Ιστορία

 

Κοινωνικά κινήματα στο Μεσαίωνα
Δημήτρης Φασόλης

Όταν ξεκινούσαμε να μελετήσουμε τα κοινωνικά, ριζοσπαστικά, επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη του μεσαίωνα (αλλά προφανώς και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του χώρου και / ή του χρόνου)δηλώνεται, νομίζουμε, ξεκάθαρα, η πρόθεσή μας να μελετήσουμε σημαντικά ιστορικά γεγονότα, που γέννησε η δράση μεγάλων ή μικρότερων κοινωνικών κομματιών, από την σκοπιά των κοινωνικών αλλαγών και ανατροπών, αλλά και του ίδιου του διαχρονικού αιτήματος για ένα καλύτερο, δικαιότερο εξισωτικό κόσμο.

Υπ’ αυτήν την έννοια, τα ερωτήματα που εγείρονται εδώ, απορρέουν από αυτή ακριβώς την προοπτική της δράσης συλλογικών υποκειμένων, αλλά και από τον τρόπο προσέγγισης και ανάγνωσης της ιστορίας ως πρόβλημα: της ιστορίας που βρίσκεται εγγεγραμμένη στους νευρώνες της πραγματικότητας, του κοινωνικού γίγνεσθαι, των ιστορικών φαινομένων και η οποία, ίσως είναι η «ζώσα πραγματικότητα», το υπόβαθρο, της επίσημης, συμβαντολογικής ιστορίας.

Κάτω από ποιες λοιπόν συνθήκες και ποιες αιτίες γεννιούνται τέτοια κοινωνικά, ριζοσπαστικά κινήματα; Εννοώντας συνθήκες οικονομικοκοινωνικές, πολιτικές, αλλά και ευρύτερα πολιτισμικές. Ποια η επίδραση των συμβολικών συστημάτων, νοοτροπιών, ταυτοτήτων; Και συνακόλουθα ποιος ο ρόλος των «αφανών» υποκειμένων, των φτωχών, των ιδιόμορφων ή ηγετικών προσωπικοτήτων, ο λαϊκός και λόγιος λόγος και πράξη, η συνάντηση αυτών των δύο και η επίδρασή τους στην ιστορία.

Σίγουρα όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν και να αναλυθούν στα πλαίσια αυτής της συνοπτικής, συμπυκνωμένης εργασίας. Θεωρήσαμε όμως σκόπιμο να καταγραφούν εκ των προτέρων, γιατί αυτά αποτελούν το υπόβαθρο της έρευνας, τα όργανα προσανατολισμού μας στο ταξίδι της ιστοριογραφίας. Ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά για τον ερευνητή, αλλά και οποιονδήποτε θεωρεί σημαντικό στη ζωή (αν όχι χρέος) να μην είναι παθητικός δέκτης, αλλά ενεργό υποκείμενο στις υποθέσεις που αφορούν την κοινωνία των ανθρώπων. Ζητήματα που, λόγω της οικουμενικότητάς τους, συνδέονται με μια συμπαντική διάσταση, με τους κόσμους άλλων μορφών ζωής με τους οποίους συνυπάρχουμε, με την ίδια τη φύση, ως ολότητα.

Ποιος είναι ο ρόλος, των φτωχών, λαϊκών στρωμάτων μέσα στην ιστορία; Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους εξεγείρονται; Ποιες οι επιθυμίες τους, οι φαντασιώσεις τους;, τα οράματά τους; Υπάρχει ο υποκειμενικός, ο ατομικός παράγοντας μέσα σε αυτές τις κοινωνικές διεργασίες, το υποσυνείδητο, ατομικό και / ή συλλογικό; Υπάρχει διακριτή διαφορά μεταξύ λόγιας και λαϊκής κουλτούρας και παράδοσης; Ποιος ο ρόλος των μορφωμένων, ή αλλιώς διανοούμενων της εποχής; Υπάρχει ένας κοινός άξονας που συνδέει το αίτημα για κοινωνική, πολιτισμική, ηθική αλλαγή με άλλα κοινωνικά στρώματα πέρα από αυτά των εξαθλιωμένων ή καταπιεσμένων αγροτών ή λαϊκών.

Αυτά είναι τα ζητήματα που καλούμαστε να διαπραγματευτούμε, αν θέλουμε να διεισδύσουμε σε μια όσο το δυνατόν σφαιρική και σε βάθος ιστοριογραφία.

Στην συγκεκριμένη εργασία, λοιπόν, το ζητούμενο είναι τα κοινωνικά, ριζοσπαστικά, εξεγερσιακά κινήματα του μεσαίωνα από τον 11ο ως τον 16ο αιώνα στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και τις περιστάσεις που τα ευνόησαν. Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις και ιδέες που τροφοδότησαν τα οράματα αυτών των κινημάτων, η επιρροή των προσωπικοτήτων, των «μεσσιών», οι οποίοι μετέδωσαν αυτές τις ιδέες στις φτωχές ξεριζωμένες μάζες της υπαίθρου και των πόλεων, αλλά και οι ποικίλες πηγές από όπου προέρχονται αυτά τα οράματα.

Βέβαια τα ριζοσπαστικά κινήματα εκείνης της εποχής δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από το ευρύτερο πολιτισμικό και φιλοσοφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και αυτό δεν είναι άλλο από το θρησκευτικό οικοδόμημα του καθολικισμού. Σε μια περίοδο λοιπόν που όλα ερμηνεύονταν με βάση τη θρησκευτική διάσταση του κόσμου, τον φιλοσοφικό και ηθικό δυϊσμό του καλού και του διαβολικού, η οποιαδήποτε συνειδητή ή λανθάνουσα κοινωνική κριτική στην ανισότητα, την εκμετάλλευση και την αδικία δεν μπορούσε παρά να περνά μέσα από ένα θρησκευτικό φίλτρο, μέσα από το οποίο κατανοούσαν οι άνθρωποι την κοινωνία, τον κόσμο, την φύση, νοηματοδοτούσαν τον εαυτό τους, αντιλαμβάνονταν μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο την ιδέα της συλλογικής ταυτότητας σε σχέση με άλλες ταυτότητες, έθεταν προσανατολισμούς και διαμόρφωναν μια συγκεκριμένη στάση ζωής.

Αν λοιπόν τα κυρίαρχα εκκλησιαστικά – θρησκευτικά δόγματα ήταν αυτά που νομιμοποιούσαν το διαχωρισμό της εκκλησιαστικής ελίτ και των απλών πιστών, την εκθαμβωτική χλιδή των ανώτερων στρωμάτων και την εξαθλίωση των φτωχών, λαϊκών στρωμάτων, τότε η απόκλιση και η αμφισβήτηση του υπάρχοντος κοινωνικού μοντέλου περνούσε αναγκαστικά μέσα από διαφορετικές ερμηνείες της θρησκευτικής διδασκαλίας και παράδοσης την απόρριψη των δογμάτων και των τελετουργικών συστημάτων και κατά συνέπεια των κανόνων και των ίδιων των εκπροσώπων της εκκλησίας, άλλα και της ιδιότητάς τους ως εκπροσώπων του θεού επί της γης. Η αντίσταση και η επαναστατικότητα των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στις υλικές συνθήκες που καθόριζαν της υποτελή ζωή τους, ήταν στενά συνυφασμένη, και σε μια σχέση αλληλεπίδρασης με τη θρησκευτική πίστη, μέσα από τις διάφορες αιρετικές εκδοχές της, συνιστώντας, σε τελευταία ανάλυση, τα αιρετικά κινήματα που παρουσιάστηκαν και αναπτύχθηκαν σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη – με προεκτάσεις και συνέπειες που ξεπερνούσαν πολλές φορές τα στενά θεολογικά πλαίσια.

Το πρωταρχικό πρόβλημα που ανακύπτει σε μια τέτοια αναδίφηση, αφορά το ζήτημα των πηγών, της συγκέντρωσης και της αξιολόγησης του πραγματολογικού υλικού. Αυτό είναι συνέπεια του γεγονότος ότι – όπως μας λέει ο Malcolm Lambert – δεδομένου ότι τα κινήματα αυτά ήταν εχθρικά προς το καθεστώς, τόσο το εκκλησιαστικό όσο και το κοσμικό, αντιμετώπισαν την καταστολή και ταυτόχρονα την συκοφάντηση, την παραποίηση και πολύ συχνά την καταστροφή των γραπτών μαρτυριών που αφορούσαν τις ιδέες, τα δόγματα, τα οράματα και τις επιδιώξεις των πρωταγωνιστών αυτών κινημάτων: «Το κύριο μέρος των πηγών προέρχεται από τις δυνάμεις καταστολής ή τους χρονικογράφους από τη μεριά του Καθολικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι περιγραφές τους να σχηματίζονται με βάση αυτές τις συμβάσεις. Η διασωθείσες δουλειές των ίδιων των αιρετικών, στην οποία μπορούμε να δούμε άμεσα τη φύση της διδασκαλίας τους, είναι πολύ λιγότερες, επειδή, είτε η αίρεση μεταδίδονταν συχνότερα μέσω του προφορικού λόγου παρά της γραφής, είτε η καταστολή είχε καταστρέψει τα ντοκουμέντα. Ο ιστορικός συνεπώς αντιμετωπίζει συγκεκριμένα προβλήματα από την άποψη των αποδείξεων, όταν θέλει να μελετήσει τη συμπεριφορά, τα κίνητρα και τα πιστεύω των αιρετικών. Διαπραγματεύεται τον περισσότερο καιρό με υπόγεια - συχνά - κινήματα, τα οποία υπήρχαν κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας – και εξαιτίας του γεγονότος ότι η Εκκλησία και το Κράτος συνενώνονταν συνήθως ενάντιά τους, καθώς ήταν κινήματα εχθρικά προς την εξουσία. Έτσι ο σύγχρονος ιστορικός πρέπει να φέρει στο φως τα κίνητρα και τις νοοτροπίες των αιρετικών, μέσα από πηγές που ελάχιστα αναφέρονται σε αυτά τα στοιχεία και να σκάψει μέσα από στρώματα συμβάσεων και προκαταλήψεων προκειμένου να πετύχει μια αληθινή σκιαγράφηση των εν λόγω κινημάτων.

Ξαναγυρνώντας – μετά από αυτή την παρένθεση σχετικά με συγκεκριμένα μεθοδολογικά προβλήματα που ανακύπτουν κατά την έρευνα των εξεγερσιακών κινημάτων του Μεσαίωνα – στο θεωρητικό πλαίσιο της παρούσας εργασίας, πρέπει να επισημανθεί ότι στόχος μας εδώ δεν είναι τόσο η λεπτομερής και αυστηρά χρονολογική καταγραφή των κινημάτων αυτών, όσο, μάλλον, η αναζήτηση και η αποτίμηση της εσωτερικής τους ποιότητας, των απαρχών τους, της ιστορικής τους συνάφειας με άλλα κοινωνικά γεγονότα και περιστάσεις, ή αλλαγές στο πολιτισμικό και συμβολικό πεδίο, καθώς και η διερεύνηση τυχόν άλλων παραγόντων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτών των κοινωνικών κινημάτων, καθώς επίσης των γεγονότων και των ιστορικών εξελίξεων που αυτά προκάλεσαν.

