική ανατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά σαν λειτουργία της υπεύθυνης δράσης των προλεταριακών μαζών. Τα διατάγματα απλώς και μόνον των ανωτέρων επαναστατικών βαθμίδων είναι αυτά καθ' εαυτά ένα κενό σχήμα».

Και στο λόγο της, την 1η Ιανουαρίου 1919, 14 μέρες πριν οι δολοφόνοι της κλείσουν για πάντα το στόμα, φωνάζει μ' όλη της τη δύναμη: «Δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνει ο σοσιαλισμός με διατάγματα, ακόμη και όταν υπάρχει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, όσο τέλεια κι αν είναι αύτη. Ο σοσιαλισμός πρέπει να γίνει από τις μάζες, από κάθε προλετάριο».

* * *

Η αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης αποτελεί την ουσία και τον θεμέλιο στύλο της μαρξιστικής θεωρίας. Ο σοσιαλισμός δεν είναι για τον Μαρξ και τον Ένγκελς τίποτε άλλο, απ' αυτό το ίδιο το ιδεώδες που από αιώνες ηλέκτριζε και κατέβαζε στους δρόμους τους βασανισμένους και τους σκλάβους του κόσμου: Μια αυτοκυβερνώμενη κοινωνία χωρίς τάξεις, χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς διακρίσεις και προνόμια, χωρίς ιδιαίτερο μηχανισμό καταπίεσης, χωρίς χωροφυλακές και δεσμοφύλακες, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, ελεύθεροι και αδερφωμένοι. Όταν ο Μαρξ τοποθετεί το σοσιαλισμό από την ουτοπία στην επιστήμη, δεν αφαιρεί τίποτε απ' αυτό το ηθικό και ανθρωπιστικό του περιεχόμενο. Εκείνο που ανακάλυψε είναι ότι το προαιώνιο αυτό ιδανικό της ανθρωπότητας αποτελεί σήμερα ιστορική ανάγκη.

Η «κοινωνία των ίσων» ήταν ουτοπία μόνον όσο η ιστορία δεν είχε ακόμη δημιουργήσει τα υλικά για την οικοδόμηση της. Έπρεπε, ήταν αναγκαίο, να προηγηθεί μια σειρά από ταξικές κοινωνίες, που η ιστορική τους δικαίωση - από την άποψη του σοσιαλισμού - βρίσκεται στο γεγονός ότι συγκεντρώνανε τα υλικά, δημιουργούσανε τις τεχνικές προϋποθέσεις, πάνω στις όποιες γίνεται σήμερα πραγματοποιήσιμη η σοσιαλιστική διαρρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων, η παγκόσμια αταξική κοινωνία. Και μαζί με τα υλικά, η ιστορική εξέλιξη εδημιούργησε και τον οικοδόμο της νέας κοινωνίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία υπάρχει σήμερα μια τάξη που από την κοινωνική της θέση, από τη φύση των υλικών συμφερόντων της, από τη σχέση της με τα μέσα παραγωγής δεν μπορεί ν' απελευθερώσει τον εαυτό της εάν δεν καταργήσει πέρα για πέρα κάθε ταξική κυριαρχία, κάθε είδος και κάθε μορφή δουλείας και εκμετάλλευσης.

* * *

Για να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία η εργατική τάξη πρέπει πρώτα να καταλάβει την πολιτική εξουσία. Η εξελικτική μετατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας σε σοσιαλιστική, είναι μια μικροαστική ουτοπία η μια εσκεμμένη άπατη. Έτσι, αναγκαία, ανάμεσα στην καπιταλιστική και την χωρίς τάξεις σοσιαλιστική κοινωνία μεσολαβεί η περίοδος της ταξικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, όπου η πολιτική εξουσία γίνεται μοχλός για τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Οι εργαζόμενες μάζες στην εξουσία δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από σοσιαλισμό, δεν μπορούν δηλαδή παρά να χρησιμοποιήσουν τη δύναμη που τους δίνει η κρατική εξουσία για να καταργήσουν την εκμετάλλευση, τη μισθωτή δουλεία, τα προνόμια, τις διακρίσεις. Έτσι βαθμιαία μαραίνεται και εξαφανίζεται και η ίδια η κρατική τους εξουσία και η περίοδος της κυριαρχίας τους παίρνει μεταβατικό και προσωρινό χαρακτήρα.

* * *

Ο σοσιαλισμός όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο σε παγκόσμια κλίμακα. Το οικόπεδο για την οικοδόμηση του είναι όλη η έκτασή της γήινης σφαίρας και τα υλικά βρίσκονται από τη φύση και την ιστορία κατανεμημένα σ' όλες τις χώρες του κόσμου. Η παγκόσμια οικονομία δεν είναι το απλό άθροισμα των εθνικών οικονομιών, αλλά μια ανώτερη ενιαία, αναπόσπαστη μονάδα, που μόνον αυτή αποτελεί το υλικό βάθρο για το σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός σε μια μόνη χώρα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από απάτη. Η κρατική εξουσία στα χέρια της εργατικής τάξης είναι πρώτα απ' όλα ένα όπλο κι ένα οχυρό στην πάλη της διεθνούς εργατικής τάξης για το σοσιαλισμό σ' όλο τον κόσμο. Εάν η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη σε μια συγκεκριμένη χώρα είναι η δεν είναι «πρόωρη», εάν έχουν ή δεν έχουν ωριμάσει οι όροι σε παγκόσμια κλίμακα, αυτό δεν μπορεί να είναι εξαγόμενο θεωρητικών εκ των προτέρων υπολογισμών, αλλά το κρίνει αποφασιστικά μόνον η πάλη.

* * *

Η πάλη συνεχίζεται μετά την κατάληψη της εξουσίας σαν αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας πάλης για το σοσιαλισμό. Οι δυσκολίες είναι τεράστιες, πολλές και πολύμορφες. Στρώματα κοινωνικά, που μέσα στη δίνη της επανάστασης είχαν παρασυρθεί από το προλεταριάτο, αποσπώνται απ' αυτό, μπερδεύονται στα πόδια του, προσπαθώντας ν' ανακόψουν την ορμή του και να το σταματήσουν. Από την οποιαδήποτε διακοπή της πάλης, έστω για ανάσα μόνον, θα επωφεληθούν άλλα κοινωνικά στρώματα για να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Αυτός είναι ο νόμος της πάλης των τάξεων. Η εργατική τάξη πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή επαγρύπνηση, σε διαρκή κατάσταση πολεμικού συναγερμού.

Γι' αυτό, επειδή η τύχη της προλεταριακής δικτατορίας εξαρτάται από τη διαρκή επαγρύπνηση, από τη χωρίς διακοπή ενεργό συμμετοχή του ίδιου του προλεταριάτου και όχι ενός τμήματος του, η συνείδηση απ' αυτό το ίδιο των σκοπών του κινήματος του αποτελεί ιστορική προϋπόθεση της πάλης για το σοσιαλισμό. Εκείνο που πρέπει να μάθει, να το κάνει συνείδηση η εργατική τάξη είναι ότι η απελευθέρωση της είναι έργο δικό της, ότι αύτη αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα μιας παγκόσμιας τάξης, ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον σαν παγκόσμιο σύστημα. Πρέπει να απαλλαγεί από την εμπιστοσύνη της σε καίσαρες, σε μεσσίες και σε αλάθητους αρχηγούς. Δεν υπάρχει κανένας Μωυσής που θα την οδηγήσει από την Αίγυπτο της δουλείας στην Χαναάν του σοσιαλισμού. Δεν θα πρέπει να εμπιστευθεί την εξουσία της σε κανέναν άλλον έξω από τον εαυτό της, έξω από τα ανεξάρτητα, τα διαρκώς ελεγχόμενα και διαρκώς ανανεούμενα ταξικά της όργανα.

Εάν οι δυσκολίες και η πίεση των άλλων κοινωνικών στρωμάτων κλονίσουν την εμπιστοσύνη των μαζών στον εαυτό τους, εάν παραλύσει η επαγρύπνηση τους, εάν πέσει το πολιτικό τους ενδιαφέρον, εάν κουραστούν και αναθέσουν σε άλλους το έργο που η ιστορία σ' αυτές επεφύλαξε, αυτοί οι άλλοι, οποιοιδήποτε κι αν είναι, ότι άλλο θέλεις μπορούν να κάνουν έκτος από σοσιαλισμό.