Τα χιλιαστικά – αιρετικά κινήματα εμπνεύσθηκαν και ανδρώθηκαν μέσα στο γόνιμο περιβάλλον μιας μακραίωνης παράδοσης μεσσιανικών – χιλιαστικών μύθων, οραμάτων και προφητειών τα οποία καλλιεργήθηκαν μέσα στο ιδιαίτερο φιλοσοφικό – θρησκευτικό και πολιτισμικό περιβάλλον των Εβραίων, συνθέτοντας έτσι ένα πλαίσιο με ένα καινοφανή, ιστορικά, χαρακτήρα: για πρώτη φορά στην ιστορία, ένας λαός πιστεύει ότι του έχει αποδοθεί από το Θεό ένας μεσσιανικός ρόλος. Κατά συνέπεια θεωρεί καθήκον του να διαφωτίσει τον κόσμο και παράλληλα να αγωνιστεί για τη Χιλιετή Βασιλεία του Θεού πάνω στη γη, στην οποία αυτός θα είναι ο περιούσιος λαός. Αυτή η συγκεκριμένου τύπου σωτηριολογία, ανανεωνόταν και έπαιρνε διάφορες μορφές εσχατολογικής - χιλιαστικής μυθολογίας, ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες, παρουσιάζοντας όμως ουσιαστικές ομοιότητες ως προς τα βασικά συμβολικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν την εικόνα που είχαν για τη σωτηρία:

«Α) Συλλογική, με την έννοια ότι θα τη χαρούν συλλογικά οι πιστοί.
Β) Επίγεια, με την έννοια ότι θα πραγματοποιηθεί πάνω στη γη κι όχι σε κάποιο παράδεισο του άλλου κόσμου.
Γ) Επικείμενη, με την έννοια ότι θα έρθει σύντομα και αιφνιδιαστικά.
Δ) Συνολική, με την έννοια ότι θα μεταμορφώσει πλήρως τη ζωή πάνω στη γη, με αποτέλεσμα η καινούρια διανομή των αγαθών να μην είναι απλώς βελτίωση του παρόντος αλλά η τελειότητα.
Ε) Θαυματουργή, με την έννοια ότι θα επιτελεστεί από υπερφυσικές δυνάμεις ή με τη βοήθειά τους.» {Cohn, 1999, σελ.11}

Βέβαια αυτό το σώμα συμβολικών κατηγοριών, δογμάτων και οραμάτων – όπως επισημαίνουν τόσο ιστορικοί όσο και ανθρωπολόγοι – ερμηνεύεται, αφομοιώνεται και τροποποιείται ανάλογα με τα συλλογικά υποκείμενα που το δέχονται και σε σχέση με ευρύτερες φιλοσοφικές, πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες. Έτσι οι πρώτοι χριστιανοί, την προφητεία της Αποκάλυψης σύμφωνα με την οποία οι πολίτες της Χιλιετής Βασιλείας του Χριστού πάνω στη γη θα είναι οι χριστιανοί μάρτυρες που θα αναστηθούν για το λόγο αυτό χίλια χρόνια πριν τη γενική ανάσταση των νεκρών, «την ερμήνευαν ελεύθερα και όχι κυριολεκτικά, καθώς εξίσωναν τους μάρτυρες με τους τυραννισμένους πιστούς – δηλαδή με τον εαυτό τους – και ανέμεναν τη Δευτέρα Παρουσία κατά τη διάρκεια της ζωής τους» {ο.π.}. Κατά συνέπεια, οι τυραννισμένοι πιστοί ήταν οι πραγματικοί πιστοί, σε αντίθεση με τους πλούσιους και τον ανώτερο κλήρο που ζούσαν μέσα στη χλιδή αδιαφορώντας για την φτώχεια και την πείνα και άρα ήταν ανάξιοι της εύνοιας και της χάρης του Θεού.

Βασικό χαρακτηριστικό των χιλιαστικών αιρέσεων και κινημάτων ήταν ότι αναπτύχθηκαν στους κόλπους των ξεριζωμένων των πόλεων και της υπαίθρου. «Η φτώχεια των ανθρώπων αυτών ήταν κατάφορη, στη ζωή τους κυριαρχούσε η ανασφάλεια, ενώ ο χιλιασμός που αναπτύχθηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες ήταν βίαιος, αναρχικός και κατά καιρούς αληθινά επαναστατικός. Συνεπώς ο κόσμος της χιλιαστικής ανάστασης και ο κόσμος της κοινωνικής αναστάτωσης δεν συνέπιπταν αλλά αλληλεπικαλύπτονταν…… Στη συνηθισμένη λαχτάρα των φτωχών να βελτιώσουν τις υλικές συνθήκες της ζωής τους, μεταγγίζονταν φανταστικές εικόνες ενός κόσμου που ξαναγεννήθηκε μέσα στην αθωότητα, διαμέσου μιας έσχατης σφαγής της Αποκαλύψεως. Εμπνεόμενοι από τέτοιες φανταστικές εικόνες πάμπολλοι φτωχοί κινούσαν για εγχειρήματα που ήταν τελείως διαφορετικά από τις συνηθισμένες εξεγέρσεις των αγροτών ή των χειροτεχνών, οι οποίες πρόβαλλαν τοπικούς, περιορισμένους στόχους… και από ορισμένες απόψεις ήταν αληθινοί πρόδρομοι ορισμένων από τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του αιώνα μας». {Cohn, στο ίδιο σελ.12-13}

Στο βαθμό λοιπόν που τα οράματα αυτά μέσα στις λαϊκές τάξεις αποκτούν ένα χαρακτήρα γήινο, συνιστούν πλέον μια συμβολική αναπαράσταση των πόθων, των επιθυμιών και των επιδιώξεων των καταπιεσμένων, αφορούν ένα λιγότερο μακρινό έως πολύ άμεσα μέλλον, προσλαμβάνουν μια υλική δυναμική, καταλυτική στην κινητοποίηση των ανθρώπων, στη δημιουργία ιστορικών γεγονότων και κοινωνικών φαινομένων που αλλάζουν το ρου της Ιστορίας. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι πρέπει να συμβάλλουν και κάποιοι άλλοι συμβολικοί παράγοντες ώστε να συγκροτηθούν νέα συλλογικά ιστορικά υποκείμενα. Η ταύτιση με τον περιούσιο λαό ίσως να είναι μια αναγκαία συνθήκη όπου, μέσω μιας συμβολικής αντιστροφής, οι καταφρονεμένοι και ατιμασμένοι γίνονται ανώτεροι – ηθικά και πολιτισμικά – σε σύγκριση με τους πλεονέκτες και αμαρτωλούς αφεντάδες. Με αυτόν τον τρόπο συγκροτείται μια νέα ταυτότητα και ο λαός από αντικείμενο γίνεται υποκείμενο της Ιστορίας, αντιβαίνει τους περιορισμούς και τις συμπληγάδες της ζωής του, προχωρεί προς το μέλλον του προβάλλοντας με ένα έμμεσο τρόπο τα υλικά του συμφέροντα αλλά και τις πολιτισμικές και ιδιοσυγκρασιακές αναφορές του, στο χώρο και το χρόνο.

Από την άλλη μεριά, διαπιστώνουμε ότι στα αιρετικά λαϊκά κινήματα είναι φανερός ο ιστορικός ρόλος της προσωπικότητάς, του μεσσία – ηγέτη, η οποία πρέπει να έχει κάποια γνωρίσματα με ιδιαίτερη αξία, ηθική και συμβολική: ιδιοφυΐα, ρητορική ικανότητα και ευφράδεια, ταπεινή, λαϊκή καταγωγή ή τουλάχιστον αποποίηση των όποιων προνομίων που λόγω της κοινωνικής του θέσης τον διαχώριζαν από τον απλό, εξύμνηση της ένδειας και τελικά εξομοίωση με τους ταπεινούς πιστούς.

Η προσωπικότητα εδώ ενσωματώνει τα συμβολικά και τελετουργικά στοιχεία που συνθέτουν την κοινή ταυτότητα της κοινότητας (της ομάδας, ή του κινήματος). Παράλληλα παρατηρούμε ότι κυριαρχεί η τελετουργική πρακτική και αντίληψη της θυσίας που τροφοδοτείται από την πίστη στην έλευση της Θείας Δίκης, της λύτρωσης, του νέου, τέλειου κόσμου. Βέβαια τα χαρακτηριστικά του ηγέτη – μεσσία ανταποκρίνονταν στις ανάγκες, τις νοοτροπίες και τις αξιολογικές κατηγορίες του χριστιανικού μεσαίωνα, όπου το θρησκευτικό ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, αυτό έδινε τον τόνο και το ύφος της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Είναι πραγματικά απορίας άξιον το πόσο κυριολεκτικά έπαιρνε ο κόσμος τις προφητείες αυτές και τις παραλλαγές τους και αυτό φαίνεται στα κινήματα που γεννήθηκαν και παρέσυραν μεγάλα πλήθη κάτω από την επίδραση τέτοιων ιδεών. Έτσι κατά καιρούς παρουσιάζονταν διάφοροι «μεσσίες» και «προφήτες», πολλοί από τους οποίους πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως χαρισματικές προσωπικότητες, όπου γύρω τους συνέρεαν εκστασιασμένοι οι άνθρωποι μέσα σε τελετουργικά δρώμενα οραματιστικών εμπειριών, για τις οποίες υπήρχε ακράδαντα η πίστη ότι ήταν θεϊκής προέλευσης.1

Με το πέρασμα των αιώνων οι αναφερόμενες στα Αποκαλυπτικά κείμενα προφητείες επεξεργάζονταν και τροποποιούνταν από διάφορες λόγιες προσωπικότητες, κληρικούς, πεφωτισμένους, αριστοκράτες, συγγραφείς, σε μια κατεύθυνση περισσότερο υλική και μαχητική. Από αυτή την άποψη σημαντική ήταν η επιρροή του Λατίνου ποιητή Κομμοδιανού που έζησε πιθανόν τον 5ο αιώνα. «Στον Κομμοδιανό οι συνηθισμένες φαντασιώσεις εκδίκησης και θριάμβου ξάφνου αποκρυσταλλώνονται στην ενόρμηση να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει – πρώτο προμήνυμα του σταυροφόρου χιλιασμού, που έμελλε να ξεσπάσει στην Ευρώπη περί τα τέλη του Μεσαίωνα… Γιατί όταν ο Χριστός επιστρέψει θα είναι επικεφαλής μιας στρατιάς, όχι αγγέλων, αλλά των απογόνων των δέκα φυλών του Ισραήλ, που επεξήγησαν σε μέρη κρυφά, άγνωστα στους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτός ο κρυφός, τελικός άγιος λαός παρουσιάζεται ως ιδιαίτερα ενάρετη κοινότητα, που δεν γνωρίζει μίσος, έπαρση ή φιληδονία και, τόσο απεχθάνεται την αιματοχυσία, ώστε όλοι είναι φυτοφάγοι. Αλλά αυτοί οι Άγιοι είναι ανίκητοι στον πόλεμο. Βρυχώμενοι σαν λιοντάρια, ρημάζουν τις χώρες από τις οποίες περνούν, ανατρέπουν τα έθνη και καταστρέφουν πόλεις… με την άδεια του Θεού. Όσο για τον Άγιο Λαό, οι άνθρωποι που ζουν παντοτινά στην Αγία Ιερουσαλήμ – αθάνατοι και αγέραστοι με γάμους και γεννητούρια, άθικτοι από τη βροχή ή το κρύο, ενώ ολόγυρά τους μια διαρκώς ανανεωνόμενη γη προσφέρει πλουσιοπάροχα τους καρπούς της. {Cohn, σελ.25}

Επιβεβαιώνεται, εδώ, η θέση για τον ρόλο του λόγιου παράγοντα, μέσα από την αλληλεπίδραση και σύνθεση με το λαϊκό στοιχείο. Είναι έντονος ο προβληματισμός, και πολλές φορές οι θεωρητικές προτάσεις γύρω από το τι είναι «λαϊκός» και τι λόγιος πολιτισμός, γεγονός το οποίο οδηγεί σε μια επανεξέταση του τι είναι πολιτισμός, αν υπάρχει και πως ορίζεται ο ηγεμονικός πολιτισμός και αυτός των υπαλλήλων τάξεων, και τελικά του κατά πόσον είναι οριοθετημένοι και διαχωρισμένοι οι δύο αυτοί κόσμοι, ή, αντίθετα, βρίσκονται σε μια σχέση διαλόγου και αλληλοδιαμόρφωσης. Εξαιτίας της φύσης του αντικειμένου που εξετάζουμε, είναι εύλογο το ότι πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία σε αυτές τις προσεγγίσεις, για να έχουμε μια πιο σφαιρική και σαφή εικόνα αυτών των λαϊκών – εξεγερσιακών κινημάτων και να δούμε πως κάποιες απ’ αυτές τις ερμηνείες μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη.

Καταρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος «λαϊκός πολιτισμός» σήμερα αμφισβητείται εξαιτίας του ότι δίνει μια εσφαλμένη εντύπωση ομοιογένειας και από αυτήν την άποψη θα ήταν καλύτερα να τον χρησιμοποιούμε στον πληθυντικό ή να τον αντικαταστήσουμε με μια έκφραση του τύπου «ο πολιτισμός των λαϊκών τάξεων» {Burke Peter, 1990, σελ.31}. Επίσης μια άλλη άποψη που επικρατεί είναι ότι «τα όρια ανάμεσα στις διάφορες μορφές πολιτισμού του λαού και στις πολιτισμικές μορφές της ελίτ (οι οποίες ποικίλλουν εξίσου) είναι όρια ασαφή και επομένως η προσοχή των μελετητών αυτού του αντικειμένου οφείλει να επικεντρώνεται περισσότερο στις αμοιβαίες επιρροές παρά στις ανάμεσά τους διαχωριστικές γραμμές». {ο.π. σελ.31} Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται το έργο του ρώσου κριτικού Μιχαήλ Μπαχτίν, το οποίο έχει ασκήσει καταλυτική επίδραση στους κόλπους των διάφορων κοινωνικών στοχαστών. «Η επιρροή του στη σπουδαιότητα της «υπέρβασης των ορίων» αποκτά έκδηλη σημασία εδώ. Με τον ορισμό που έδωσε στο Καρναβάλι και το καρναβαλικό πολιτισμό – αντιπαραθέτοντας αυτές τις εκδηλώσεις όχι στην ελίτ αλλά στον επίσημο πολιτισμό – εκδηλώνει σημαντική μετατόπιση προς την έμφαση η οποία μας ωθεί να επαναορίσουμε το λαϊκό περισσότερο ως το επαναστατικό που βρίσκεται σε όλους μας (όπως έγραψε κάποτε ο Φρόιντ) παρά ως ίδιον γνώρισμα οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας» {ο.π.σελ.31}.

Ο Μ. Μπατίν στο θεμελιώδες βιβλίο του το οποίο πραγματεύεται τις σχέσεις του Ραμπελαί με τη λαϊκή κουλτούρα της εποχής του, επικεντρώνεται σε αυτήν την «πολιτισμική διχοτομία, μα και παράλληλα αμφίδρομη επικοινωνία και αλληλεπίδραση μεταξύ υπάλληλης και ηγεμονεύουσας κουλτούρας που γίνεται ιδιαίτερα έντονη στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα» {Ginzburg Carlo (1994, 1976), σελ.17}. Η περίπτωση επίσης του Μενόκιο, καθώς μελετάμε τις απόψεις του για διάφορα ηθικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά θέματα, μας κάνει ξεκάθαρο ότι τα σκοτεινά λαϊκά στοιχεία που ανασύρονται στην επιφάνεια από τα λεγόμενά του «βρίσκονται ενοφθαλμισμένα σ’ ένα εξαιρετικά σαφές και συνεπές σύνολο ιδεών, οι οποίες κυμαίνονται από το θρησκευτικό ριζοσπαστισμό, ως μια επιστημονικών τάσεων φυσιοκρατία, έως κάποιους ουτοπικούς πόθους κοινωνικής ανανέωσης. Η εντυπωσιακή σύγκλιση των θέσεων ενός άγνωστου μυλωνά από το Φριούλ με εκείνες των πιο εκλεπτυσμένων και ενσυνείδητων πνευματικών ομάδων της εποχής του ξαναθέτει πιεστικά το ζήτημα της πολιτισμικής κυκλοφορίας που είχε διατυπώσει ο Μπαχτίν» {Ginzburg, σελ.22}.

Η έννοια που χρησιμοποιήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια με την ανάλυση των αμοιβαίων επιρροών ανάμεσα στα «επάνω» και στα «κάτω» είναι η ιδέα της «πολιτισμικής ηγεμονίας» με την έννοια ότι το «πάνω» είναι το «κυρίαρχο» και το «κάτω» είναι το «κυριαρχούμενο» ή «υποτελές» {ο.π.}. Αν και αυτή η προσέγγιση δεν είναι χωρίς προβλήματα – όπως για παράδειγμα το ότι είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα αν και σε ποιο βαθμό οι διάφοροι λαοί, σε διαφορετικές εποχές, είχαν συνείδηση του εαυτού τους ως «λαού», ή στο ερώτημα του αν η κυρίαρχη τάξη επιβάλλει τις αξίες της στις εξαρτημένες ή υπάρχει κάποια μορφή συμβιβασμού, καθώς και άλλα τέτοιου είδους προβλήματα {Burke, σελ.32} – εντούτοις, φαίνεται ότι μπορεί να εφαρμοστεί στα παραδείγματα που εξετάζουμε.

Μέσα από το πρίσμα αυτών των ερμηνευτικών προσεγγίσεων θα μπορούσαμε να πούμε ότι στα λαϊκά κινήματα του Μεσαίωνα υπάρχει αυτός ο διάλογος μεταξύ λόγιου – λαϊκού, όπου μάλιστα εδώ το λόγιο κινείται σε μια κατεύθυνση αντιθετική ως προς τον ηγεμονικό λόγο. Ο στοχαστής, ο εμπνευστής των Αποκαλυπτικών και μεσσιανικών οραμάτων, μπορεί να οραματίζεται και να συνθέτει σε ένα ανώτερο επίπεδο ιδέες και αντιλήψεις που γεννά η ίδια κοινωνική πραγματικότητα, μέσα από την επεξεργασία της συλλογικής μνήμης, της προφορικής παράδοσης και εμπειρίας και να τις προβάλλει στο μέλλον με τη μορφή μιας ουτοπίας, μιας ιδανικής Πολιτείας. Αυτή η δημιουργική δύναμη αντλεί από – αλλά και επιδρά καταλυτικά στο - συλλογικό ασυνείδητο, στη λαϊκή κουλτούρα και κοσμοαντίληψη, μεταβάλλοντας τα συμφραζόμενα της εποχής.

Στο παράδειγμα του ποιητή Κομμοδιανού, η συνείδηση της σκληρής πραγματικότητας, της σπανής, της δύσκολης, επίπονης επιβίωσης, ωθεί την ανθρώπινη διανόηση – ως κατεξοχήν λόγιο στοιχείο – στην κατασκευή της ελπίδας για μια εποχή αφθονίας και ευδαιμονίας, αλλά και στην επιδίωξη ενός τέτοιου στόχου. Η λόγια προσωπικότητα, εξαιτίας της κοινωνικής της θέσης και του ρόλου της στην πολιτισμική ζωή, φαίνεται να μπορεί να αποστασιοποιηθεί από τους ιστορικά προκαθορισμένους υλικούς περιορισμούς και τις αγχοτικές πιέσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος των υποτελών στρωμάτων και επιπλέον να προσπαθεί να δει πέρα από το ιστορικό πλαίσιο και τους πνευματικούς ορίζοντες της εποχής να προβάλει κρίσεις, επιθυμίες και στόχους ενάντια (αδιαφορώντας;) στις όποιες «αντικειμενικές» ή «νομοτελειακές» συνθήκες.

Η βαθιά ριζωμένη παράδοση και το κύρος του χιλιασμού πολεμήθηκαν από την επίσημη εκκλησία από τη στιγμή που αυτή συμμάχησε και ταυτίστηκε με το κοσμικό κράτος, γιατί ακριβώς απειλούσε τα συμφέροντα και τα προνόμιά της. Κατά τις αρχές του 5ου αιώνα ο Αυγουστίνος εισηγήθηκε το νέο, επίσημο, ορθολογικό δόγμα που απαιτούσαν οι νέες συνθήκες.2 «Κι όμως δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τη μεγάλη σημασία της παράδοσης των Αποκαλυπτικών οραμάτων. Αν δεν είχε θέση πια στο επίσημο δόγμα, επιβίωνε στο σκοτεινό κάτω κόσμο της λαϊκής θρησκείας. Και η ιδέα αυτή (σ.σ. της Χιλιετούς Βασιλείας) ήταν τόσο θελκτική, ώστε καμία επίσημη καταδίκη δεν μπόρεσε να την εμποδίσει να έρχεται και να ξανάρχεται στα μυαλά των φτωχών, των καταπιεσμένων, των αποπροσανατολισμένων και των ανισόρροπων. Η θεσμοποιημένη Εκκλησία έδειξε μεγάλη ικανότητα στο να θέσει υπό έλεγχο και να διοχετεύσει τη συναισθηματική ενέργεια των πιστών, και κυρίως, να κατευθύνει τις ελπίδες και τους φόβους μακριά από αυτήν, στην άλλη ζωή. Ιδίως σε καιρούς γενικής αβεβαιότητας ή αναστάτωσης, οι άνθρωποι μπορούσαν πάντα να στραφούν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και στα αναρίθμητα σχόλια σε αυτήν – ενώ παράλληλα αναδύθηκε σταδιακά ένα άλλο και με εξίσου μεγάλη επιρροή σύνολο κειμένων με Αποκαλυπτικά οράματα, που είναι σήμερα γνωστά με την ονομασία μεσαιωνικοί Σιβυλλικοί Χρησμοί» {Cohn, σελ.26-27}.

Αυτή η «δυσπροσαρμοστικότητα» των λαϊκών τάξεων ερμηνεύεται και από το γεγονός ότι «θρησκεία τον Μεσαίωνα σήμαινε πάνω απ’ όλα, για τους πολλούς, συμμετοχή σε τελετουργίες, σε μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση και στο σύνολο των πρακτικών που νοηματοδοτούσαν τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, τους ανθρώπους και το θείο. Σε ένα σημείο συμφωνούν όλοι οι κήρυκες, όλες οι σύνοδοι: η λατρεία των αγροτών – ειρήσθω εν παρώδω των ¾ του πληθυσμού τότε – παρέκκλινε από τους κανόνες, οι γνώσεις ήταν ατελείς και η κατανόηση του δόγματος εξαιρετικά επισφαλής. Από τα μυστήρια που διακήρυξε η Εκκλησία μονάχα η βάπτιση έχαιρε οικουμενικής αποδοχής, ίσως επειδή ήταν μια διαβατήρια τελετή, μια τελετή εισαγωγής σε έναν κόσμο όπου με δυσκολίες προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους. Οι επιθανάτιες τελετουργίες είχαν και αυτές ζήτηση, αλλά έμοιαζαν παραδόξως με αντίστοιχες παγανιστικές. Κατά την περίοδο αυτή η Εκκλησία δεν επιχείρησε να απαγορεύσει αλλά να ελέγξει σταδιακά τις τελετές, όπως αυτή του γάμου λ.χ., επιβάλλοντας ένα δικό της πρότυπο. Οι παγανιστικές επιβιώσεις ή αντιστάσεις προβληματίζουν τους ερευνητές, ωστόσο είναι εν γένει αποδεκτή η άποψη ότι στις αρχές του 14ου αιώνα ο «εκχριστιανισμός» των Ευρωπαίων αγροτών δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις υπονοούν, αφενός μεν, τη σημασία της θρησκευτικής κουλτούρας στην καθημερινότητα όλων εκείνων των πιστών που δεν ανήκουν στην ελίτ των κληρικών και, αφετέρου, τη σημασία της συνάντησης, των συμβιβασμών, των αμφισβητήσεων, των συγκρούσεων ανάμεσα σε διαφορετικές θρησκευτικές λογικές και το ενδεχόμενο της ανάδειξης όλων αυτών σε πολιτικά διακυβεύματα.» {Μπενβενίστε Ρίκα, Εφημ. Αυγή, 3-12-2000, σελ.19}

Δεν είναι παράδοξο λοιπόν το γεγονός ότι η αντίθεση μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων και της κυρίαρχης ελίτ εκφράστηκε σε μεγάλο βαθμό μέσα από την αμφισβήτηση και κριτική της Εκκλησίας. Αν οι μοναχοί βρίσκονταν απομακρυσμένοι από τον κόσμο, ο ανώτερος κλήρος ήταν στενά συνυφασμένος με την πολιτική κοσμική ζωή. Οι λαϊκοί παραπονιούνταν για τα πλούτη και τις φιλοδοξίες, τα φαινόμενα ακολασίας και παλλακείας που ευδοκιμούσαν στα ανώτερα και μεσαία στρώματα των κληρικών. Από την άλλη «λαχταρούσαν να ακούσουν κάποιον να τους κηρύττει απλά και κατανοητά το Ευαγγέλιο, ώστε να μπορούν να συσχετίσουν ότι άκουγαν με τις δικές τους εμπειρίες. Οι γνώμονες με τους οποίους κρίνονταν η Εκκλησία ήταν εκείνοι που είχε προβάλει ως ιδεώδες η ίδια στους λαούς της Ευρώπης, γιατί ήταν οι γνώμονες της πρώτης χριστιανοσύνης, όπως απεικονίζονταν στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων» {Cohn, ο.π.σελ.34}.