* * *

Η εξουσία της εργατικής τάξης είναι, απ' αυτό το έργο της σοσιαλιστικής μεταμόρφωσης της κοινωνίας που έχει να επιτελέσει, εντελώς ασυμβίβαστη μ' οποιονδήποτε «μηχανισμό ειδικών εις το να ασκούν εξουσία». Αυτό ήταν γνωστό από την εποχή των Μαρξ και Ένγκελς. Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» γίνεται γενικά μόνον λόγος για το προλεταριάτο που υψώνεται σε κυρίαρχη τάξη. Τον συγκεκριμένο τύπο της κρατικής εξουσίας που θα χρησιμοποιηθεί από την εργατική τάξη για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, οι ιδρυτές του επιστημονικού σοσιαλισμού άφηναν να τον δώσει η ζωντανή πείρα του κινήματος. Και η πείρα τον έδωσε το Μάρτη του 1871 με την Κομμούνα του Παρισιού.

Στο έργο του «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» ο Μαρξ γράφει: «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν η κατάργηση του μονίμου στρατού και η αντικατάσταση του από το ένοπλο έθνος... Το Συμβούλιο της Κομμούνας απαρτιζόταν από δημοτικούς αντιπροσώπους εκλεγόμενους με καθολική ψηφοφορία στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι και ανακλητοί σε κάθε στιγμή... Από τα μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας ως τον τελευταίο εργάτη, όλοι στις δημόσιες υπηρεσίες πληρώνονταν με τον ίδιο μισθό σαν απλοί εργάτες. Όλα τα προνόμια και οι ιδιαίτερες επιχορηγήσεις που προσφέρονταν στις υψηλές θέσεις του κράτους εξαφανίστηκαν μαζί με τις ίδιες τις θέσεις».

Ο Ένγκελς στον πρόλογο του στο παραπάνω έργο του Μαρξ γράφει: «Η Κομμούνα ήταν υποχρεωμένη να αναγνωρίσει αμέσως ότι η εργατική τάξη αφού καταλάβει την εξουσία δεν μπορούσε να εξακολουθήσει τις κυβερνητικές λειτουργίες με τον παλιό κρατικό μηχανισμό. Ότι για να μη χάσει πάλι τη νεοαποκτημένη κυριαρχία της, έπρεπε από το ένα μέρος να σαρώσει ολόκληρη την παλιά κατασταλτική μηχανή, που έως τότε είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της, και από το άλλο να εξασφαλισθεί απέναντι των δικών της αντιπροσώπων και υπαλλήλων, καθιερώνοντας την αρχή, ότι όλοι χωρίς εξαίρεση μπορούσε σε κάθε στιγμή ν' ανακληθούν». Και παρακάτω: «Κατά της μοιραίας αυτής μεταμόρφωσης όλων των κυβερνητικών συστημάτων πού είχαν υπάρξει, δηλαδή της μεταμόρφωσης του κράτους και των οργάνων του από υπηρέτες σε κυβερνήτες της κοινωνίας, η Κομμούνα χρησιμοποίησε δυο αποτελεσματικά μέσα: Πρώτον, διόριζε σε όλες τις θέσεις... πρόσωπα εκλεγόμενα με καθολική ψηφοφορία, καθιερώνοντας συγχρόνως το δικαίωμα ανάκλησης σε κάθε στιγμή για τους εκλεγόμενους από τους εκλογείς του. Δεύτερο, πλήρωνε όλους τους υπαλλήλους, ανώτερους και κατώτερους, με το ίδιο ημερομίσθιο που έπαιρναν και οι εργάτες».

Και ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση» γράφει : «Το προλεταριάτο έχει ανάγκη ενός κράτους, λένε και ξαναλένε όλοι οι οππορτουνιστές, σοσιαλπατριώτες και οπαδοί του Κάουτσκυ, που μας βεβαιώνουν ότι αυτή ήταν και η σκέψη του Μαρξ. Ξεχνούν όμως να προσθέσουν πρώτα - πρώτα ότι το προλεταριάτο, συμφωνά με τον Μαρξ, έχει ανάγκη μόνον από ένα κράτος εξαφανιζόμενο - ένα κράτος με τέτοιο τρόπο διαμορφωμένο που ν' αρχίζει αμέσως να εξαφανίζεται και να μην μπορεί παρά να εξαφανιστεί... Αντί των ειδικών θεσμών μιας προνομιούχου μειοψηφίας... η πλειοψηφία μπορεί μόνη της να εκπληρώσει αμέσως όλες αυτές τις λειτουργίες. Κι όσο περισσότερο οι κρατικές λειτουργίες αναθέτονται στη μάζα του λαού, τόσο λιγότερο είναι αναγκαία η ύπαρξη του κράτους... Ο λαός μπορεί να περιορίσει τους εκμεταλλευτές ακόμη και με μια απλούστατη «μηχανή», μάλιστα και χωρίς καμιά «μηχανή», χωρίς κανέναν ειδικό οργανισμό - με την απλή οργάνωση των ενόπλων μαζών... Όσο πιο δημοκρατικό είναι το κράτος, αποτελούμενο από τους ενόπλους εργάτες που «δεν είναι κράτος με την κοινή σημασία της λέξης», τόσο γρηγορότερα αρχίζει να ξεπέφτει κάθε μορφή κράτους... Η Κομμούνα μπόρεσε σε μερικές βδομάδες να αρχίσει την ανοικοδόμηση μιας νέας προλεταριακής μηχανής... για να εξασφαλίσει την επέκταση της δημοκρατίας στην οποία η γραφειοκρατία δεν θα υπάρχει».

Και η Λούξεμπουργκ στο λόγο της την 1η Ιανουαρίου 1919 έτσι βλέπει το μηχανισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου: «Εμείς οφείλουμε να θέσομε το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας μ' αυτόν τον τρόπο: τι κάνει, τι μπορεί να κάνει, τι οφείλει να κάνει κάθε συμβούλιο εργατών και, στρατιωτών μέσα σε όλη τη Γερμανία. Εδώ είναι το πρόβλημα. Πρέπει να υπονομευθεί στη βάση του το αστικό κράτος, να του αποσπάσουμε κάθε κοινωνική λειτουργία, όχι πια χωρίζοντας, αλλά ενώνοντας παντού την εκτελεστική, νομοθετική και διοικητική εξουσία και βάζοντας τες μέσα στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών».

Αυτός είναι ο τύπος του εργατικού κράτους. Και δεν είναι ο καλύτερος μέσα σε μια ποικιλία τύπων άλλα ο μόνος τύπος. Δεν πρόκειται γι' αυτές ή εκείνες τις λεπτομέρειες αλλά για το σύστημα, για τον μηχανισμό, μέσω του οποίου η ένοπλος εργατική τάξη ασκεί άμεσα η ίδια, χωρίς γραφειοκρατία, την εξουσία της. Από τη φύση του αυτός ο μηχανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει και δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς το διαρκές ενδιαφέρον, τη διαρκή επαγρύπνηση των μαζών. Εάν οι μάζες αποθαρρυνθούν, εάν πέσει το πολιτικό τους ενδιαφέρον, ο μηχανισμός θα παραλύσει, και το κράτος των «ειδικών εις το να ασκούν την εξουσία» θα κάνει την εμφάνιση του, πρώτα με τη μορφή του «αστικού κράτους χωρίς αστική τάξη» ή του «κράτους παρακινητή για την ανάπτυξη της παραγωγής» των Λένιν και Τρότσκυ, και υστέρα, από την ίδια τη λογική των πραγμάτων, με τη μορφή του αστυνομικού κράτους των Στάλιν και Κρούστσεφ.

Η εξουσία είναι πηγή διαφθοράς και υλικών προνομίων, εκείνοι δε που την ασκούν έχουν την τάση να διαιωνίσουν αυτή την πλεονεκτική τους θέση. Η γραφειοκρατία που διαφεύγει τον έλεγχο των μαζών και υψώνεται πάνω από την κοινωνία, αναπόφευκτα θα δημιουργήσει προνόμια για τον εαυτό της και αναπόφευκτα θα ξαναδέσει, θα ξαναφιμώσει, θα ξαναβάλει στο ζυγό τις μάζες και θα ξαναφέρει τον χωροφύλακα και τον δεσμοφύλακα, μόνον που αυτή τη φορά θα έχουν ένα άστρο ή ένα σφυροδρέπανα στο πιλίκιό τους.

* * *

Στη Ρωσία μόνον να τεθεί μπορούσε το πρόβλημα, όχι να λυθεί, γράφει η Λούξεμπουργκ. Κανένας εκείνα τα χρόνια δεν είχε την αυταπάτη ότι θα μπορούσε να κρατηθεί ένα απομονωμένο εργατικό κράτος σε μια χώρα οικονομικά και εκπολιτιστικά καθυστερημένη. Ο Τρότσκυ από πολύ παλιά έγραφε: «Η επαναστατική εξουσία θα έχει ν' αντιμετωπίσει σοσιαλιστικά προβλήματα που όμως η λύση τους σε ορισμένο βαθμό θα προσκρούσει στην οικονομική καθυστέρηση της χώρας. Μέσα στα όρια της εθνικής επανάστασης δεν υπάρχει διέξοδος από την αντίθεση αυτή» («1905»). Κι αλλού: «Χωρίς την άμεση κρατική υποστήριξη εκ μέρους του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, η εργατική τάξη της Ρωσίας δεν θα μπορέσει να κρατηθεί στην εξουσία και να μεταβάλλει την προσωρινή της κυριαρχία σε μακρόχρονη σοσιαλιστική δικτατορία, Σ' αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία». («Η Επανάστασή μας»).

Η Επανάσταση μας θα είναι η απαρχή και ο άμεσος πρόλογος της παγκόσμιας Επανάστασης: Έτσι λέγανε κι έτσι γράφανε οι Μπολσεβίκοι το 1917 κι αυτή ήταν η μοναδική τους απάντηση σε κείνους που τους κατηγορούσαν ότι οδηγούν τη χώρα και την εργατική τάξη σε μια τυχοδιωκτική περιπέτεια.

Το ρωσικό προλεταριάτο γράφει με το αίμα του τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας. Τρία ολόκληρα χρόνια πολεμάει στο εσωτερικό της χώρας και στα σύνορα για το σοσιαλισμό, που είναι κοινή υπόθεση των εργατών όλου του κόσμου. Τη ρωσική Επανάσταση ακολουθούν με μια μικρή καθυστέρηση επαναστατικοί σεισμοί στη Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία κλπ. Όμως τα τέλη του 1920 το επαναστατικό κύμα υποχωρεί, οι μάζες εγκαταλείπουν τα προχωρημένα χαρακώματα τους και το πρώτο εργατικό κράτος περιορίζεται και απομονώνεται στη Ρωσία, σε μια χώρα καθυστερημένη και ρημαγμένη από τους ιμπεριαλιστές κι από τον εμφύλιο πόλεμο. Ένας τρομακτικός λιμός συμπληρώνει το έργο του πολέμου και βυθίζει ακόμη περισσότερο τη χώρα στην απόγνωση και τη δυστυχία. Τον ενθουσιασμό, τη δραστηριότητα, την πρωτοβουλία της επικής εποχής, ακολουθεί η απογοήτευση, η ψυχική και σωματική κούραση, η πτώση του πολιτικού ενδιαφέροντος. Η «εξουσία των σοβιέτ» χωρίς την επαναστατική δραστηριότητα των μαζών γίνεται νεκρό νομικό σχήμα και φενάκη. Το έδαφος που εγκαταλείπουν οι μάζες θα καταληφθεί αμέσως από άλλα κοινωνικά στρώματα. Τα πεπρωμένα της Επανάστασης κρίθηκαν από την αλλαγή αυτή στις σχέσεις των δυνάμεων σ' όλο τον κόσμο.

* * *

Η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς την εξουσία των μαζών. Πώς όμως η εξουσία, παρά την αποχώρηση των μαζών από την πολιτική σκηνή, εξακολουθεί να παραμένει στα χέρια των Μπολσεβίκων; Ποιος συσχετισμός των δυνάμεων τους επέτρεψε να διατηρήσουν την εξουσία σε μια απέραντη χώρα; Πάνω σε ποια κοινωνικά στρώματα στηρίχτηκαν και τι εξέφραζαν οι ίδιοι μέσα σ' αυτό το προτσές της κατάρρευσης της Επανάστασης; Δεν ήταν αυτοί οι ίδιοι το πιο προχωρημένο τμήμα της εργατικής τάξης;

Οι εργατικές μάζες στη μεγάλη τους πλειοψηφία στα τέλη του 1920, με την υποχώρηση της παγκόσμιας Επανάστασης, κλονίζονται, χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, διατηρούν όμως την εμπιστοσύνη τους σ' αυτό το κόμμα που βρέθηκε επικεφαλής τους στην επανάσταση και εγκαταλείπουν σ' αυτό την εξουσία. Το κόμμα περιορισμένο και απομονωμένο σε μια χώρα καθυστερημένη και κατεστραμμένη βρέθηκε μπροστά σ' αυτό το δίλημμα: Εκείνο πού έπρεπε να κάνει δεν μπορούσε να γίνει. Εκείνο που μπορούσε να κάνει ήταν αντίθετο με ότι ως τότε διεκήρυσσε. Οποιοσδήποτε τοποθετήσει τον εαυτό του, γράφει ο Ένγκελς στον «Πόλεμο των Χωρικών», σ' αυτή τη δύσκολη θέση είναι ανεπανόρθωτα χαμένος.

Οι Μπολσεβίκοι προτίμησαν να κάνουν εκείνο που μπορούσε να γίνει. Αφού δεν υπήρχαν ούτε τα πιο στοιχειώδη υλικά για μια σοσιαλιστική κοινωνική οργάνωση, αυτοί ανέλαβαν να δημιουργήσουν τους όρους, δηλαδή τα υλικά, που θα τους επέτρεπαν κατόπιν να αρχίσουν να μπαίνουν στο δρόμο τον σοσιαλισμού. Αυτό όμως το έργο που αναθέτει τώρα στον εαυτό του το κόμμα των Μπολσεβίκων δεν σημαίνει, στη γλώσσα της πάλης των τάξεων και της Πολιτικής Οικονομίας, τίποτε άλλο από το ξαναζέψιμο της εργατικής τάξης στο ζυγό. Το κόμμα αποδεικνύει έτσι ότι εξακολουθεί να είναι αιχμάλωτο των παλιών σφαλμάτων του και των αυταπατών του. Ο Λένιν ως το 1917 υπεστήριζε ότι η εργατική τάξη της Ρωσίας έπρεπε, όταν από κοινού με τους αγρότες καταλάβει την πολιτική εξουσία, ν' αυτοπεριοριστεί στο ρόλο του πράκτορα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, δηλαδή στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε καπιταλιστική βάση. Δεν φαίνεται να υποπτεύεται ότι αυτό σημαίνει πως η εργατική τάξη πρέπει να διατηρεί την εξουσία για να επιτρέπει σε άλλους να την εκμεταλλεύονται. Το 1917 εγκαταλείπει αυτή τη θέση. Τα τέλη του 1920 επανέρχεται σ' αυτήν με μια διαφορετική μορφή: Οι Μπολσεβίκοι «εν ονόματι της εργατικής τάξης» θα αναλάβουν να βγάλουν τη χώρα από τη βαρβαρότητα, να δημιουργήσουν τους όρους του πολιτισμού και ν' αναπτύξουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Και φυσικά σε μια καθυστερημένη χώρα αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με το αίμα και πάνω στα κόκαλα των εργατικών μαζών.

Ο Λένιν επιμένει πάνω σ' αυτή την άποψη και με αδίστακτο χέρι καταφέρει άγρια κτυπήματα προπαντός εναντίον του τμήματος εκείνου της εργατικής τάξης που αντιδρά σ' αυτόν και που εξακολουθεί να μιλάει τη γλώσσα της Επανάστασης. Οι απεργίες καταστέλλονται με τη βία. Η εξέγερση των ναυτών της Κρονστάνδης, που την ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες της Πετρούπολης και που είχε για σύνθημα της «κάτω οι Μπολσεβίκοι, ζήτω τα Σοβιέτ», πνίγεται κυριολεκτικά στο αίμα. Το ίδιο και τα σώματα των παρτιζάνων του Μαχνό στην Ουκρανία.