Αυτή η ανάγκη για μια επαναπροσέγγιση με τα ιδανικά και τα κηρύγματα του χριστιανισμού, η επανένταξή τους στην καθημερινή ζωή και η εναρμόνισή τους με τις νοοτροπίες, τις αξίες και τις επιδιώξεις του λαού γέννησε και τους ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι και σε διαρκή ετοιμότητα να κηρύξουν το λόγο του Χριστού, ακόμα κι αν έρχονταν σε αντίθεση με την Εκκλησία. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα συναντούσες παντού τέτοιους ελεύθερους ιεροκήρυκες.3 Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις όπου αυτοί οι ελεύθεροι ιεροκήρυκες αντιμετωπίζονταν με ανοχή από την Εκκλησία, δεδομένου και της μεγάλης επιρροής που είχαν στον πληθυσμό. Βασικά γνωρίσματα των λαϊκών ιεροκηρύκων ήταν ότι διέδιδαν το ιδανικό της επιστροφής στις αξίες και τον τρόπο ζωής των Αποστόλων, στην ηθική εξύψωση της ένδειας και της φτώχειας, δίνοντας, αυτοί πρώτοι, το παράδειγμα, καθώς εγκατέλειπαν κάθε υλικό ή κοινωνικό προνόμιο, κάθε ιδιοκτησία και κυκλοφορούσαν συνήθως ξυπόλητοι, φορώντας για ρούχα κουρελιασμένα ράσα. Κατά κανόνα αυτοί οι ελεύθεροι ιεροκήρυκες παρουσιάζονταν απλώς ως πνευματικοί ταγοί. Υπήρχαν όμως φορές όπου ισχυρίζονταν πως ήταν άλλοτε θεόπνευστοι προφήτες ή μεσσίες και άλλοτε έφταναν να ισχυρίζονται ότι ήταν ενσαρκωμένοι θεοί – φαινόμενο το οποίο αποτελεί το επίκεντρο της μελέτης και της ερμηνευτικής δουλειάς του Norman Cohn, όπως ο ίδιος σημειώνει. {σελ.38}

Σημαντικοί στόχοι της δράσης τους, και αποτέλεσμα της απήχησης που είχε το κήρυγμά τους ήταν η δημιουργία ορδών από φανατικούς οπαδούς που πίστευαν ακράδαντα στις θεϊκές δυνάμεις των ηγετών τους, και στη συνέχεια οι επιδρομές σε πόλεις με λεηλασίες και δολοφονίες κληρικών, πλουσίων, αλλά και γενικότερα «άπιστων».4

Ένα στοιχείο κλειδί το οποίο μας οδηγεί σε μια πληρέστερη ερμηνεία του φαινομένου των χιλιαστικών και επαναστατικών κινημάτων του Μεσαίωνα, και στο οποίο θα πρέπει να εστιάσουμε την ανάλυσή μας, είναι η γεωγραφική θέση στην οποία εκδηλώνονται τα κινήματα αυτά, σε συνδυασμό με τις ιδιαίτερες οικονομικοκοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Όσον αφορά τη βόρεια Ευρώπη, μόνο στην κοιλάδα του Ρήνου εντοπίζουμε μια εμφανώς συνεχή παράδοση επαναστατικού χιλιασμού, που φτάνει μέχρι το 16ο αιώνα. Σε ορισμένες περιοχές του τωρινού Βελγίου και της τωρινής βόρειας Γαλλίας, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε μια τέτοια παράδοση από τα τέλη του 11ου μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα, σε ορισμένες περιοχές της νότιας και κεντρικής Γερμανίας από τα μέσα του 13ου αιώνα μέχρι τη Μεταρρύθμιση (16ο αιώνα). Κατόπιν, συναντούμε τις απαρχές μιας παράδοσης στην Ολλανδία και τη Βεστφαλία, ενώ στα περιθώρια πολύ μεγαλύτερων ξεσηκωμών, χιλιαστικές ταραχές συνέβησαν στα περίχωρα του Λονδίνου και στη Βοημία.

Κατά τον Cohn, «όσο παρακινδυνευμένο και αν είναι το να αναζητούμε τα αίτια κοινωνικών φαινομένων σε μια κοινωνία που δεν μπορούμε να την υποβάλλουμε σε άμεση παρατήρηση, η εμφάνιση του επαναστατικού χιλιασμού είναι εδώ πάρα πολύ προσδιορισμένη, χρονικά και χωρικά, πράγμα που έχει ιδιαίτερη σημασία. Μια επιτροχάδην εποπτεία μας δείχνει ότι οι κοινωνικές καταστάσεις, στις οποίες έγιναν τα ξεσπάσματα του επαναστατικού χιλιασμού, ήταν πράγματι αξιοπρόσεκτα όμοιες. Και η εντύπωση αυτή επιβεβαιώνεται όταν εξετάσουμε λεπτομερέστερα τα επί μέρους ξεσπάσματα. Οι περιοχές, στις οποίες οι παμπάλαιες προφητείες για τις Τελευταίες Ημέρες πήραν καινούριο, επαναστατικό νόημα, και καινούρια, εκρηκτική δύναμη, ήταν περιοχές με σημαντικό υπερπληθυσμό, που γνώριζαν μια διαδικασία ραγδαίας οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής. Τέτοιες συνθήκες εμφανίζονταν κάποτε σε μια, άλλοτε σε άλλη περιοχή, γιατί από την άποψη αυτή η ανάπτυξη της μεσαιωνικής Ευρώπης ήταν κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη. Όποτε εμφανίζονταν, η ζωή έφτανε να διαφέρει πολύ από την εδραία γεωργική ζωή, που ήταν ο κανόνας κατά τα χίλια χρόνια του Μεσαίωνα. Και Αξίζει να εξετάσουμε ποια ακριβώς ήταν η διαφορά αυτή.» {Cohn, σελ.51-52}

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι η πατροπαράδοτη γεωργική ζωή ήταν εύκολη: αντιθέτως, σε όλα τα χωριά, πλήθη γεωργών ζούσαν στα όρια της επιβίωσης, ενώ το γεωργικό πλεόνασμα ήταν τόσο μικρό, οι συγκοινωνίες τόσο επισφαλείς, ώστε μια κακή σοδειά σήμαινε συχνά μαζική λιμοκτονία. Πολλοί χωρικοί ήταν δουλοπάροικοι, κατάσταση η οποία μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά. Επιπλέον ο δουλοπάροικος ανήκε στην κληρονομιά του αφέντη, συνθήκη η οποία βιωνόταν ως εξαιρετικά υποτιμητική. Παράλληλα η ασφάλεια των αγροτών εξαρτιόταν από τους αριστοκράτες γιατί μόνο αυτοί είχαν τα μέσα να συντηρούν στρατούς για τη φύλαξη της περιουσίας τους και των χωρικών. Και όμως, «αν η φτώχεια, οι κακουχίες και μια συχνά καταπιεστική εξάρτηση μπορούσαν από μόνες τους να τον γεννήσουν, ο επαναστατικός χιλιασμός θα ήταν πολύ ισχυρός στις τάξεις των χωρικών της μεσαιωνικής Ευρώπης. Κι όμως το σύνηθες δεν ήταν αυτό» {Cohn, σελ.53}. Οι συνηθισμένες αντιδράσεις των δουλοπάροικων ήταν οι αποδράσεις, ενώ των γεωργών να αποσπάσουν παραχωρήσεις. Επίσης σύντομες σποραδικές εξεγέρσεις ήταν συνηθισμένες στη ζωή πολλών τιμαρίων. Αλλά σπάνια έφταναν στο σημείο να πολεμήσουν για την έλευση της χιλιετούς Βασιλείας του Θεού.

Τα βασικά αίτια τα οποία εμπόδιζαν μια τέτοια εξέλιξη, αφορούν, εν πολλοίς, στην ίδια την κοινωνία και τον τρόπο ζωής του χωριού, η οποία διαμορφωνόταν και στηριζόταν από το έθιμο και τη ρουτίνα της κοινότητας. Η συχνή ομαδική εργασία στα χωράφια, από τη μία και από την άλλη οι παραδοσιακοί, αμετάλλακτοι στο χρόνο, εθιμικοί κανόνες που ρύθμιζαν τις κοινωνικές σχέσεις και θεωρούνταν πάντα απαραβίαστοι, δημιουργούσαν ένα συμπαγή, συνεκτικό κοινωνικό ιστό και την αίσθηση της κοινής ταυτότητας. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο ήταν ο ρόλος της συγγένειας. Οι δεσμοί αίματος στο εσωτερικό της πλατιάς οικογένειας, τα μέλη της οποίας μοιράζονται το «ίδιο τσουκάλι, φωτιά και ψωμί», καλλιεργούσαν τα ίδια χωράφια και ήταν ριζωμένα στο ίδιο κομμάτι γης επί γενεές ολόκληρες, ήταν παράγοντες που συγκροτούσαν μια πολύ συνεκτική κοινωνική ομάδα. «Και αναμφίβολα ο χωρικός κέρδιζε πολλά ανήκοντας σε αυτή την ομάδα. Όποτε χρειαζόταν, κι αν ακόμα δε ζούσε πια με την οικογένεια, μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από τους συγγενείς του και να είναι βέβαιος ότι θα την πάρει. Αν οι δεσμοί αίματος δέσμευαν, συνάμα στήριζαν τα άτομα». {Cohn, σελ.54} Όλο αυτό το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο ήταν τόσο ισχυρό και τόσο δεδομένο ώστε απέκλειε οποιονδήποτε ριζικό αποπροσανατολισμό, και η ιδέα οποιουδήποτε θεμελιώδους μετασχηματισμού της κοινωνίας ήταν σχεδόν αδιανόητη.

Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει όταν, από τον 11ο αιώνα και μετά, η μια μετά την άλλη οι περιοχές της Ευρώπης έζησαν επαρκώς ειρηνικά ώστε να αυξηθεί ο πληθυσμός και να αναπτυχθεί το εμπόριο. Κατά τον 11ο, 12ο και 13ο αιώνα αναπτύχθηκε και επεκτάθηκε μια μεγάλη υφαντουργική βιομηχανία στο σημερινό Βέλγιο και τη βόρεια Γαλλία με αποτέλεσμα να γίνουν το πιο βιομηχανοποιημένο μέρος μιας κατά κύριο λόγο αγροτικής ηπείρου. Με αυτήν τη συγκέντρωση της βιομηχανίας, η κοιλάδα του Ρήνου έγινε ένα σφιχτοδεμένο σύνολο. Τα καινούρια βιομηχανικά κέντρα ασκούσαν μεγάλη σαγήνη στην αγροτιά και αυτό λόγω του ότι η ζωή στα κέντρα αυτά προσέφερε ασφαλώς πολλές ικανοποιήσεις, άγνωστες στους κατοίκους της υπαίθρου και πολλές ευκαιρίες για κοινωνική άνοδο. Οι δουλοπάροικοι, επίσης, που γίνονταν δεκτοί στις πόλεις, ήταν πλέον ελεύθεροι πολίτες. Το περιβάλλον αυτό προσέλκυε όλα τα ανήσυχα πνεύματα που ήθελαν μια αλλαγή στη ζωή τους, πέρα από τους περιορισμούς και τα βάρη που τους τυραννούσαν στο τιμάριο.

Παράλληλα όμως με όλα αυτά τα θετικά στοιχεία, συνυπήρχαν και όλα τα αρνητικά στοιχεία που είναι συνέπεια του υπερπληθυσμού και της συγκεντροποίησης. Σε όλες τις σχετικά αστικοποιημένες και βιομηχανοποιημένες περιοχές υπήρχε σχεδόν πάντα ένα πλεονάζον εργατικό δυναμικό που ζούσε στις παρυφές της κοινωνίας σε κατάσταση χρόνιας ανασφάλειας. Ζητιάνοι κατέκλυζαν όλες τις αγορές και τριγύριζαν σε συμμορίες στους δρόμους των πόλεων και στις οδούς μεταξύ των πόλεων. Λόγω των σύντομων εκστρατειών, αυξήθηκαν οι απολυμένοι μισθοφόροι οι οποίοι σχημάτιζαν συμμορίες που λεηλατούσαν ολόκληρες περιοχές της Γαλλίας. Αλλά και ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων τεχνιτών ήταν σε χειρότερη θέση από τους χωρικούς των τιμαρίων, ως συνέπεια του ότι η μεσαιωνική βιομηχανία, ιδιαίτερα η εξαγωγική, λειτουργούσε με τη μορφή ενός ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, όπου οι έμποροι κεφαλαιοκράτες (κυρίως στην υφαντουργία) έδιναν τις πρώτες ύλες και ήταν ιδιόκτητες του τελικού προϊόντος, το οποίο πουλιόταν στις διεθνείς αγορές. Καθώς ήταν λοιπόν άμεσα εξαρτημένη από την αγορά μια απότομη πτώση των τιμών ή ένας πόλεμος ήταν πιθανό να διακόψει το εμπόριο με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να ριχτούν στις τάξεις των απελπισμένων ανέργων.