Το 10ο Συνέδριο τον Μάρτη του 1921 καταργεί τις εργατικές κολεκτίβες στα εργοστάσια, παραδίνει δηλαδή τα εργοστάσια στο κόμμα, και διαγράφει την Εργατική Αντιπολίτευση, την ομάδα εκείνη πού απαιτούσε να μείνουν τα εργοστάσια στα χέρια των εργατών, που κατάγγελνε το κόμμα ότι σφετερίζεται την εξουσία των μαζών και που διατύπωνε καθαρά από τότε την άποψη ότι αυτό που πάει να γίνει με τον καταναγκασμό των μαζών δεν είναι σοσιαλισμός, αλλά κρατικός καπιταλισμός. Ενώ το κόμμα υπόσχονταν ότι μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου θα αποκαθιστούσε τη δημοκρατία μέσα στη χώρα, τώρα που ο εμφύλιος πόλεμος έληξε καταργεί και τυπικά τη δημοκρατία μέσα στις ίδιες τις οργανώσεις του. Το 10ο Συνέδριο απαγορεύει τις φράξιες και περιβάλλει την Κεντρική Επιτροπή με απεριόριστη εξουσία.

Ποια συγκυρία δυνάμεων επέτρεψε στους Μπολσεβίκους να κρατήσουν την εξουσία, παρά την πτώση της πολιτικής δραστηριότητας των μαζών; Πρώτα απ' όλα η ολοσχερής συντριβή των γαιοκτημόνων, της τσαρικής καμαρίλλας και της πάντα αδύνατης εγχώριας αστικής τάξης. Δεύτερο η ικανοποίηση σε μεγάλο βαθμό της αγροτικής τάξης και των μικροαστών με την ΝΕΠ. Και τρίτο η αδυναμία της ίδιας της εργατικής τάξης και οι αυταπάτες της για το Κόμμα και το έργο που αυτό ανέλαβε να πραγματοποιήσει «για λογαριασμό της». Αυτές οι ιστορικές συμπτώσεις και προπαντός η άμεση προσαρμογή σε «εκείνο που μπορούσε να γίνει» επέτρεψαν στο «κόμμα με τη χαλύβδινη πειθαρχία» να διατηρήσει την εξουσία και φάνηκαν να δικαιώνουν την παλιά αυταπάτη του Λένιν για τον υπερταξικό και υπεριστορικό ρόλο του «υποκειμενικοί παράγοντα».

Εκείνο που μπορεί να γίνει σε κάθε στάδιο της ανθρώπινης κοινωνίας εξαρτάται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Στα εθνικά πλαίσια της Ρωσίας (όπως και στα εθνικά πλαίσια οποιασδήποτε άλλης χώρας, μόνον με διαφορετική έννοια για τις προχωρημένες) ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Η παραγωγή όμως της υλικής ζωής των ανθρώπων εξακολουθεί πάντα να πραγματοποιείται κάτω από οποιουσδήποτε όρους. Εάν η εργατική τάξη δεν είναι δυνατόν να αναλάβει τη διεύθυνση της οικονομίας και της κοινωνίας, θα την αναλάβει κάποιος άλλος. Και γι' αυτόν η συσσώρευση και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα αποτελέσει πηγή αμέσων ωφελημάτων και προνομίων, εις βάρος πάντα της εργατικής τάξης.

Το κόμμα των Μπολσεβίκων είναι τώρα το ηγετικό στρώμα ενός πολυάριθμου και παντοδυνάμου κρατικοί μηχανισμού, που υψώνεται τρομακτικός πάνω από την κοινωνία σ' όλη την έκταση της χώρας. Εκείνος που έχει άμεσα υλικά συμφέροντα από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι αύτη η γραφειοκρατία, οι αξιωματικοί, τα επιστημονικά και τεχνικά στελέχη της κρατικής οικονομίας, οι διευθυντές των εργοστασίων και των κολχόζ, που με την οικονομική ανάπτυξη πληθαίνουν και πολλαπλασιάζονται και που απετέλεσαν τον πυρήνα της διαμορφούμενης νέας κυριάρχου τάξεως.

Οι σταθμοί που πέρασε η ρωσική κοινωνία όπως και οι ευθύνες των προσώπων που ηγήθηκαν των διαφόρων ρευμάτων δεν έχει και πολλή σημασία για την εργατική τάξη. Εκείνο που έχει απέραντη σημασία, εκείνο που πρέπει βαθιά να χαράξουν στη μνήμη τους και στη συνείδηση τους οι λαϊκές μάζες είναι ότι ο σοσιαλισμός που γίνεται από τους «αρχηγούς τους», από τους «στρατάρχες τους», από το «κόμμα τους», χωρίς τη συμμετοχή τη δική τους και πάνω στα κόκαλα τους δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από εκείνο πού υπάρχει σήμερα στη Ρωσία, ότι δηλαδή αποτελεί ύβρη, δυσφήμηση και συκοφαντία του σοσιαλισμού.

* * *

Στη Ρωσία όμως η ιδιοκτησία είναι κρατικοποιημένη και η οικονομία λειτουργεί επί τη βάσει σχεδίου, κι αυτό αποτελεί, λένε, το βασικό κριτήριο για την εκτίμηση της ταξικής φύσης μιας κοινωνίας. Εδώ από άλλους γίνεται μια εσκεμμένη άπατη για να καλυφθεί με νομικούς τύπους ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καθεστώτος, ενώ από άλλους διαπράττεται από άγνοια ένα βαρύτατο θεωρητικό λάθος: Ταυτίζονται οι παραγωγικές σχέσεις (που πραγματικά αποτελούν το κριτήριο της κοινωνικής φύσεως ενός καθεστώτος) με τη μορφή της ιδιοκτησίας, ταυτίζεται δηλαδή η υλική βάση με το εποικοδόμημα.

Οι παραγωγικές σχέσεις είναι οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ανθρώπων, δηλαδή των τάξεων μέσα στο προτσές της παραγωγής. Ιδιαίτερα οι καπιταλιστικές σχέσεις διακρίνονται και από το ότι τα μέσα παραγωγής είναι μονοπώλιο «των αστών σαν τάξης», ενώ οι εργάτες είναι αποξενωμένοι απ' αυτά και υποχρεωμένοι να πωλούν στους πρώτους την εργατική τους δύναμη. Σε μια κοινωνία όπου η μονοπώληση των μέσων παραγωγής παίρνει, στο νομικό πεδίο, τη μορφή της ατομικής ή της εταιρικής ιδιοκτησίας, η διάγνωση αυτών των σχέσεων δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία. Και το κράτος είναι το πολιτικό όργανο της κυρίαρχης τάξης. Όταν όμως τα μέσα παραγωγής έχουν κρατικοποιηθεί, το ποια είναι η κυρίαρχη τάξη μπορεί να προσδιορισθεί μόνον όταν το ερώτημα τεθεί έτσι: Ποιοι είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους το κράτος, το όποιο κατέχει μονοπωλιακά τα μέσα παραγωγής; Δηλαδή, ο χαρακτήρας των παραγωγικών σχέσεων δίδεται από το ποιος είναι αυτός που κατέχει την πολιτική εξουσία.

Η παρισινή Κομμούνα ήταν εργατική εξουσία χωρίς να έχει κάνει καμιά κρατικοποίηση - κατά τον Μαρξ, που μάλιστα την επικρίνει για τη διστακτικότητα της να εθνικοποιήσει την Τράπεζα της Γαλλίας - ακριβώς γιατί στηριζόταν στις ένοπλες μάζες και γιατί στην Επιτροπή της αντιπροσωπεύονταν όλες οι τάσεις του εργατικού κινήματος. Όταν εξερράγη η ρωσική Επανάσταση δεν ήταν η νομική κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής αυτή καθ' εαυτή που έφερε μια βαθιά αλλαγή στις σχέσεις των τάξεων, άλλα η εξουσία των ενόπλων μαζών η οποία θα χρησιμοποιούσε τα κρατικοποιημένα μέσα παραγωγής σαν μέσο για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Οι σχέσεις στις όποιες μπήκαν οι άνθρωποι στην παραγωγή, στα εργοστάσια, στα ορυχεία κλπ. καθορίζονταν συνειδητά από την κρατική εξουσία, η οποία βρισκόταν στα χέρια της εργατικής τάξης. Με τη «μεταβίβαση όμως της εξουσίας στη γραφειοκρατία», με τον θρίαμβο δηλαδή της σταλινικής αντεπανάστασης, η εργατική τάξη αποξενώνεται από την πολιτική εξουσία και ως εκ τούτου από την κρατικοποιημένη οικονομία, που γίνεται μονοπώλιο της γραφειοκρατίας. Σαν αναπόφευκτη λογική συνέπεια απ' αυτό, νέες βαθύτατα διαφορετικές σχέσεις εγκαθίστανται στο προτσές της παραγωγής. Οι εργάτες δεν έχουν απολύτως τίποτε πλέον να κάνουν με ότι άφορα τον καθορισμό των σχέσεων παραγωγής.