Όλες αυτές οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η ρευστότητα των κοινωνικών σχέσεων στα αστικά και βιομηχανικά κέντρα επέφερε ανάλογες μετατροπές στο πολιτισμικό σύστημα και ένα αποπροσανατολισμό που σπάνια εμφανιζόταν στο καθεστώς του τιμαρίου. Σε ένα πρώτο επίπεδο διαπιστώνουμε ότι δεν υπήρχε ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων εφάμιλλο με εκείνο του χωριού που να παρέχει ασφάλεια και να δίνει νόημα στη ζωή των ανθρώπων. Σε αυτό συνέβαλε και η διάσπαση της ενότητας και της συνέχειας του παραδοσιακού σώματος εθίμων που κυριαρχούσε στην αγροτική κοινότητα. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο βλέπουμε να διασπούνται οι συγγενικές σχέσεις ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης προς τα βιομηχανικά κέντρα, διαδικασία η οποία άρχισε με την εξάρθρωση και κατέληξε στην καταστροφή των μεγάλων γεωργικών οικογενειών. Από την άλλη, «το βιομηχανικό περιβάλλον δεν παρείχε την δυνατότητα να δημιουργηθούν αναλόγου μεγέθους και σημασίας συγγενικές ομάδες εν μέρει επειδή, με δεδομένο το μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας, ο πληθυσμός εκείνος έπρεπε σε μεγάλο μέρος να αναστρατολογείται σε κάθε νέα γενιά και εν μέρει επειδή οι φτωχές οικογένειες αδυνατούσαν ν’ αποκτήσουν κάτι περισσότερο από ένα μικρό χώρο σε οποιονδήποτε τομέα». {ο.π.σελ.58}

Μέσα από αυτήν την ερμηνευτική προσπάθεια και διαδικασία ανασύνθεσης των συνθηκών και του περιβάλλοντος που ήταν ο ζωτικός χώρος των αιρετικών και επαναστατικών κινημάτων του Μεσαίωνα, φτάνουμε σιγά – σιγά να σχηματίζουμε μια εικόνα για το συλλογικό υποκείμενο που συγκροτούσε συνήθως το δυναμικό, τη λαϊκή βάση αυτών των κινημάτων.

«Ειδικευμένοι τεχνίτες και ανειδίκευτοι εργάτες, χωρικοί άκληροι ή με πολύ μικρό κλήρο, ζητιάνοι και απατεώνες, άνεργοι και άνθρωποι απειλούμενοι από την ανεργία, οι πολλοί που για τον άλφα ή βήτα λόγο αδυνατούσαν να βρουν εξασφαλισμένη και αναγνωρισμένη θέση – τέτοιοι άνθρωποι που ζούσαν σε κατάσταση χρόνιας ματαίωσης και ανησυχίας, σχημάτιζαν τα πιο παρορμητικά και ασταθή στοιχεία της μεσαιωνικής κοινωνικό συμβάν – οποιουδήποτε είδους εξέγερση ή επανάσταση, κάλεσμα σε σταυροφορία, αστάθεια που διαδέχεται το θάνατο ενός βασιλιά, λοιμός ή μεγάλη πείνα, κυριολεκτικά όλα όσα διέκοπταν τη συνηθισμένη ρουτίνα της κοινωνικής ζωής – επηρέαζαν με ιδιαίτερη οξύτητα τους ανθρώπους αυτούς και προκαλούσαν ιδιαίτερα βίαιες αντιδράσεις. Ένας δε τρόπος, με τον οποίο επιχειρούσαν να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη κατάστασή τους, ήταν να σχηματίσουν μια σωτηριολογική ομάδα με ένα μεσσιανικό ηγέτη». {ο.π.σελ.58}

Ο καταλυτικός ρόλος του ηγέτη, ο οποίος επιβαλλόταν ως προφήτης, μεσσίας ή ζων Θεός – ως φορέας αποκαλυπτικών οραμάτων - έγκειται στο γεγονός ότι έδινε στους οπαδούς του μια κοινή αποστολή, τεραστίων διαστάσεων και κοσμοϊστορικής σημασίας. Δημιουργούσε νέες νοηματοδοτήσεις για τον κόσμο, έθετε νέους στόχους και καινούργιες ελπίδες. Δεν τους έδινε απλά μια θέση στον κόσμο, αλλά μια θέση απαράμιλλη και λαμπρή και κατά συνέπεια την αίσθηση ότι ήταν μια αδελφότητα, μια ελίτ πολύ πιο μακριά και πάνω από τους κοινούς θνητούς. Και οι πρακτικές συνέπειες αυτών των εσχατολογικών μυθολογιών, αυτής της σημαντικής αποστολής κορυφώνονταν στους αγώνες για τον πλήρη μετασχηματισμό της κοινωνίας {ο.π.σελ.59}.

Το φαινόμενο του μεσσιανισμού των φτωχών εκφράστηκε για πρώτη φορά με ένα πιο ολοκληρωμένο τρόπο, με μορφές που παραπέμπουν άμεσα στη λαϊκή προέλευση της δυναμικής του, στα πλαίσια των δύο πρώτων σταυροφοριών (1090 και 1146). Αυτή όμως η κίνηση άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για τις ελπίδες, τους πόθους και τα ανεκπλήρωτα οράματα των πιστών, τα οποία έδωσαν μια τροπή στα γεγονότα, τελείως εχθρική προς τα συμφέροντα της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα λοιπόν με τις επίσημες σταυροφορίες, είτε μέσα στους κόλπους τους είτε ανεξάρτητα από αυτές, υπήρχαν και οι σταυροφορίες των φτωχών και εξαθλιωμένων. Υπό την ηγεσία των προφητών τους ξεκινούσαν για τον πολυπόθητο στόχο, την απελευθέρωση της Ιερής πόλης, της Ιερουσαλήμ και προφανώς ένα επιπλέον κίνητρό τους ήταν το να ξεφύγουν από τις χώρες στις οποίες η ζωή τους είχε γίνει αφόρητη. Τις ορδές των λαϊκών σταυροφοριών πλαισίωναν, στη διάρκεια της πορείας τους «πάσης φύσεως τυχοδιώκτες – αποστάτες μοναχοί, γυναίκες ντυμένες άνδρες και πολλοί κλέφτες και ληστές». {Cohn, σελ.62} Στις περιοχές από τις οποίες περνούσαν έκαναν επιδρομές εναντίων των κληρικών και των πλουσίων, λεηλατούσαν και έκλεβαν, έσφαζαν κάθε «άπιστο».

Με το πέρασμα των χρόνων, οι λαϊκές σταυροφορίες έπαιρναν έναν πιο ανοιχτά ταξικό χαρακτήρα και στρέφονταν ξεκάθαρα εναντίον των πλουσίων και των προνομιούχων. Αυτή η ποιοτική αλλαγή στο λαϊκό αίσθημα συνδέεται και με την εξάρθρωση του τιμαριωτικού συστήματος λόγω της ανάπτυξης μιας εμπορευματικής και βιομηχανικής οικονομίας. Η εχθρότητα των φτωχών κατευθύνονταν κυρίως εναντίον των εμπόρων κεφαλαιοκρατών στις πόλεις. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών ήταν τεράστιο και σε πολλά γραπτά τεκμήρια – παροιμίες, θρησκευτικά θεατρικά έργα, σάτιρες – αναδεικνύεται μια φιλοσοφία και ιδεολογία εξισωτική, μαζί με ένα μίσος για τους πλούσιους και την προτροπή για εξόντωση και θανάτωσή τους.5

Την ίδια περίοδο οξύνονται οι ταξικές συγκρούσεις, με επίκεντρο τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα.6 Αν και τα κινήματα αυτά είχαν πολύ περιορισμένους και πρακτικούς στόχους – οι ξεσηκωμένοι ήθελαν περισσότερα χρήματα και μεγαλύτερη ανεξαρτησία – εν τούτοις, φαίνεται, χωρίς να αποδεικνύεται, ότι αντλούσαν έμπνευση και δυναμική και από ένα είδος χιλιαστικού ενθουσιασμού. Μια ένδειξη που ίσως ενισχύει την παραπάνω υπόθεση είναι το γεγονός στο αποκορύφωμα του ταξικού πολέμου – στην Υπρ. το 1377 για παράδειγμα – οι υφαντουργοί δεν απαγχονίζονταν μόνο ως στασιαστές, αλλά καταδικάζονταν από την Ιερά Εξέταση και ως αιρετικοί.

Ένα πολύ σημαντικό – από την άποψη των κοινωνικών και πολιτισμικών επιδράσεων – αιρετικό κίνημα του 13ου αιώνα ήταν η αίρεση του Ελεύθερου Πνεύματος. Σύμφωνα με τον Norman Cohn, το κίνημα αυτό το οποίο εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη, έπαιξε σημαντικότερο ρόλο στην κοινωνική – και όχι τόσο στην πολιτική – ιστορία της δυτικής Ευρώπης, από ότι ο Καθαρισμός. «Οι οπαδοί της δεν στρατολογούσαν μέλη από τους αναστατωμένους φτωχούς των άστεων και δεν ήταν κοινωνικοί επαναστάτες. Ήταν στην πραγματικότητα γνωστικοί που ενδιαφέρονταν για την ιδιωτική τους σωτηρία. Αλλά η γνώση στην οποία έφτασαν ήταν ένας οιονεί μυστικιστικός αναρχισμός – μια κατάφαση στην ελευθερία τόσο απερίσκεπτη και τόσο απόλυτη, ώστε ισοδυναμούσε με πλήρη άρνηση κάθε λογής περιστολής και περιορισμού. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι της μποέμικης διανόησης, που στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσε από τις ιδέες τις οποίες εξέφρασαν ο Μπακούνιν και ο Νίτσε στις πιο άγριες στιγμές τους. Αλλά κάτι τέτοιοι ακραίοι ατομικιστές, μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε κοινωνικούς επαναστάτες – και δη αποτελεσματικούς – αν παρουσιαστεί μια δυνητικά επαναστατική κατάσταση.» {Cohn,σελ.155}

Οι οπαδοί του Ελεύθερου Πνεύματος, κήρυτταν την εθελούσια φτώχεια και συγκροτούσαν επαιτικά τάγματα που διέδιδαν τις ιδέες τους. Ιδέες που ήταν θα λέγαμε πρωτοποριακές για τις αντιλήψεις και τα ήθη της εποχής τους. Η πίστη του ότι μέσα από μια σειρά τελετουργιών μύησης, άσκησης, νηστείας, μπορείς να φτάσεις στη τέλεια, θεϊκή κατάσταση, να γίνεις Θεός, είχε τεράστιες απελευθερωτικές διαστάσεις για το άτομο, αλλά και για την ποιότητα των σχέσεων και του τρόπου ζωής μέσα στις κοινότητες του Ελεύθερου Πνεύματος. Ο μυημένος, από τη στιγμή που είναι «τέλειος άνθρωπος» είναι ανίκανος να αμαρτήσει. Η πίστη αυτή στις έσχατες συνέπειές της, σημαίνει ότι είναι επιτρεπτό ως και υποχρεωτικό, για το άτομο, να πράττει ό,τι θεωρείται γενικά απαγορευμένο, από την άποψη των ηθικών και των νομικών κανόνων. {ο.π.σελ.157}

Το αξιοσημείωτο εδώ, από την άποψη της επίδρασης και του ρόλου του λόγιου παράγοντα – όπως την εκθέσαμε παραπάνω – είναι ότι η αίρεση του Ελεύθερου Πνεύματος δέχθηκε μεγάλη ώθηση και εξελίχθηκε σε ένα θεολογικό και φιλοσοφικό σύστημα από μια ομάδα διανοητών οι οποίοι έμειναν γνωστοί με το όνομα του πνευματικού δασκάλου τους, Αμωρύ του Μπεν, ο οποίος ήταν λέκτορας της λογικής και της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Τα μέλη των Αμωριτών είχαν όλοι σπουδάσει στο ίδιο Πανεπιστήμιο, και ήταν εφημέριοι, παπάδες, διάκονοι και παπαδοπαίδια.

Η φιλοσοφία των Αμωριτών δεν στηρίζονταν σε κάποιο συγκεκριμένο δόγμα, αλλά περισσότερο ήταν ένας μυστικιστικός πανθεϊσμός, που χρωστούσε πολλά στη Νεοπλατωνική παράδοση και ιδιαίτερα στο πιο αντιπροσωπευτικό εγχειρίδιο του Νεοπλατωνισμού στην Ευρώπη, το βιβλίο του Ιωάννου Σκότου Εριγένη De divisione Naturae.7 Όπως και σε προηγούμενες αιρέσεις αυτοί οι εθελούσιοι φτωχοί σχημάτιζαν μια ευκίνητη, ανήσυχη διανόηση που ταξίδευαν κατά μήκος των εμπορικών οδών, δρούσαν κυρίως στην παρανομία και προσηλύτιζαν κυρίως ανήσυχα και αποπροσανατολισμένα στοιχεία της κοινωνίας των πόλεων. Είχαν μεγάλη ασκητική φήμη και θεωρούνταν άγιοι με θαυματουργικές ικανότητες. Η ιδιαιτερότητα όμως σε σχέση με άλλα κινήματα ήταν ότι δεν απευθύνονταν στους φτωχούς, τόσο, αλλά μάλλον σε ανθρώπους που αισθάνονταν αποπροσανατολισμένοι, για άλλους, λιγότερο πιεστικούς λόγους. Όπως για παράδειγμα σε γυναίκες, ανύπαντρες ή χήρες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων των πόλεων, οι οποίες ήθελαν να ξεφύγουν από την υποτιμητική προοπτική του γυναικείου ρόλου, όπου καμία άλλη δυνατότητα, πέρα από το γάμο, δεν υπήρχε.

Θα μπορούσαμε εδώ να αναγνωρίσουμε και άλλον ένα παράγοντα που υπεισέρχεται σε ένα κοινωνικό κίνημα, όπως αυτό του Ελεύθερου Πνεύματος, τον παράγοντα φύλο. Στο βαθμό λοιπόν που η ταυτότητα της γυναίκας κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένη – είναι καταπιεστική για τις γυναίκες, ένα θρησκευτικό – φιλοσοφικό σύστημα που προωθεί άλλες αντιλήψεις για την ταυτότητα και το φύλο, μπορεί να προσελκύσει τα καταπιεσμένα υποκείμενα και να δημιουργήσει μια νέα κοινωνική δυναμική. Οι γυναίκες λοιπόν πάντα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στο αιρετικό κίνημα του Ελεύθερου Πνεύματος. Πολλές φορές τα σπίτια τους γίνονταν κέντρα μύησης και διδασκαλίας, ενώ και οι ίδιες κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν ή κάηκαν. Κάποιες από αυτές ήταν ισχυρές προσωπικότητες και άφησαν και γραπτά, καθοδηγητικά θα λέγαμε, έργα, όπως η Μαργαρίτα Πορέτ, και το βιβλίο της, μυστικιστικού θεολογικού χαρακτήρα, Ο καθρέφτης των απλών ψυχών.

Η πίστη της απόλυτης ανωτερότητας μετέτρεψε τους μύστες του Ελεύθερου Πνεύματος σε φορείς ενός επαναστατικού κοινωνικού δόγματος. Τον 14ο αιώνα, πολλοί από αυτούς άρχιζαν να κηρύττουν ότι η κατάσταση αθωότητας ήταν αδύνατο να συμβαδίζει με το θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. Πίστευαν ότι όλα τα πράγματα ήταν κοινά και ότι η κλοπή ήταν νόμιμη πράξη. Ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει όλα τα αγαθά και αν οποιοσδήποτε τον εμποδίσει μπορεί ακόμη και να τον σκοτώσει. Το σίγουρο εδώ είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια δικαιολόγηση της κλοπής. Πολλά κηρύγματα των μυστών του Ελευθέρου Πνεύματος, προτάσσουν, ουσιαστικά μια ριζική αναδιανομή ή καλύτερα κοινωνικοποίηση του πλούτου {Cohn, σελ.192}

Η εξέγερση επίσης των χωρικών στην Αγγλία το 1381, φαίνεται ότι – έστω υπόγεια – ήταν διαποτισμένη από το όραμα μιας Χρυσής Εποχής, όπου θα επικρατεί η Φυσική Κατάσταση, δηλαδή ο φυσικός νόμος του Θεού, ο οποίος είναι απόλυτα εξισωτικός. Αυτό το όραμα όμως για μια εξισωτική κατάσταση δεν προβαλλόταν τώρα στο μακρινό παρελθόν, αλλά υπήρχε ισχυρή η πεποίθηση ότι είναι προκαθορισμένο να εγκαθιδρυθεί στο άμεσο μέλλον. Γιατί αν και οι στόχοι των χωρικών φαίνεται να είναι περιορισμένοι και με πραγματιστικό χαρακτήρα, εντούτοις, υπάρχουν πολλές αναφορές που δείχνουν ότι ήταν ζωντανός ένας τέτοιος μύθος. Τα λόγια που αποδίδονται, από διάφορες πηγές στον επαναστάτη Τζον Μπολ, και τα οποία αναφέρονται στο ότι οι άρχοντες δεν είναι πιο άρχοντες από τους φτωχούς, αφού όλοι οι άνθρωποι κατάγονται από κοινούς γονείς, τον Αδάμ και την Εύα, είναι χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από το αν τα είπε πραγματικά ή όχι. Σύμφωνα με αυτές τις πηγές, ο Τζον Μπολ υποστήριζε ότι το μόνο δραστικό φάρμακο για να πάνε καλά τα πράγματα στην Αγγλία, είναι το να γίνουν όλα τα πράγματα κοινά, να σταματήσουν να υπάρχουν δουλοπάροικοι και αριστοκράτες, να είναι όλοι οι άνθρωποι στην ίδια κατάσταση, δηλαδή ίσοι.

Αλλά και το ριζοσπαστικό κίνημα στην Πράγα – το οποίο ήταν οργανωμένο από τις συντεχνίες ειδικευμένων τεχνιτών, αλλά η βάση του ήταν τα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού – ήταν έντονα επηρεασμένο από τις εσχατολογικές και θεολογικές πεποιθήσεις των Θαβωριτών, της ριζοσπαστικής πτέρυγας των Χουσιτών. Όπως και οι άλλες αιρέσεις, οι Θαβωρίτες απέρριπταν πολλά δόγματα και μυστήρια, ενώ κήρυτταν ότι κάθε άτομο έχει δικαίωμα να ερμηνεύει την Αγία Γραφή σύμφωνα με τις δυνατότητές του. Οι Θαβωρίτες αποσκοπούσαν σε μια εθνική μεταρρύθμιση η οποία θα οδηγούσε σε πλήρη ρήξη με τη Ρώμη. «Η θρησκευτική ζωή, και συνεπώς ως ένα βαθμό η κοινωνική ζωή, της Βοημίας έπρεπε να εναρμονιστεί με το Βαλδενσιανό ιδεώδες της αποστολικής φτώχειας και της ηθικής αγνότητας.» {ο.π.σελ.214}

Και στο κίνημα των Θαβωριτών υπάρχει επίσης η αναβίωση του μύθου της Χρυσής Εποχής, της Φυσικής Κατάστασης, όπου, μέσα από μια παράδοση κειμένων από διάφορους στοχαστές, παρουσιάζεται ως μια αναρχοκοινοτιστική τάξη πραγμάτων. Η επικείμενη Χιλιετής Βασιλεία θα έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά: «Φόροι, δασμοί, ενοίκια έμελλε να καταργηθούν, όπως και κάθε λογής ιδιοκτησία. Δεν θα υπήρχε κανενός είδους ανθρώπινη εξουσία. Όλοι μαζί θα ζουν σαν αδελφοί, κανείς δεν θα είναι υποταγμένος στον άλλο.» {ο.π.σελ.227}

Το όραμα αυτό κατέληξε να γίνει τελικά σχέδιο για την εγκαθίδρυση μιας άναρχο – κοινοκτημονικής κοινωνίας στο παρόν. Πολλοί οπαδοί των Θαβωριτών εγκαταστάθηκαν σε πόλεις – κέντρα της αίρεσης και σχημάτισαν κοινότητες που φιλοδοξούσαν να είναι απόλυτα εξισωτικές, που τις συνείχε μόνο η αδελφική αγάπη και δεν γνώριζαν δικό Μου και δικό Σου {ο.π.228}. Το μέσο για την επίτευξη της Θείας Κοινωνίας στη γη ήταν η ένοπλη εξέγερση και η επανάσταση. Ολόκληρος ο κόσμος έπρεπε να περάσει μέσα από το ξίφος των Ιερών Πολεμιστών, ώστε μέσα από την εξόντωση των ακάθαρτων να έρθει η κάθαρση.

Μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή, η οποία, λόγω των περιορισμών που συνεπάγεται μια συμπυκνωμένη καταγραφή, δεν περιλαμβάνει το σύνολο των αιρετικών επαναστατικών κινημάτων, ακόμα και κάποιων σημαντικών, όπως το κίνημα του Μύνστερ ή την αίρεση των Αναβαπτιστών – διαπιστώνουμε τον καταλυτικό ρόλο των χιλιαστικών, εσχατολογικών ιδεολογιών και οραμάτων στη διαμόρφωση και ενδυνάμωση των λαϊκών κινημάτων του Μεσαίωνα. Σε αυτό το στοιχείο δίνει έμφαση ο Norman Cohn, σε όλη την έκταση της εργασία του. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι οι υλικές συνθήκες της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της καταπίεσης και της εξάρτησης δεν οδηγούν αναγκαστικά στην αμφισβήτηση και την αντίσταση των υπαλλήλων τάξεων, πόσο μάλλον στην κινητοποίηση για μια συνολική ανατροπή. Χρειάζονται κάποια επιπλέον στοιχεία, όπως μεταβατικότητα των δομών, ρήξη των πολιτισμικών και συμβολικών κατηγοριών, αλλοίωση των κυρίαρχων ταυτοτήτων, ο ρόλος του ηγεμόνα, του λόγιου και λαϊκού, καθώς και των σχέσεων μεταξύ τους, σε μια τέτοια διαδικασία μετάλλαξης.

Πέρα όμως από αυτήν την προσέγγιση, υπάρχει και μια άλλη ερμηνευτική προοπτική που αναλύει τη σχέση των συλλογικών υποκείμενων, ομάδων, κινημάτων, αιρέσεων με τα κείμενα, με τη λόγια παραγωγή και την, με νέους τρόπους, ανάγνωση και μετάφρασή της. Αυτή η εκ νέου ανάγνωση των κειμένων παράγει νέα φιλοσοφικά, ιδεολογικά, μυθολογικά, πολιτισμικά συστήματα, αλλά και κείμενα, που με τη σειρά τους επιδρούν σε διαφορετικές συνθήκες και περιβάλλοντα.

Ο Brian Stock υποστηρίζει ότι οι σχέσεις μεταξύ του ατόμου, της οικογένειας, της ομάδας και της ευρύτερης κοινότητας επηρεάζονται από τις αρχές του γραπτού λόγου ως κοινωνικής δραστηριότητας. Η εγγραμματοσύνη, επίσης, επηρεάζει τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται αυτές τις σχέσεις. Τα αιρετικά και χιλιαστικά κινήματα στηρίχθηκαν πάνω σε μια συγκεκριμένη χρήση της γραπτής παραγωγής και παράδοσης. Η προσφυγή δηλαδή σε προηγούμενα κείμενα, με απώτερο στόχο να νομιμοποιήσουν τις πεποιθήσεις τους και τη διδασκαλία τους, οι οποίες απέκλιναν από τα δόγματα και τους κανόνες της επίσημης εκκλησίας. {Stock, Brian 1983, 88}

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η έρευνα του Stock είναι ότι τα αιρετικά κινήματα του Μεσαίωνα, πέρα από τις όποιες ομοιότητες, από την άποψη του δόγματος ή των κοινωνικών καταβολών, χαρακτηρίζονται από δύο παράλληλες χρήσεις των κειμένων: η μία χρήση αφορά την συγκρότηση της εσωτερικής συνοχής και μιας κατάλληλης συμπεριφοράς των μελών και η άλλη, την συμβολή του κειμένου στη δημιουργία αλληλεγγύης μεταξύ των μελών ως προς τον έξω κόσμο. Με αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να ορίσουμε τις κοινότητες αυτές, ως «κειμενικές κοινότητες». {Stock, 90}. Βέβαια ο καθοριστικός παράγοντας σε αυτές τις κοινότητες δεν ήταν τόσο το συγκεκριμένο κείμενο, αλλά πολύ περισσότερο το άτομο, η προσωπικότητα, η οποία το διαχειρίζεται, το χρησιμοποιεί για να μεταλλάξει τη σκέψη μιας ομάδας ή κοινότητας και κατά συνέπεια τη δράση της.

Όλες αυτές οι χρήσεις των κειμένων, όμως, συνδέονται με το γενικότερο ζήτημα του ρόλου της γραφής, ως κοινωνικής δραστηριότητας. Τρεις βασικές περιοχές επηρεάστηκαν από τον γραπτό λόγο: η προφορικότητα, το συμβολικό και το τελετουργικό στοιχείο.

Νέα είδη συμβολισμού λαμβάνουν χώρα, και αφορούν την ερμηνεία του δόγματος, μέσα από το δίπολο του πλασματικού και του αληθινού, του αυθεντικού. Αυτή η διαδικασία όμως δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την προσφυγή στις διανοητικές δομές της αλληγορίας, η οποία αποτελεί ένα υποπροϊόν της αισθαντικότητας του γραπτού λόγου. Η τελετουργία επίσης υφίσταται μετασχηματισμούς. Ο αρχαϊκός τύπος τελετουργίας, όπου δεν υπήρχε ανάγκη να ερμηνευτεί, δεδομένου ότι το νόημα ενυπήρχε στην ίδια την επιτελεστική λειτουργία, αντικαταστάθηκε από ένα νέο τύπο. Χαρακτηριστικό εδώ είναι η πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μελών των ομάδων, οι οποίες είναι δομημένες, σε μεγάλο βαθμό, από τα κείμενα, ή τουλάχιστον από τις ερμηνείες των προσωπικοτήτων πάνω σε αυτά. Οι τελετουργίες, αφορούσαν την καθημερινή ζωή, γεγονός που συνεπάγεται την λειτουργία συγκεκριμένων ρόλων μέσα στα πλαίσια των σχέσεων της κοινότητας.