Ένα κοινωνικό καθεστώς δεν εξετάζεται από τα πράγματα και τις νομικές μορφές, αλλά από τις πραγματικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην παραγωγή. Ο φετιχισμός του εμπορεύματος κρύβει τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Ο φετιχισμός της κρατικής ιδιοκτησίας, με τη σειρά του, παίρνοντας ένα μυστηριώδη χαρακτήρα στην ανθρώπινη συνείδηση, κρύβει τις καθαρότερες εξουσιαστικές σχέσεις που παρουσίασε η εξέλιξη των εκμεταλλευτικών συστημάτων στην ιστορία.

Όσοι επιμένουν στο «βασικό κριτήριο της μορφής ιδιοκτησίας» πρέπει να δώσουν μια απάντηση σ' αυτό: Ο Μαρξ μας λέει ότι οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία υψώνεται το νομικό, πολιτικό κλπ. εποικοδόμημα. Δηλαδή αυτές καθορίζουν κάθε φορά ένα συγκεκριμένο, αυτό και όχι το άλλο, νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα. Πώς γίνεται η ίδια υλική βάση (η κρατικοποιημένη ιδιοκτησία, αν παραγωγικές σχέσεις και μορφές ιδιοκτησίας ήταν το ίδιο πράγμα) να χαρακτηρίζει ταυτόχρονα δυο καθεστώτα εκ διαμέτρου αντίθετης ταξικής φύσης: δηλαδή και την ολοκληρωτική απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε μορφή εκμετάλλευσης και καταπίεσης αφ' ενός, και την πιο φοβερή εκμετάλλευση και πιο βάρβαρη υποδούλωση των λαϊκών μαζών αφ' ετέρου;

* * *

Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής έχει, στα χέρια της εργατικής τάξης, μεταβατικό και προσωρινό χαρακτήρα, γιατί αυτή χρησιμοποιεί τα κρατικοποιημένα μέσα παραγωγής για τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση της κοινωνίας. Άλλα μόνον η εργατική τάξη μπορεί να το κάνει αυτό. Η ίδια αυτή κρατικοποιημένη ιδιοκτησία στα χέρια μιας άλλης τάξης γίνεται η βάση για ένα εκμεταλλευτικό καθεστώς και μάλιστα για την πιο κτηνώδη μορφή εκμεταλλευτικού καθεστώτος. Ο Ένγκελς από πολύ παλιά μας προειδοποιεί γι' αυτό. Γράφει στο «Αντι-Ντύριγκ»: «Αλλά ούτε η μεταμόρφωση της κοινωνίας σε κοινωνία μετόχων, ούτε η μεταμόρφωσή της σε ιδιοκτησία του κράτους αφαιρεί από τις παραγωγικές δυνάμεις την ιδιότητα του κεφαλαίου. Για την κοινωνία των μετόχων αυτό είναι πολύ καθαρό. Αλλά και το σύγχρονο κράτος δεν είναι παρά η οργάνωση που παραδίνεται η αστική κοινωνία για να διατηρήσει τις γενικές εσωτερικές συνθήκες τον καπιταλιστικού τρόπον παραγωγής απέναντι στο σφετερισμό τόσο των εργαζομένων όσο και των ιδιωτών καπιταλιστών. Το σύγχρονο κράτος, οποιαδήποτε και αν είναι η μορφή του, είναι μία μηχανή ουσιωδώς καπιταλιστική, το κράτος των καπιταλιστών, ο ιδεώδης συλλογικός καπιταλιστής».

Και στην κριτική του στην παράγραφο 4 του Προγράμματος της Ερφούρτης γράφει: «Η φράση «η έλλειψη σχεδίου που έχει την αιτία της στη φύση της καπιταλιστικής ιδιωτικής παραγωγής, χρειάζεται πολύ διόρθωση. Εγώ ξέρω μια καπιταλιστική παραγωγή σαν κοινωνική μορφή, σαν οικονομική φάση, μια ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή σαν ένα φαινόμενο που συμβαίνει έτσι ή αλλιώς μέσα στη φάση αυτή. Γιατί τι θα πει καπιταλιστική ιδιωτική παραγωγή; Παραγωγή από έναν και μόνον επιχειρηματία που όμως τείνει να γίνει εξαίρεση. Καπιταλιστική παραγωγή από ανώνυμες εταιρίες δεν είναι πια ιδιωτική παραγωγή, άλλα παραγωγή για τον συνεταιρικό λογαριασμό πολλών. Και όταν από τις ανώνυμες εταιρίες περάσουμε στα τραστ που εξουσιάζουν και μονοπωλούν ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους, βλέπομε ότι εκεί παύει όχι μόνον η ιδιωτική παραγωγή άλλα και η έλλειψη σχεδίου».

Η μετάβαση από τη μια μορφή του καπιταλισμού στην άλλη, η υπερνίκηση απ' αυτόν ορισμένων του αντιφάσεων δεν περιέχει αυτή καθ' εαυτή ούτε ίχνος σοσιαλισμού. Αντίθετα, όσο η κοινωνία γίνεται περισσότερο ώριμη για το σοσιαλισμό, τόσο σφιχτότερα οι εκμεταλλευτές, οι προνομιούχοι και τα παράσιτα γαντζώνονται από το κράτος και τόσο παχύτερο και ψηλότερο γίνεται το τείχος των νομικών και πολιτικών φραγμών που χωρίζει τις μάζες από τα μέσα παραγωγής. Στη Ρωσία κάτω από τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας μπορούμε να διακρίνουμε με μια χημική καθαρότητα το από πολύ παλιά γνωστό μας σχήμα: Τα μέσα παραγωγής αποτελούν μονοπώλιο στα χέρια μιας μειοψηφίας, ενώ η απέραντη πλειοψηφία είναι αποστερημένη και αποξενωμένη απ' αυτά, τόσο, όσο ίσως πουθενά άλλου στον υπόλοιπο κόσμο.

* * *

«Σοσιαλιστικές σχέσεις στην παραγωγή και αστικοί κανόνες στη διανομή» είναι μία αντίφαση ασυμβίβαστη με μια κοινωνία που η εργατική τάξη κατέχει την εξουσία. Από τον Μαρξ έχομε μάθει ότι ο τρόπος της διανομής δεν είναι παρά μια συνέπεια, που με φυσική νομοτέλεια προκύπτει από τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, γιατί ταξικές σχέσεις, παραγωγή και διανομή δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις μιας και της αυτής λειτουργίας. Την ιδέα αύτη που είναι θεμελιώδης στην μαρξιστική οικονομική επιστήμη, την συναντάμε σε πάρα πολλά μέρη στο έργο του Μαρξ. Στην «Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» λ.χ. διαβάζουμε: «Βασικά δεν υπάρχει ανταλλαγή προϊόντων, μα ανταλλαγή εργασιών που συμμετέχουνε στην παραγωγή. Ο τρόπος ανταλλαγής στα προϊόντα εξαρτάται από τον τρόπο ανταλλαγής στις παραγωγικές δυνάμεις. Γενικά, η μορφή ανταλλαγής στα προϊόντα αντιστοιχεί με τη μορφή που έχει η παραγωγή. Αλλάξετε την τελευταία και σαν συνέπεια θα βρεθεί αλλαγμένη και η πρώτη. Βλέπομε έτσι, μέσα στην ιστορία της κοινωνίας, να κανονίζεται ο τρόπος που ανταλλάσσονται τα προϊόντα σύμφωνα με τον τρόπο που παράγονται». Επίσης, κρίνοντας την 3η παράγραφο του Προγράμματος του Γκότα, ο Μαρξ γράφει: «Θα ήταν ένα σοβαρό λάθος να αποδώσει κανείς τόση σημασία στη λεγομένη διανομή και να βάλει σ' αυτήν όλο τον τόνο. Η εκάστοτε διανομή των μέσων κατανάλωσης δεν είναι παρά πάντοτε συνέπεια του τρόπου διανομής των όρων παραγωγής. Η τελευταία αυτή διανομή δεν είναι παρά ένας χαρακτήρας της παραγωγής. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής π.χ. στηρίζεται στο γεγονός ότι οι υλικοί όροι της παραγωγής ανήκουν στους μη εργάτες, υπό τη μορφή της καπιταλιστικής και της εγγείου ιδιοκτησίας, ενώ η μάζα δεν κατέχει παρά μόνον τους προσωπικούς όρους της παραγωγής, την εργατική δύναμη. Από την τέτοια διανομή των στοιχείων της παραγωγής προκύπτει μόνη της η σημερινή διανομή των μέσων κατανάλωσης... Ο αγοραίος σοσιαλισμός... έμαθε από τους αστούς οικονομολόγους να θεωρεί και να εξετάζει τη διανομή σαν κάτι ανεξάρτητο από τον τρόπο παραγωγής και να παριστά, για το λόγο αυτό, την διανομή σαν άξονα πού γύρω του περιστρέφεται ο σοσιαλισμός».