Από την άλλη, οι κειμενικές κοινότητες δεν ήταν μόνο κειμενικές. Συνεπάγονταν επίσης νέες χρήσεις της προφορικότητας. Το ίδιο το κείμενο επαναδιατυπωνόταν προφορικά, για τις ανάγκες των τελετουργιών που αφορούσαν την καθημερινή ζωή ή τη μύηση. Συνεπώς το κείμενο δεν χρειαζόταν να αναπαραχθεί, ακέραιο, προφορικά, ή ακόμη και να ερμηνευθεί. Κι αυτό γιατί ήταν γνωστό στα μέλη της αίρεσης. Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η προφορικότητα αναλαμβάνει ρόλο υπερδομής ενός κοινά αποδεκτού νοήματος, καθώς η κειμενική βάση της συμπεριφοράς έχει εσωτερικευθεί. Έχοντας κοινές πεποιθήσεις, οι συμμετέχοντες ήταν ελεύθεροι να συζητούν, να διαφωνούν και να διαλέγονται για επιμέρους ζητήματα, να ερμηνεύουν με ένα προσωπικό στυλ ιερά κείμενα, όπως η Βίβλος, ή, ακόμη, να πραγματοποιούν ατομικούς διαλογισμούς ή λατρείες.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, «προκύπτουν δύο δομικά επίπεδα: Ένας μικρός εσωτερικός πυρήνας εγγράμματων, ημι-εγγράμματων και μη εγγράμματων υποκειμένων, συγκροτημένος μέσα από την ερμηνεία του κειμένου – ή εκ των κειμένων – ως τέτοιου. Και ένα παράλληλο επίπεδο, όπου οι εγγράμματες προσωπικότητες της αίρεσης ή του χιλιαστικού κινήματος, διαμέσου του κηρύγματος συνδέονταν με τους μη εγγράμματους, τους λαϊκούς. Επιπλέον αυτοί οι μη εγγράμματοι, διαμέσου αυτής της διαδικασίας, είχαν αρχίσει ήδη να συμμετέχουν σε μια εγγράμματη κουλτούρα, αν και έμμεσα. Είχαν επίγνωση ότι ένα κείμενο βρίσκονταν πίσω από το κήρυγμα και ότι γίνονταν δέκτες μιας έμμεσης ερμηνείας των αρχών της αυθεντικότητας, με την έννοια της νομιμοποίησης μέσω της γραφής. Μολονότι παρέμεναν αγράμματοι, μπορούσαν εντούτοις να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο ένα σύνολο ηθικών αρχών μπορούσε λογικά να υπερκεράσει ένα άλλο. Και, υπό μια έννοια, αυτοί ήταν, μάλλον, παρά οι εντυπωσιακοί ηγέτες του κινήματος, το πραγματικό υποκείμενο της αλλαγής» {Stock, σελ.91-92}.

Το φαινόμενο των αιρέσεων και των χιλιαστικών κινημάτων είναι εξαιρετικό και προβληματικό από την άποψη της ερμηνείας και της ανάλυσής του. Κατά τον Stock, καμία θεωρία από αυτές που επικεντρώνονται είτε στις κοινωνικές αιτίες, είτε σε κάποιο κοινό έδαφος από το οποίο πήγαζαν τα δόγματα, οι τελετουργίες και οι πρακτικές, είναι επαρκείς, δεδομένου ότι τα κινήματα αυτά παρουσιάζουν μια ιστορική πρωτοτυπία και ιδιαιτερότητα. Εξάλλου οι ίδιοι οι ηγέτες των αιρετικών, δεν είχαν μια συγκεκριμένη κοινωνική καταγωγή. Προέρχονταν από όλα σχεδόν τα στρώματα ή τις τάξεις της μεσαιωνικής κοινωνίας και κατείχαν διάφορα επίπεδα μόρφωσης, ή ήταν αυτοδίδακτοι στην τέχνη της γραφής και της ανάγνωσης.

Κατά τον Stock, λοιπόν, το κομβικό σημείο στην ερμηνεία των αιρετικών κινημάτων, είναι το γεγονός της ανάδυσης μιας περισσότερο εγγράμματης κοινωνίας. Αυτή η νέα ιστορική συνθήκη δημιούργησε ένα νέο υποκείμενο και συνακόλουθα τη σχέση ανάμεσα στον εγγράμματο και τον λαϊκό πολιτισμό και πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στους εγγράμματους και τους μη εγγράμματους θρησκευόμενους. Εδώ ακριβώς ανακύπτει και το πρόβλημα του τι είναι λαϊκός πολιτισμός. Η έννοια «λαϊκός πολιτισμός» είναι μία ανεπαρκής έννοια, στο βαθμό που, πολύ συχνά το λαϊκό θεωρείται κατώτερο ποιοτικά στοιχείο το οποίο διαμορφώνεται παθητικά από την λόγια παράδοση (γραπτή). Οδηγούμαστε έτσι σε μια παραπλανητική θεώρηση του «λαϊκού».

Μια πιο αξιόπιστη προσέγγιση, είναι εκείνη που επισημαίνει το αντίκτυπο του εγγράμματου στοιχείου στις θρησκευτικές πρακτικές, σε σχέση με μια προηγούμενη κατάσταση, όπου δεν υπήρχε η αντίληψη της διάκρισης λόγιου και λαϊκού, έξω από τους στενούς κύκλους των ατόμων με ακαδημαϊκή μόρφωση. Δεν υπήρχαν δηλαδή «επιβιώσεις» ενός λαϊκού πολιτισμού, παρά μόνο βιωμένη πραγματικότητα, όπως η ευχαριστία, οι οποίες ήταν αποδεκτές, ως είχαν, χωρίς σχόλια ή ερμηνείες, ενώ η συμβολική και τελετουργική ικανότητά τους να μεταφέρουν νοήματα παρέμενε άθικτη. Μόνο όταν η γραμματοσύνη εμφανίστηκε, αναδύθηκε και η λαϊκή θρησκεία, στο βαθμό που το μη εγγράμματο είναι άμεσο επακόλουθο του εγγράμματου στοιχείου.

Κατά συνέπεια, ο «κοινωνικός» παράγοντας εντάσσεται σε νέα συμφραζόμενα. Σε αντίθεση με την άποψη που θέλει την διαμορφωτική εμπειρία του ατόμου να προϋπάρχει της ένταξής του στον πυρήνα της αίρεσης, στην πράξη, διαπιστώνουμε ότι το μέλος μέσα σε οποιαδήποτε τέτοια ομάδα, περνάει μέσα από στάδια.

Έτσι οι οποιοιδήποτε οικογενειακοί, διανοητικοί ή ταξικοί δεσμοί των ατόμων είναι μόνο το σημείο αφετηρίας στην όλη διαδικασία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαδικασία εκκοινωνισμού του ατόμου συνεχίζει μέσα στην ομάδα, ως αποτέλεσμα των μορφών αλληλεπίδρασης με τα άλλα μέλη. Πολύ σπάνια μια ιδέα υιοθετείται από μια ομάδα, λόγω του ότι έχει βαθιές ιστορικές ρίζες. Ουσιαστικά αφορούν ζητήματα του εδώ και τώρα. Υπό αυτήν την έννοια, η προηγούμενη εμπειρία, κοινωνική και διανοητική, για να λειτουργήσει ως βάση μιας νέας θεσμοποιητικής δραστηριότητας, πρέπει να διαχειρισθεί ως «κείμενο», το οποίο συνιστά, σε αυτήν την περίπτωση, το πλέγμα σκέψης και δράσης, είτε αυτό υπάρχει σε γραπτή μορφή είτε έχει εσωτερικευθεί ή, απλά, αναπαράγεται προφορικά. Για να κατανοήσουμε βαθύτερα λοιπόν τα αιρετικά κινήματα, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη μετασχηματιστική δύναμη των «γραπτών», ταυτόχρονα με το ρόλο των ερμηνευτών και την πρακτική της ερμηνείας. Γιατί οι καθημερινές πρακτικές μέσα σε αυτές τις ομάδες δομούνται σύμφωνα με αυτές τις αρχές. Οι νόρμες της συμπεριφοράς είναι ερμηνευτικές προεκτάσεις του πραγματικού ή υποθετικού κειμένου. Είναι μέρος του κινήματος, το οποίο συνδέει το κείμενο, την προφορική δραστηριότητα και την πράξη.

Τι μας απέφερε λοιπόν αυτή η σύντομη ιστορική αναδρομή στο «σκοτεινό» Μεσαίωνα; Θα λέγαμε ότι ψηλαφίσαμε τα σημάδια και τις ρωγμές στον κυρίαρχο – ηγεμονικό Λόγο και Πράξη της μεσαιωνικής εξουσίας – θρησκευτικής και κοσμικής – που προκάλεσαν τα λαϊκά χιλιαστικά – αιρετικά κινήματα των φτωχών και εξαθλιωμένων μαζών. Βέβαια τα κοινωνικά αυτά κινήματα ήταν μέρος ενός ευρύτερου ρεύματος λαϊκών αντιστάσεων, διεκδικητικών αγώνων, εξεγέρσεων των αγροτών ή των κατώτερων στρωμάτων των πόλεων. Αγώνες οι οποίοι συχνά ήταν κερδοφόροι, κομίζοντας οικονομικά οφέλη και περισσότερα δικαιώματα για τους καταφρονεμένους της μεσαιωνικής κοινωνίας. Κατά κανόνα επίσης, τα χιλιαστικά επαναστατικά κινήματα αναπτύσσονταν και άκμαζαν σε τέτοιες εκρηκτικές κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες και αναστατώσεις, εξωθώντας συνήθως σε ακραίες μορφές βίας και καταστροφής.

Η ποιοτική διαφορά τους όμως, σε σχέση με τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες που είχαν άμεσο, πραγματιστικό χαρακτήρα, έγκειται στο ότι, ακριβώς, η ακρότητα και η βιαιότητά τους, ήταν απόρροια της θρησκευτικής και συμβολικής φόρτισης, που μέσω των τελετουργικών πρακτικών επέτεινε την συναισθηματική ένταση και την καταλυτική επίδραση οραμάτων και χιλιαστικών εσχατολογιών, στο ιδεολογικό επίπεδο. Έχουμε λοιπόν εδώ μια δημιουργική, εκρηκτική σύνθεση υποκειμενικών, κοινωνικών και πολιτισμικών στοιχείων, που γεννούσαν αυτήν τη σαρωτική δύναμη, η οποία μετουσιωνόταν σε Πράξη, σε καταλυτικά κοινωνικά φαινόμενα και ιστορικά γεγονότα.

Από την άλλη, τα χιλιαστικά – επαναστατικά κινήματα του Μεσαίωνα αναπτύχθηκαν σε κοινωνικοπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον ρευστότητας, κρίσεων και μεταλλάξεων, από το αγροτικό τιμαριωτικό σύστημα προς μια αστικοποίηση και βιομηχανοποίηση της παραγωγής σε νέα, αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα νέο συλλογικό υποκείμενο συγκροτείται, στο περιθώριο της αστικής κοινωνίας: άνεργοι, εξαθλιωμένοι και ζητιάνοι, ανειδίκευτοι εργάτες και τεχνίτες σε ένα καθεστώς μόνιμης ανασφάλειας λόγω των αναταραχών μιας εύθραυστης αγοράς σε συνάρτηση με τα υπανάπτυκτα μέσα υποδομής (μεταφορές κλπ).

Αυτές οι αλλαγές στις οικονομικές και κοινωνικές δομές, επέφεραν αλλαγές στο πολιτισμικό επίπεδο, στις προσδοκίες και στις νοοτροπίες των φτωχών, λόγω του τρόπου ζωής στις πόλεις. Το σπάσιμο των συγγενικών δεσμών, η απεξάρτηση του ατόμου αλλά και η συνακόλουθη ανασφάλεια, η ελευθεριακότητα στη σκέψη, το υπαρξιακό κενό που δημιούργησε η εκκοσμικευμένη και φαύλη εκκλησιαστική εξουσία, ήταν στοιχεία που συγκροτούσαν την ταυτότητα αυτού του νέου ιστορικού υποκειμένου. Ένα υποκείμενο, το οποίο φάνηκε ικανό, μέσα και από την καθοριστική επίδραση κάποιων χαρισματικών προσωπικοτήτων, να ερμηνεύσει και να προσαρμόσει στις δικές του ανάγκες και νοοτροπίες τα θρησκευτικά δόγματα, τα Αποκαλυπτικά Κείμενα και οράματα, εμπλουτίζοντάς τα παράλληλα με στοιχεία μιας μακραίωνης λαϊκής κουλτούρας και παράδοσης.

Αυτοί οι παράγοντες γέννησαν τα χιλιαστικά – επαναστατικά κινήματα, τις ακραίες μορφές των ευρύτερων λαϊκών και αιρετικών κινημάτων, τα οποία εξελίχθηκαν – σε ορισμένες περιπτώσεις – σε κινήματα που έβαζαν άμεσα το αίτημα και το στόχο της κοινωνικής ανατροπής, της αλλαγής των δομών, της κατάργησης της εξουσίας και του πλούτου, και την αντικατάστασή τους από μια δίκαιη, εξισωτική, ελεύθερη κοινωνία. Δημιουργώντας έτσι μια ιστορική κίνηση και προοπτική που συνεχίστηκε έως τις μέρες μας, με νέες μορφές και τρόπους, κάτω από άλλες συνθήκες και με διαφορετικά οράματα και στόχους, σύμφωνα με τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδεολογίες, νοοτροπίες και τρόπους ζωής. Διατηρώντας όμως ζωντανό το «κοινωνικό ζήτημα» και ανοιχτή τη συζήτηση για το τι σημαίνει δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, δημοκρατία, αλληλεγγύη.


σημειώσεις:

1 Μια χαρακτηριστική περίπτωση, ήταν το κίνημα του Μοντανισμού, όπου το 156 μ.Χ. στη Φρυγία κάποιος Μοντάνος διακήρυττε πως ήταν η ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος, του «Πνεύματος της Αλήθειας». Η κίνηση αυτή άρχισε να συγκεντρώνει αρκετό κόσμο που πίστευε στην επικείμενη έλευση της Βασιλείας του Θεού στη Νέα Ιερουσαλήμ η οποία θα κατέβαινε από τους ουρανούς στα εδάφη της Φρυγίας. Συνεπώς οι Μοντανιστές καλούσαν όλους τους Χριστιανούς στη Φρυγία για να περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, με νηστεία, προσευχή και σκληρή μετάνοια. Ήταν έντονα ασκητικό κίνημα, χαρακτηριστικό το οποίο συναντάμε σε πολλά από τα κατοπινά χιλιαστικά κινήματα. Επίσης ένα άλλο κοινό γνώρισμα σε πολλά από αυτά τα κινήματα είναι ότι οι διώξεις ευνοούσαν την εξάπλωσή τους ως αντίδραση, όπως έγινε το έτος 177 και μετά με τις διώξεις των Μοντανιστών, που είχαν σαν αποτέλεσμα από ένα τοπικό κίνημα, να εξαπλωθούν σε μεγάλη γεωγραφική έκταση: Μικρά Ασία, Αφρική, Ρώμη, μέχρι και την Γαλατία.

2 Όπως γράφει στο βιβλίο του «Η Πόλη του Θεού», πρέπει να καταλαβαίνουμε την Αποκάλυψη του Ιωάννη ως πνευματική αλληγορία. Όσο για τη Χιλιετή Βασιλεία, άρχισε με τη γέννηση του Χριστιανισμού και ολοκληρώθηκε μέσα στην εκκλησία.

3 Ένας από αυτούς, που άκμασε στη Γαλλία στις αρχές του 12ου αιώνα, ήταν ένας τέως μοναχός, ο Ερρίκος, ο οποίος παράτησε το μοναστήρι του και πήρε τους δρόμους. Την Τετάρτη των του 1116 έφθασε στο Λε Μαν με δύο μαθητές του, οι οποίοι προηγούνταν κρατώντας ένα σταυρό, όπως ακριβώς είχε κάνει ο Χριστός κατά την τελευταία του είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Ο επίσημος επίσκοπος, αρχικά τον αντιμετώπισε καλόπιστα και του έδωσε την άδεια να κηρύττει. Όταν όμως ο επίσκοπος χρειάστηκε να φύγει, για ένα μακρύ ταξίδι στην Ευρώπη, ο Ερρίκος άρχισε να κηρύττει εναντίων των ντόπιων κληρικών, βρίσκοντας μεγάλη απήχηση. Οι κάτοικοι του Λε Μαν ήταν έτοιμοι να στραφούν εναντίον τους γιατί ζούσαν όλοι έκλυτα και χρηματίζονταν και από την άλλη είχαν από καιρό εμπλακεί στην πολιτική ζωή, υποστηρίζοντας τους κόμητες που από την επικυριαρχία τους πολεμούσαν να απελευθερωθούν οι αστοί. Μέσα σε αυτό το ευνοϊκό κλίμα, έπειτα από λίγα κηρύγματα του Ερρίκου, ο όχλος ξυλοκοπούσε τους παπάδες στο δρόμο και τους έριχνε στις λάσπες.

4 Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το κίνημα του Ταχέλμου, ενός πρώην μοναχού στη Γαλλία στις αρχές του 12ου αιώνα. Οι περιοχές στις οποίες δραστηριοποιήθηκε ο Ταχέλμος είχαν από πολλά χρόνια πριν γνωρίσει πάμπολλες αγροτικές εξεγέρσεις. Ξεκινώντας από το 1074, η μία μετά την άλλη οι πόλεις της κοιλάδας του Ρήνου, Ουτρέχτη, Βραβάνδη, Φλάνδρα και βόρεια Γαλλία είχαν αρχίσει να ελευθερώνονται όσο ήταν δυνατόν από την κυριαρχία του εκκλησιαστικού ή κοσμικού φεουδαλικού ηγεμόνα τους. «Τα κινήματα αυτά, οι πιο πρώιμοι κοινωνικοί ξεσηκωμοί που έμελλε να σημαδέψουν την ιστορία των μεσαιωνικών πόλεων, ήταν κυρίως οργανωμένα από εμπόρους, που ήθελαν να προασπίσουν τα συμφέροντά τους… Ήθελαν να κυβερνούν οι ίδιοι τις πόλεις τους και σύμφωνα με τους νόμους που αναγνώριζαν τις απαιτήσεις της καινούργιας οικονομίας. Σε πολλές περιπτώσεις πέτυχαν τους στόχους τους ειρηνικά αλλά όπου ο ηγεμόνας ή ο άρχοντας στάθηκαν αδιάλλακτοι, οι έμποροι οργάνωναν όλους τους άντρες της πόλης σε επαναστατική εταιρία, που τα μέλη της ήταν δεμένα με επίσημο όρκο… Και μολονότι σε όλα αυτά οι στόχοι τους έμεναν σοβαρά περιορισμένοι και τελείως υλικοί, ήταν αναμενόμενο ορισμένοι από τους ξεσηκωμούς αυτούς να συνοδεύονται από κατακραυγή εναντίον ανάξιων ιερέων. Όταν μπλέκονταν τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας του άστεως, και τέτοιες διαμαρτυρίες έτειναν πραγματικά να αγριέψουν» {Cohn, σελ.46}.

5 Υπό αυτήν την έννοια, η τελευταία Λαϊκή Σταυροφορία, η οποία έγινε στις αρχές του 14ου αιώνα, μέσα σε συνθήκες εκστρατειών από τον Πάπα Κλήμη Ε΄ και μεγάλων λιμών στην Πικαρδία, τις Κάτω Χώρες και στον κάτω Ρήνο, μπορεί να θεωρηθεί ως η πρώτη δοκιμή ενός νέου τύπου χιλιασμού, που στόχευε, έστω συγκεχυμένα, να ρίξει τους πλούσιους και ν’ ανεβάσει τους φτωχούς. Οι άνθρωποι αυτοί, αξιολύπητοι φτωχοί τεχνίτες και μεροκαματιάρηδες, διέσχιζαν αυτές τις περιοχές λεηλατώντας, σκότωναν Εβραίους αλλά και έκαναν επιθέσεις στους πύργους στους οποίους οι αριστοκράτες φύλαγαν τα πολύτιμα εισοδήματά τους». {Cohn, σελ.105}

6 Το 1326, οι ελεύθεροι και εύποροι χωρικοί της παραλιακής Φλάνδρας, με την υποστήριξη των υφαντουργών της Βρέμης, αρνήθηκαν να πληρώσουν φόρους και τέλη, και πήραν τα όπλα εναντίων των εκκλησιαστικών και λαϊκών γαιοκτημόνων. Από το 1320 έως το 1380, οι υφαντές της Γάνδης, της Βρέμης και της Υπρ έκαναν επανειλημμένες αιματηρές εξεγέρσεις, που κατέληξαν σε αιματηρή καταστολή. Τέλος, το 1379, οι υφαντές της Γάνδης κατέλαβαν την εξουσία και από την πόλη τους επεξέτειναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Φλάνδρα και ανέτρεψαν το κόμη και μόνο έπειτα από τρία χρόνια πολέμου ηττήθηκαν από το γαλλικό στρατό. Την ίδια περίοδο (1381-2), η βόρεια Γαλλία – το Παρίσι, οι πόλεις της Πικαρδίας και της Νορμανδίας – γνώρισε μια σειρά εξεγέρσεων, τις οποίες προκάλεσε η βαριά φορολογία.

7 Το βιβλίο αυτό, αν και είχε ηλικία ήδη τρεισήμισι αιώνων, δεν είχε καταδικαστεί μέχρι τότε ως αιρετικό. Αλλά ο τρόπος που το χρησιμοποίησε και το ερμήνευσε ο Αμωρύ είχε σαν αποτέλεσμα την καταδίκη του από τη Σύνοδο του Σαν το 1225. Μέσα σε αυτό το μεταφυσικό πλαίσιο το οποίο παρείχε ο Νεοπλατωνισμός, αναπτύχθηκε μια καθαρά πανθεϊστική φιλοσοφία. Οι αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος δεν δίσταζαν να πουν: «Θεός είναι όλα όσα υπάρχουν», «Ο Θεός είναι μέσα σε κάθε πέτρα και σε κάθε μέλος του ανθρωπίνου σώματος, εξίσου βέβαια όπως και στον άρτο της Θείας Ευχαριστίας», «Όλα τα πλάσματα είναι Θεϊκά». {ο.π.σελ.180} Μολονότι όμως ότι ήταν μια «πανθεϊστική» αίρεση, οι πλειοψηφία των οπαδών ή όσων επηρεάζονταν, ελάχιστα ενδιαφέρθηκαν ή κατανόησαν αυτή τη μεταφυσική. «Αυτό που όλοι τους είχαν κοινό, ήταν μια ορισμένη στάση απέναντι στην ανθρώπινη ψυχή. Είπε μια γυναίκα: «Η ψυχή είναι τόσο αχανής, ώστε όλοι οι άγιοι και οι άγγελοι δεν θα μπορούσαν να τη γεμίσουν, τόσο ωραία, ώστε η ωραιότητα των άγιων και των αγγέλων δεν μπορεί να την πλησιάσει.»… Με τα λόγια της αιρετικής πραγματείας, που βρέθηκε στο κελί ενός ερημίτη δίπλα στο Ρήνο: «Η Θεϊκή ουσία είναι η ουσία μου και η ουσία μου είναι η Θεϊκή ουσία… Ο άνθρωπος ήταν ανέκαθεν Θεός μες στο Θεό… Η ψυχή του ανθρώπου ήταν ανέκαθεν μέσα στο Θεό και είναι Θεός… Πράγματι, η καρδιά της αίρεσης ήταν όχι μια φιλοσοφική ιδέα, αλλά μια βλέψη. Ήταν ένας παθιασμένος πόθος ορισμένων ανθρώπων να ξεπεράσουν την κατάσταση του ανθρώπου και να γίνουν Θεός» {ο.π.σελ.181-82}


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Cohn Norman (1998, 1999): Αγώνες για την έλευση της Χιλιετούς Βασιλείας του Θεού. Επαναστάτες χιλιαστές και μυστικιστές αναρχικοί του Μεσαίωνα. Εκδ. Νησίδες, Αθήνα.

  • Lambert Malcolm (1992): Medieval Heresy, Popular Movements from the Gregorian Reform to Reformation. Blackwell Publishers, USA.

  • Stock Brian (1983): The Implications of Literacy Written Language and Models of Interpretation in the Eleventh and Twelfth Centuries. Princeton.

  • Ginzburg Carl (1976, 1994): Το Τυρί και τα Σκουλήκια. Εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα.

  • Burke Peter (1990): Popular Culture Reconsidered (ελληνική μετάφραση: Ευαγγελή Αρ. Ντάτση). Περιοδικό Scotia della Storiografia, Rivista Internationale, σελ. 40-41.

  • Μπεμβενίστε Ρίκα (2000): Θρησκεία και Πολιτική: τα δύο σώματα εξουσίας. Άρθρο στην εφημερίδα «Αυγή», σελ. 19.