Η διανομή του εισοδήματος στον καπιταλιστικό κόσμο γίνεται έτσι όπως γίνεται γιατί οι αστοί και οι γαιοκτήμονες είναι κύριοι των μέσων παραγωγής. Όταν τα μέσα παραγωγής γίνουν κολλεκτιβιστική ιδιοκτησία των εργατών τότε μία, διαφορετική διανομή των μέσων κατανάλωσης απ' αυτήν που γίνεται σήμερα αναγκαία θα προκύψει. Και στη Ρωσία η διανομή γίνεται σήμερα όπως γίνεται, γιατί τα μέσα παραγωγής αποτελούν κολλεκτιβιστική ιδιοκτησία της γραφειοκρατίας.

* * *

Είναι πολλοί αυτοί που πιστεύουν ότι στην πρώτη φάση της σοσιαλιστικής κοινωνίας η εργασία πρέπει να πληρώνεται όχι μόνον ανάλογα με την ποσότητα της αλλά και ανάλογα με την ποιότητα της. Έτσι μ' αυτό προσπαθούν να δικαιολογήσουν την τερατώδη ανισότητα των μισθών και των ημερομισθίων στη Ρωσία. Ο Μαρξ όμως, στον όποιον αναφέρονται, έχει πολύ διαφορετική γνώμη. Στην κριτική του στο Πρόγραμμα του Γκότα γράφει: «Ο κάθε παραγωγός παίρνει - αφού γίνουν πια οι περικοπές - το ακριβές ισοδύναμο εκείνου που έδωσε στην κοινωνία. Εκείνο που της έδωσε είναι η ποσότητα της ατομικής του εργασίας. Π. χ. η κοινωνική ημέρα εργασίας αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Η ατομική ώρα εργασίας του κάθε παραγώγου είναι το μέρος που συνεισφέρει στην κοινωνική ημέρα εργασίας, το μέρος με το όποιον συμμετέχει σ' αυτήν. Ο παραγωγός παίρνει από την κοινωνία μία απόδειξη ότι συνεισέφερε τόσες ώρες εργασίας (μετά την αφαίρεση της εργασίας του για το κοινό κεφάλαιο) και με την απόδειξη αυτή αποσύρει από το κοινωνικό απόθεμα των μέσων κατανάλωσης μια ποσότητα αντικειμένων που περιέχουν ίση ποσότητα εργασίας. Την ίδια ποσότητα εργασίας που έδωσε στην κοινωνία υπό μία μορφή, την παίρνει πίσω υπό άλλη μορφή». Και για να μην υπάρξουν αμφιβολίες μας λέει ο ίδιος για ποιο κοινωνικό στάδιο πρόκειται: «Εκείνο για το όποιον εδώ πρόκειται είναι μια κομμουνιστική κοινωνία, όχι όπως εξελίχθηκε πάνω στις βάσεις που ειδικά την χαρακτηρίζουν, αλλά έτσι όπως βγαίνει από την καπιταλιστική κοινωνία, δηλαδή μια κοινωνία που από κάθε άποψη, οικονομική, ηθική, πνευματική, φέρει ακόμη τα στίγματα της παλιάς κοινωνίας, από τους κόλπους της οποίας προήλθε». Ούτε λέξη εδώ για την ποιότητα της εργασίας. Την απάντηση τη δίνει ο Ένγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ»: «Πώς τότε, γράφει, θα λύσουμε το ενδιαφέρον ζήτημα των υψηλών μισθών που πληρώνονται για τη συνθέτη εργασία; Σε μια κοινωνία ιδιωτών παραγωγών τα άτομα ή οι οικογένειες τους πληρώνουν τα έξοδα για την εκπαίδευση του ειδικευμένου εργάτη. Γι' αυτό η υψηλότερη τιμή που πληρώνεται για την ειδικευμένη εργατική δύναμη πάει επίσης πρώτα απ' όλα στον ιδιώτη άτομο. Ο έξυπνος σκλάβος πουλιέται σε καλύτερη τιμή και ο έξυπνος μισθόδουλος πληρώνεται υψηλότερους μισθούς. Αλλά σε μια σοσιαλιστικά οργανωμένη κοινωνία αυτά τα έξοδα χορηγούνται από την κοινωνία και γι' αυτό σ' αυτήν επίσης ανήκουν οι καρποί, οι μεγαλύτερες αξίες που παράγονται από την ειδικευμένη εργασία».

Το ίσο ημερομίσθιο είναι μέτρο που επιβάλλεται από την πρώτη ημέρα που η εργατική τάξη εγκαθιστά την εξουσία της και η ύπαρξή του είναι η πιο πειστική απόδειξη ότι η εργατική τάξη είναι ο κύριος στη χώρα. Ολόκληρη η κοινωνία γίνεται αμέσως ένα γραφείο ή ένα εργοστάσιο με ίση εργασία και ίσο μισθό. Αυτά τα γράφει ο Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση».

* * *

Η αντίληψη ότι μόνον στη Ρωσία αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις χάρις στην κρατικοποιημένη οικονομία και το σχέδιο, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος έχει αποτελματωθεί και είναι ανίκανος να αυξήσει τον όγκο του κοινωνικού πλούτου, είναι πολύ αφελής και άλλωστε αντίθετη με την πραγματικότητα. Ο Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» γράφει πολύ σωστά: «Θα ήταν όμως λάθος να νομίσουμε ότι αυτή η τάση για αποσύνθεση αποκλείει μια γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Όχι! Ορισμένοι κλάδοι της βιομηχανίας, ορισμένα στρώματα της αστικής τάξης, ορισμένες χώρες, εμφανίζουν στην εποχή του ιμπεριαλισμού, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, πότε τη μια και πότε την άλλη από τις δυο αυτές τάσεις. Στο σύνολό του ο καπιταλισμός αναπτύσσεται αμέτρητα πιο γρήγορα από πριν, η ανάπτυξη όμως αυτή γίνεται όχι μόνον ολοένα και πιο ανισόμετρη, άλλα και η ανισομετρία ιδιαιτέρως εκδηλώνεται με την αποσύνθεση των πιο ισχυρών από άποψη κεφαλαίου χωρών».

Ότι ο καπιταλισμός έχει ακόμη την ικανότητα να αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις μπορεί ο καθένας να το πληροφορηθεί, από τις στατιστικές. Και ακόμη σε ορισμένες ευρωπαϊκές δυτικές χώρες - για να μην αναφέρομε την Αμερική, που το εθνικό της εισόδημα έχει διπλασιασθεί στα τελευταία χρόνια - το ποσοστό της ανάπτυξης είναι σημαντικά υψηλότερο από ότι είναι σε μερικές «λαϊκές δημοκρατίες». Ενώ π.χ. στη Δυτική Γερμανία το 1950-53 ήταν 39%, στην Αυστρία 17% και στο Βέλγιο 12%, στη Γιουγκοσλαβία την ίδια εποχή ήταν μόνον 6%.

Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη Ρωσία δεν αποτελεί απόδειξη του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της οικονομίας της. Η μεταμόρφωση μιας καθυστερημένης αγροτικής χώρας σε ένα τόσο βραχύ χρονικό διάστημα στη δεύτερη βιομηχανική δύναμη του κόσμου, δείχνει μόνο με πόση δύναμη λειτουργεί ο νόμος της ανισόμετρης ανάπτυξης στην εποχή μας. Κάτω από την πολύπλευρη τρομακτική πίεση των ιμπεριαλιστικών μεγαθηρίων του εξωτερικού η καθυστερημένη ζωή αναγκάστηκε να προχωρήσει με άλματα και να πηδήσει σειρά από ενδιάμεσους σταθμούς. Αλλά με τι μέσα και με τι μέθοδες! Με το πιστόλι και το μαστίγιο της Γκεπεού, με τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, με τους δρακόντειους νόμους στα εργοστάσια, με τις νόρμες της εξουθενωτικής εργασίας, με τη βίαιη κολλεκτιβοποίηση, που διαρκώς μετατόπιζε όγκους μαζών από την ύπαιθρο στην πόλη. Και υστέρα από τον πόλεμο το θαύμα της ανασυγκρότησης και της ανοικοδόμησης: Με τη βάρβαρη χρησιμοποίηση εκατομμυρίων αιχμαλώτων στην πιο αποκτηνωτική αναγκαστική εργασία, με τη ληστεία της Γερμανίας, Αυστρίας κλπ. υπό την μορφή των επανορθώσεων από την τρέχουσα παραγωγή και την μεταφορά ολοκλήρων βιομηχανικών εγκαταστάσεων στη Ρωσία, με την εκμετάλλευση των «λαϊκών δημοκρατιών» υπό την μορφή των ετεροβαρών εμπορικών συνθηκών. Μόνον από την Πολωνία απομυζούσε - δυνάμει της συμφωνίας της 16 Αύγουστου 1945, που υποχρέωνε την Πολωνία να παραδίνει κάρβουνο στη Ρωσία με την τιμή των 2 δολαρίων τον τόνο, όταν στη, διεθνή αγορά η τιμή του ήταν 16 δολάρια - 100 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσόν δηλαδή που ποτέ δεν το πήραν οι Άγγλοι καπιταλιστές από όλες τους τις επενδύσεις στις Ινδίες. Εκατό εκατομμύρια δολάρια πήρε επίσης για επανορθώσεις από την Μαντζουρία που ήταν αποικία της Ιαπωνίας, και η «Πράβδα» της 16 Μαΐου 1950 υπολογίζει σε τρία δισεκατομμύρια 650 εκατομμύρια δολάρια αυτά που πλήρωσε η αδελφή «λαοκρατική δημοκρατία» της Ανατολικής Γερμανίας για αποζημιώσεις.

Η Ρωσία είναι σήμερα η δεύτερη βιομηχανική χώρα του κόσμου και είναι υπερήφανη για τις τεχνικές και επιστημονικές επιτεύξεις της. Όμως από κάθε πόρο της, από τα πόδια ως το κεφάλι στάζει αίμα, δάκρυα και λάσπη. Και αν ο σοσιαλισμός έχει κάποια σχέση με τα ιδεώδη της ελευθερίας, της ισότητος, της αδελφότητος και της δικαιοσύνης, εκεί δεν υπάρχει ούτε σκιά σοσιαλισμού.

* * *

Το επιχείρημα ότι η γραφειοκρατία δεν είναι τάξη, γιατί δεν έχει τίτλους ιδιοκτησίας, είναι νομικισμός που προσπαθεί να καλύψει την ουσία με νομικούς τύπους. Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε αυτό το φαινόμενο στην ιστορία. Όχι μόνον στην αρχαία Αίγυπτο, στη Βαβυλώνα, στο Περού κλπ. τα πάντα άνηκαν στο κράτος, άλλα και στην εποχή της φεουδαρχίας, σ' όλόκληρες περιοχές της Ευρώπης, οι τιμαριούχοι είχαν μόνον το δικαίωμα της επικαρπίας, ενώ η κυριότης της γης άνηκε στο κράτος ή στον βασιλέα. Το ίδιο συνέβαινε και με τον κλήρο. Και όμως και οι τιμαριούχοι και οι παπάδες βολεύονταν μια χαρά με μόνο το δικαίωμα, της επικαρπίας, υπερασπίζανε με λύσσα την ιδιοκτησία του κράτους, του βασιλέα ή της εκκλησίας και απ' ότι ξέρουμε κανένας δεν τους αμφισβήτησε την ιδιότητα της τάξης.

* * *

Τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας σ' ένα αστικό κράτος, ακόμη κι όταν αυτό απαλλοτριώνει πολιτικά την αστική τάξη, βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τις αρχές και τα συμφέροντα της αστικής τάξης και της αστικής κοινωνίας, δηλαδή με την εκμετάλλευση, τις διακρίσεις, τα προνόμια. Εντελώς διαφορετικές και εντελώς αντίθετες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στη γραφειοκρατία και στην εργατική τάξη. Η δημιουργία προνομίων και διακρίσεων είναι εντελώς ασυμβίβαστη με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και την αποστολή του εργατικού κράτους: την εξαφάνιση των τάξεων, των προνομίων, των διακρίσεων, της ανισότητος, τον σοσιαλιστικό δηλαδή μετασχηματισμό της κοινωνίας. Γι' αυτό από τη φύση του, από το ιστορικό έργο πού έχει να πραγματοποιήσει, αποκλείεται απολύτως ένα βοναπαρτιστικού τύπου εργατικό κράτος.

Ακόμη, αυτό το πολιτικό σχήμα του κράτους που απαλλοτριώνει πολιτικά, μαζί με τις μάζες και την ίδια την κυρίαρχη τάξη, προϋποθέτει την άμεση κατοχή από την οικονομικά κυρίαρχη τάξη των μέσων παραγωγής και είναι εντελώς ακατανόητο για μια κοινωνία όπου η οικονομία έχει κρατικοποιηθεί. Κάτω από το καθεστώς του Βοναπάρτη, του Α' ή του Γ', του Βίσμαρκ ή του Μεταξά ή οποιουδήποτε άλλου δικτάτορα, η αστική τάξη παρ' όλο που στερείται των πολιτικών της δικαιωμάτων, διατηρεί την οικονομική της κυριαρχία, κρατεί δηλαδή στα χέρια της τα μέσα παραγωγής και, απ' αυτό και μόνον, αυτή εξακολουθεί να είναι η οικονομικά κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας. Κάτω όμως από το καθεστώς της κρατικής ιδιοκτησίας η οικονομική και πολιτική κυριαρχία είναι εντελώς αξεχώριστες, δηλαδή οικονομικά κυρίαρχος είναι εκείνος που κατέχει την πολιτική εξουσία. Όταν το κράτος της γραφειοκρατίας - αυτός «ο ιδεώδης συλλογικός καπιταλιστής» - έχει στα χέρια του όλα τα παραγωγικά μέσα, πια οικονομική κυριαρχία διατηρεί η πολιτικά απαλλοτριωμένη «κυρίαρχος» εργατική τάξη;

* * *

Οι θεωρίες και οι ιδέες έχουν κι αυτές τη δική τους τη λογική και τη δική τους τη δύναμη, εντελώς ανεξάρτητα από τις υποκειμενικές προθέσεις εκείνων που τις εξέφρασαν και τις διατύπωσαν. Η θεωρία του «εργατικού κράτους» με δεμένους και φιμωμένους τους εργάτες, η θεωρία ότι το βασικό κριτήριο είναι η κρατική μορφή ιδιοκτησίας και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έχει γίνει σήμερα η «μαρξιστική» δικαιολόγηση της ολοκληρωτικής υποδούλωσης των μαζών σε ένα παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο αστυνομικό κράτος.

Τα λεγόμενα «εργατικά» κόμματα και προπαντός τα κομμουνιστικά, συγκεντρώνουν σήμερα στο μηχανισμό τους τα πιο αδίστακτα και τα πιο αντιδραστικά στοιχεία. Πραιτοριανοί, τυχοδιώκτες διανοούμενοι, μικροαστοί ικανοί για όλα, κληρικοί, πρώην αστυνομικοί και πρώην φασίστες, κάθε λογής κομπιναδόροι - αυτοί αποτελούν τα στελέχη και την ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων. Άνθρωποι που πολέμησαν με λόγια και έργα, ακόμη και με το όπλο στο χέρι, τη ρωσική Επανάσταση όταν αυτή φορούσε τραγιάσκα και μπλούζα, είναι σήμερα οι πιο φανατικοί υμνητές και υπερασπιστές της Ρωσίας του Στάλιν και του Κρούστσεφ. Δεν υπάρχει τίποτε το παράδοξο σ' αυτό. Οι άνθρωποι βλέπουν ότι αυτό το «εργατικό» κράτος είναι το δικό τους το κράτος, κι αυτός ο «σοσιαλισμός» ο δικός τους σοσιαλισμός. Το σοσιαλιστικό ιδεώδες, η πανανθρώπινη κοινωνία, η παγκόσμια αλληλεγγύη, στιγματίζονται σαν αντιδραστική μικροαστική ουτοπία, ή από άλλους, «επιστήμονες» αυτούς, επιεικώς χαρακτηρίζονται σαν αφελείς αυταπάτες και αισθηματολογία. Και όσους έχουν τυχόν αντιρρήσεις τους παραπέμπουν στον Λένιν και τον Τρότσκυ, στη θεωρία του «αστικού κράτους χωρίς αστική τάξη», του «κράτους παρακινητή για την ανάπτυξη παραγωγής», στο «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», στη θεωρία ότι βασικό κριτήριο είναι η κρατική μορφή ιδιοκτησίας κλπ., με δυο λόγια σ' αυτές τις «μεγαλοφυείς» συλλήψεις ότι στο καθεστώς του σοσιαλισμού εξακολουθεί να υφίσταται η μισθωτή δουλεία και μάλιστα με την πιο κτηνώδη μορφή.

Ο «σοσιαλισμός» των «εργατικών» και κομμουνιστικών κομμάτων, καθώς και των συνοδοιπόρων τους, προϋποθέτει τη σύγχυση, την απάθεια, το ασυνείδητο των λαϊκών μαζών. Η θεωρία του «παραμορφωμένου» ή «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» είναι το αποτελεσματικότερο όπλο για τη σύγχυση και την αποβλάκωση των μαζών. Γιατί να αγωνιστούν οι εργάτες; Εάν σοσιαλισμός είναι η κρατικοποιημένη ιδιοκτησία, το σχέδιο και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αυτός ο σοσιαλισμός μπορεί να γίνει και χωρίς αυτούς, πιο σωστά, μόνον χωρίς αυτούς μπορεί να γίνει: Από τον ρωσικό στρατό ή τον κινέζικο του Μάο - Τσε - Τουνγκ, από τους αντάρτες του Τίτο, από την ΟΠΛΑ κλπ. Ακόμη, για άλλους εργάτες, μπορεί να γίνει βαθμιαία και ειρηνικά, και μάλιστα κάθε ημέρα γίνεται. Οι κρατικοποιήσεις, η αύξηση του όγκου των κρατικών επενδύσεων, η επέκταση του κρατικού ελέγχου στην οικονομία, το σχέδιο κλπ. είναι ένα φαινόμενο που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις στην εποχή μας, σε όλες τις χώρες, με μια διαφορά μόνον στις μέθοδες και τους ρυθμούς.

Το ιδεώδες του «εργατικού» κράτους με δεμένους και φιμωμένους τους εργάτες, όχι μόνον δεν μπορεί να αποτελέσει ιδεολογικό και ηθικό κίνητρο για τη σοσιαλιστική κινητοποίηση των μαζών και την κατάκτηση εκλεκτών, εντίμων και αφοσιωμένων διανοουμένων, άλλα αντίθετα έχει γίνει φρένο και φόβητρο. Για εκατομμύρια καταταπιεζομένους έχει γίνει πεποίθηση ότι η σοσιαλιστική επανάσταση θα οδηγήσει στην εκ νέου υποδούλωσή τους σ' εκμεταλλευτές και τυράννους χειρότερους απ' αυτούς που έχουν σήμερα. Και ακόμη αν ο «παράδεισος» του μέλλοντος εξαρτάται από την απλή θέληση μιας ομάδος «φωτισμένων ηγετών» και οι μάζες πρέπει να δουλεύουν, να βαδίζουν κατά τετράδες και να πειθαρχούν σ' αυτούς, γιατί πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στον Κρούστσεφ, τον Τίτο, τον Τορέζ ή τον Γκρόζο, κι όχι στον Χίτλερ, τον Φράγκο, τον Αϊζενχάουερ ή τον Καραμανλή;

Ο μαρξισμός των Μαρξ και Ένγκελς είναι το πιο πολύτιμο όπλο για την αφύπνιση και τη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης. Ο «μαρξισμός» των θεωρητικών του «αστικού κράτους χωρίς αστική τάξη» και του «εκφυλισμένου εργατικού κράτους» έχει γίνει το πιο δραστικό μέσο για τη νάρκωση των μαζών και την αποσύνθεση του εργατικού κινήματος.

* * *

Αν η ανθρώπινη κοινωνία θα καταποντισθεί μέσα στο χάος που ανοίγει ο αποσυντιθέμενος καπιταλισμός ή αν η χαρά και η ευτυχία θα βασιλέψουν στον κόσμο, αυτό θα εξαρτηθεί μόνον από το αν θα αφυπνισθεί ή δεν θα αφυπνισθεί η εργατική τάξη από τον λήθαργο όπου έχει από χρόνια περιπέσει. Η ιστορία κινεί με μανία τους μοχλούς της. Εμείς θα την βοηθήσουμε εάν πούμε με θάρρος την αλήθεια. Πρέπει να διακηρύξουμε ότι δεν υπάρχει άλλος οικοδόμος του σοσιαλισμού έξω από την εργατική τάξη. Ότι δεν υπάρχει άλλος σοσιαλισμός έξω από τον σοσιαλισμό που είναι προϊόν της ελεύθερης δημιουργίας των μαζών. Ότι κάθε τι άλλο που τους παρουσιάζουν για σοσιαλισμό, είτε γιατί σ' αυτό είναι κρατικοποιημένη η ιδιοκτησία, είτε γιατί «αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις», είτε γιατί αυτοί που κυβερνούν λέγονται σοσιαλιστές ή κομμουνιστές, είτε γιατί οι σημαίες τους και οι χωροφύλακες τους έχουν σφυροδρέπανα, δεν είναι τίποτε άλλο από απάτη και μόνον απάτη. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το νυστέρι της κριτικής σκληρά και αμείλικτα, ματώνοντας την ίδια την καρδιά μας και ρίχνοντας από τα βάθρα τους θεούς που μέχρι σήμερα λατρεύουν οι μάζες και λατρεύαμε και εμείς μαζί με τις μάζες. Πρέπει να γίνουν γνωστά γεγονότα από την ιστορία του κινήματος και από την ιστορία των ιδεών, που μέχρι σήμερα σκόπιμα αποσιωπούνταν. Και ένα από τα πιο επείγοντα καθήκοντα είναι να γίνουν κτήμα των μαζών οι πολυτιμότεροι γι' αυτές θησαυροί: τα έργα της Ρόζας Λούξεμπουργκ (*).

 

(*) Καθώς θα παρατήρησε ο αναγνώστης, η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη μελέτη της για τη Ρωσική Επανάσταση αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος στην κριτική του συνθήματος για «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών» που αποτελεί την εφαρμογή της μπολσεβικικής αντιλήψεως για το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα» και της σημασίας του από άποψη σοσιαλιστικής τακτικής.

Στο ζήτημα αυτό υπήρχε από πολύ πριν μια διαφορά απόψεων μεταξύ του Λένιν και της ευρωπαϊκής επαναστατικής αριστεράς, που τροφοδότησε μια πλούσια σε ιδεολογική επεξεργασία φιλολογία.

Μετά τη Ρωσική Επανάσταση το θέμα εθεωρήθη για πολλούς τερματισμένο με δικαιωμένη τη μπολσεβικική αντίληψη. Αλλά αν σήμερα πράγματι το «εθνικό ζήτημα» έχει τη σημασία που του απέδωσε ο μπολσεβικισμός, ή αντίθετα «αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο για το διεθνή σοσιαλισμό» όπως παρατηρεί η Λούξεμπουργκ - και συνεπώς παραμένει πάντα ανοικτό και με φλέγουσα θεωρητική και πρακτική επικαιρότητα - αφήνεται στον αναγνώστη να το κρίνει.

Επίσης αξιοπρόσεχτο είναι το δεύτερο άρθρο της συλλογής μας, «Η Ιστορική Ευθύνη», όπου εξετάζονται με σπάνια διορατικότητα, από μια διεθνιστική άποψη, οι πολιτικές ενέργειες που κατέληξαν στη συνθήκη του Μπρέστ -Λιτόφσκ.

Η πολιτική αύτη, που συνάντησε τότε την πείσμονα αντίθεση και του ίδιου του μπολσεβίκικου κόμματος, υπό το φως της σημερινής πείρας φαίνεται ν' απετέλεσε την αφετηρία των εξελίξεων που απέκοψαν τη ρωσική από τη διεθνή επανάσταση και τελικώς οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού καθεστώτος.